Λένε πως αν ξέρεις τι να κάνεις με ένα στυλό και μια κασέτα, σημαίνει πως έχεις μεγαλώσει αρκετά. Έτσι γνώρισα τον Αντώνη Βαρδή, με ένα στυλό, και μια κασέτα. Ήμουν μαθήτρια γυμνασίου, και η φωνή του έγινε το σάουντρακ των ερωτικών απογοητεύσεων της εφηβείας μου. Λαμπερός! Αν και απέφευγε τις πολλές τηλεοπτικές εμφανίσεις. Στο επίκεντρο! Αν και προτιμούσε να είναι η ζωή του μακριά από τη δημοσιότητα. Κάθε τραγούδι του ήταν γραμμένο για μένα. Κι ας ήμουν 14 χρόνων, κι ας μην έπινα, κι ας μην κάπνιζα… Κάθε τραγούδι του ήταν γραμμένο για τον δικό μου πόνο. Αχ αυτή η χροιά του, αχ κι αυτές οι κασέτες με τις δύο πλευρές… Κι αλίμονο αν η «Α» πλευρά τελείωνε, κι έκοβε το τραγούδι στη μέση, και αλίμονο αν αυτό το τραγούδι ήταν το αγαπημένο σου.
Και μετά, η εξέλιξη… cd! Αν τα έπαιρνες από πλανόδιο -σε δραχμές βέβαια- θα είχαν και το εξώφυλλο, υπήρχε όμως η πιθανότητα να κολλάνε ή να μην παίζουν καθόλου! Μπορούσες βέβαια να τα πάρεις και από δισκοπωλεία. Και εκεί παράνομα και οικονομικά…
– Τον καινούριο Βαρδή θα ήθελα να μου γράψετε.
– Κασέτα ή cd;
Όχι! Τα πειρατικά ήταν για τους άλλους, τον καινούριο Βαρδή τον προτιμούσα αυθεντικό, με το χάρτινο σκληρό εξώφυλλο. Και τον Αντώνη, και τον Γιάννη. Ο Αντώνης με το τσιγάρο στο χέρι στο «Ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις μου». Ο Αντώνης με τον μακρυμάλλη Γιάννη στο «Οικογενειακή υπόθεση», Ο Αντώνης αραχτός στον καναπέ με τα χαρτιά του, ο Γιάννης στους κόκκινους δρόμους της «Μοναξιάς».
Το καλοκαίρι, όταν κυκλοφόρησε η είδηση ότι μπήκε στο νοσοκομείο, ήμουν στον δρόμο της επιστροφής από τις καλοκαιρινές διακοπές. Ο φίλος που οδηγούσε θυμήθηκε ότι κάπου, καταχωνιασμένα στο ντουλάπι του συνοδηγού, ήταν και τα cd του Αντώνη Βαρδή! Είχαμε να τα ακούσουμε από την εφηβεία μας αλλά θυμόμασταν τα πάντα, δεν μας ξέφευγε στίχος! Άσε που τα αναγνωρίζαμε από την πρώτη νότα! Καλά λένε τελικά ότι σε εκείνες τις ηλικίες το μυαλό είναι σφουγγάρι!
Πόσα τραγούδια, πόσες επιτυχίες… Δικές του αλλά και με τις φωνές της Χαρούλας, του Πάριου, του Ρέμου, του Καζαντζίδη, της Πίτσας Παπαδοπούλου.
Θέλω να σε δω
μπορώ να συγχωρώ να σε δικαιολογώ
γιατί ακόμα σ’ αγαπάω
Δεν έχει σημασία τι μου βγαίνει,
εκείνος που πονά καταλαβαίνει.
Μη μιλάς, δεν είναι απαραίτητο,
μη μιλάς, θα φύγω σ’ ένα τέταρτο.
Στ’ αποτσίγαρα αφήνεις κοκκινάδι
κι όταν φεύγεις σαν ζητιάνος τα καπνίζω…
Και χαρμάνης για φιλί
μες στης νύχτας το κελί
το τσιγάρο το κομμένο ξαναρχίζω…
Είσαι το τσιγάρο που κρατώ
και να ανάψω σκέφτομαι
Είσαι η συνήθεια που μισώ
κι όλο επανέρχομαι
Στην Ελλάς του δυο χιλιάδες
γίναν όλοι βασιλιάδες,
λαϊκοί τραγουδιστάδες.
Στη δικιά μας κοινωνία
ζούσαμε άλλη αγωνία,
μην πας στη Γερμανία.
Έτσι ξαφνικά η νύχτα αυτή διαφέρει
Έτσι ξαφνικά μου `πιασες το χέρι
Κάπου κάπου να μου γράφεις και μια κάρτα,
το παρόν ποτέ δεν είναι αρκετό.
Πριν τελειώσουμε, τελειώνει η τηλεκάρτα,
δεν προφταίνω να σου πω πως σ’ αγαπώ.
Είσαι μια ροκ μπαλάντα
που θ’ αγαπώ για πάντα
χωρίς να ξέρω το γιατί.
Δε θα με ξεχάσεις,
θα ’μαι το τέλος σ’ ένα έργο που θα χάσεις,
Με τους αλήτες τους αλήτες που γυρνάς
Σαν την Ελλάδα μια ζωή με τυραννάς
Τώρα ο κόσμος και οι φωνές δε με τρομάζουν,
τώρα τα χέρια μου ένα σύνθημα χαράζουν,
φεύγω, τώρα φεύγω, φεύγω, τώρα φεύγω.
Αντώνη, θα μου λείψεις… πολύ!