Είναι γνωστό κι επιστημονικώς τεκμηριωμένο ότι ο άνθρωπος από αρχαιοτάτων χρόνων, στον αγώνα του να ξορκίσει το φάσμα της θνητότητας που επικρέματο πάνω του σαν απλήρωτος λογαριασμός της ΔΕΗ, αποζητούσε την τέρψη της λησμονιάς – ή, για να το θέσω κάπως πιο εκλεπτυσμένα, έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να γίνεται κουρούμπελο.
Στη Γένεση, λόγου χάρη, μαθαίνουμε την ιστορία του μπαρμπα-Νώε, τον οποίον ο Θεός επέλεξε ως ενάρετο άνθρωπο για να τον σώσει απ’ τον Κατακλυσμό (που πρέπει να’ ταν κάτι σαν μια τυπική μέρα στο Σιάτλ). Και τι κάνει ο Νώας με το που αράζει η κιβωτός στο Αραράτ; Ανακαλύπτει την άμπελο, γίνεται τούρνα, και την πετάει απ’ έξω σαν τον τελευταίο περιστερά. Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, την άμπελο την φυτεύει παρέα με τον Σατανά, ενώ μια τρίτη βερζιόν μας λέει ότι ο Νώε, άπαξ κι έγινε κόκκαλο, όχι μόνο έβγαλε στη φόρα τη λουκανίκα του, αλλά την άρπαξε κι άρχισε να κυνηγάει τις νύφες του να τις βατέψει.
Επίσης, όπως μου αφηγήθηκε πρόσφατα μια φίλη μου διαβασμένη και ουχί ανιστόρητη σαν εμένα, το ψωμί ανακαλύφθηκε κατά λάθος, ως παραπροϊόν της μπίρας. Όπου οι Μεσοποτάμιοι σου λέει, είχαν πάρει πρέφα ότι το κριθάρι δεν είναι μόνο για να το κολατσίζουν τα γουρούνια (ή, σύμφωνα με την μεσοποτάμια προφορά, γ’ρούνια), αλλά ότι έφκιανε κι ένα πράμα αφρισμένο, που το’ πινες και φτιαχνόσουν κι έβλεπες τη γυναίκα σου τη φακλάνα και την περνούσες για τη θεά Ιστάρ – άλλο που μετά σ’ έπιανε πρήξιμο, ρέψιμο και τσίσι. Κάποιος λοιπόν που’ χε χωθεί μες στη βαρέλα για να πιει τα κατακάθια ο λυσσάρης, είδε ότι στον πάτο το αγγείο είχε πιάσει ένα πράμα σκληρό, που άμα το’ κανες λίγο παπάρα τρωγόταν ωραιότατα. Έτσι ανακαλύφθηκε το παξιμάδι ως μεζές (για τη λακέρδα δε γνωρίζω). Τουτ’ έστιν, η ανθρωπότης πρώτα γύρεψε το μεθύσι και μετά το ψωμί.
Όλα αυτά φυσικά δεν τα λέω για να δικαιολογήσω την δική μου μακρά και τρικυμιώδη σχέση με το αλκοόλ. Ή, τώρα που το ξανασκέφτομαι, γι’ αυτό ακριβώς τα λέω. Διότι, άμα τα τσούζαν οι αρχαίοι, εμείς οι νέοι θα κωλώσουμε; Ποτές.
Ωστόσο έχω ακόμα μια δικαιολογία: ότι το πρώτο μου μεθύσι το’ κανα πριν καν γεννηθώ, τη νύχτα που ο καριόλης ο Εγκέλαδος επισκέφθηκε τη γενέτειρά μου τη Σαλονίκη…
Καθόντουσαν που λέτε οι γονείς μου, κι έβλεπαν αμέριμνοι ένα σίριαλ με τον Γιώργο Φούντα, όταν ξάφνου το πάτωμα και η πολυκατοικία ολάκερη άρχισε να τρέμει σαν εξαώροφο ντίλντο. Το ταβάνι σκίστηκε, το σύνθετο έπεσε και διαλύθηκε (ευτυχώς, γιατί δεν υπάρχει πιο απαίσιο πράμα απ’ το ελληνικό σύνθετο των 70’s), και η έρμη η μάνα μου, που έτρεμε τους σεισμούς, βρέθηκε φαρδιά-πλατιά στο πάτωμα – και ήταν και με την κοιλιά τούρλα η καψερή, και δεν ήξερε ότι εγώ μέσα γούσταρα όπως όταν άκουγε Boney M κι έριχνα τρελό ενδομήτριο χορό.
Η μετέπειτα τραγωδία που έπληξε την συμπρωτεύουσα, με τους κοντά 50 νεκρούς και τα αντίσκηνα στο Λευκό Πύργο είναι πράγματα γνωστά. Εκείνο ωστόσο που δεν είναι γνωστό είναι ότι εκείνο το επάρατο βράδυ, η μανούλα μου, που απ’ τη μέρα που συνέλαβε είχε κόψει το τσιγάρο και τα οινοπνευματώδη μαχαίρι, τη νύχτα του μεγάλου σεισμού, για να στανιάρει απ’ το σοκ, κατέβασε μισή μπουκάλα ουίσκι. Άρα το πρώτο μου ποτό (τα πρώτα πέντε-δέκα μη σου πω) τα’ πια με τον ομφάλιο λώρο καλαμάκι. Μπορεί αυτό να εξηγεί πολλά, μπορεί και τίποτα – εξάλλου, καίτοι μπεκρής ανίατος, το ουίσκι δε θέλω μήτε να το δω.
Το θέμα είναι ότι ο σπόρος του κακού είχε φυτευθεί, και σύντομα άρχισε να βλασταίνει. Καθ’ ότι, στο επόμενο σύνθετο που αγοράστηκε για το σαλόνι μας, (αμετανόητη ακαλαισθησία) μία απ’ τις βιτρίνες περιείχε διάφορα λικέρια, ανάμεσά τους κι ένα Eoliki μπανάνα. Εγώ δε, ως μπέμπης παχιός και φαγανός, τις μπανάνες τις λάτρευα πιότερο κι από μαϊμού λιμασμένη. Κι όπως είχα μάθει να περπατάω και να σκαλίζω και να κάνω ζημιές, ένα βράδυ που’ μεινα για πέντε λεπτά ανεπίβλεπτος, σκαρφάλωσα στο σύνθετο, άνοιξα τη βιτρίνα, άρπαξα το μπουκάλι που το’χα κιαλάρει ένεκα η μπανανίτσα στην ετικέτα, κι αποπειράθηκα να ξεβιδώσω το καπάκι. Κι όταν δεν τα κατάφερα, έτρεξα στην κουζίνα σκούζοντας: «Μαμά! Θέλω μπανάνα!» Στην πραγματικότητα μπάτσα ήθελα, αλλά η συχωρεμένη ήταν της σχολής του Σάμερχιλ, κι άφηνε το ατίθασο πνεύμα μου ατιμώρητο – γι’ αυτό και 30 χρόνια μετά με παρακολουθούν δύο ψυχίατροι –, οπότε όχι μόνο δε με μάλωσε, αλλά για να μην τη γανιάσω, άνοιξε το μπουκάλι, άφησε να στάξουν δυο-τρεις σταγόνες στο δάχτυλό της και μου το’ δωσε να το πιπιλήσω. Το αποτέλεσμα μπορείτε να το φανταστείτε: το ίδιο βράδυ η μάνα ξύπνησε αλαφιασμένη, νομίζοντας ότι μπήκε στο σπίτι ληστής βιτσιόζος και της γλείφει τον δείκτη – ενώ φυσικά ήμουν εγώ, και οι φρούδες ελπίδες μου ότι ο μητρικός δάκτυλος θα εξακολουθούσε να’ χει γεύση μπανάνας που καίει γλυκά-γλυκά στο λαιμό…
Λίγα χρόνια μετά, η διεύθυνση του δημοτικού σχολείου όπου φοιτούσα είχε την εμπνευσμένη ιδέα να πάει τα οκτάχρονα εκπαιδευτική εκδρομή στο ποτοποιείο που είχε ο πατέρας ενός μαθητή. Όπως ήταν επόμενο, μέχρι να ολοκληρωθεί η τσάρκα στο αποστακτήριο, οι μισοί μαθητές είχαν γίνει κουδούνια απ’ τις αναθυμιάσεις – ωστόσο, για να εμπεδώσουμε τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα της επίσκεψης, φεύγοντας ο καθείς μας πήρε από μερικά μπουκαλάκια με ηδύποτα, με την δια ροπάλου διευκρίνιση ότι προορίζονταν για τους γονείς μας. (Έδεσαν τον γάιδαρο στο μαρούλι, που’ λεγε κι ο παππούς μου). Μέχρι να μας γυρίσει το πούλμαν σπίτια μας, η συντριπτική πλειονότητα των πιτσιρικιών, που εννοείται ότι είχαν πιει τα ποτά μονορούφι, ξερνοβολούσε σαν τη Χάρυβδη με χανγκόβερ. Εκτός από ένα πιτσιρίκι, τροφαντό, ανθεκτικό, και εμβαπτισμένο στη μαρμίτα με το πιοτί, που αφού είχε πιει το Δούναβη χωρίς την παραμικρή παρενέργεια (αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι τραγουδούσα τον ‘Κυρ Αντώνη’ με στεντόρεια φωνή), πήγαινε από συμμαθητή σε συμμαθητή κι αποσπούσε τα άπιωτα μπουκαλάκια απ’ τα ημιαναίσθητα χέρια τους. Η υπόλοιπη μέρα έχει διαγραφεί πλήρως απ’ τη μνήμη μου, αλλά σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας μου εξακολούθησα να άδω μεγαλοφώνως όλο τον Χατζιδάκι που’ χα ακούσει απ’ την κούνια, μέχρι που ξαφνικά κατέρρευσα στη βελέντζα του δωματίου μου και ξεράθηκα για δώδεκα ώρες σερί.
Γύρω στα τέλη της Έκτης Δημοτικού διέπραξα την πρώτη μου απάτη με σκοπό το μεθύσι. Ο παππούς μου ο Πέτρος, βλέπετε, με λάτρευε, και κάθε φορά που πήγαινα επίσκεψη μόνο που δεν έστρωνε το κόκκινο χαλί. Και στο ψυγείο είχε πάντα ένα μπουκάλι με την αγαπημένη μου βυσσινάδα (αυτή που φτιάχνεται με σιρόπι και παγωμένο νερό), πλάι-πλάι μ’ ένα πανομοιότυπο μπουκάλι που περιείχε μαυροδάφνη. Κι επειδής εγώ σε ανύποπτο χρόνο είχα μάθει ότι η μαυροδάφνη ήταν γλυκό κρασί που’ μοιαζε ελαφρώς με τη μεταλαβιά (που επίσης λάτρευα – αν μ’ αφήναν μόνο με το δισκοπότηρο ήμουν ικανός να πιω το αίμα του Χριστού μέχρι να φτάσω στη θέωση), οπότε, εκμεταλλευόμενος αισχρά τον καταρράκτη του παππού, μια μέρα που’ χα πάει βίζιτο προετοιμασμένος (μ’ ένα μπουκάλι βυσσινάδα στη σχολική μου τσάντα), προσφέρθηκα να σερβιριστώ μόνος μου, άνοιξα το ψυγείο, έκανα την τράμπα, και μία ώρα – και μισό λίτρο μαυροδάφνη – μετά βρέθηκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας να απαγγέλλω τον ‘Βρυκόλακα’ του Βαλαωρίτη. Γιατί τον ‘Βρυκόλακα’, ποτέ δε θα μάθω. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μπαγαποντιά μου ήρθε στο φως, αλλά στο μεταξύ εγώ είχα πάλι χάσει το φως μου, ροχαλίζοντας μες στο αμάξι καθώς ο δόλιος πατέρας προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι δεν ήταν σωστό μωρό παιδί να γίνομαι πίτα, κι ότι αν περίμενα μερικά χρονάκια θα μπορούσα να πιω όσο τραβάει η ψυχή μου, αλλά ως υπεύθυνος ενήλιξ – λέμε τώρα.
Αλλά εγώ σιγά μην περίμενα έξι χρόνια. Στο εξάμηνο απάνω, καλεσμένος σ’ ένα πάρτι σε μια τρελή βλαχομπαρόκ έπαυλη στο Πανόραμα, τρύπωσα μαζί με δυο συμμαθητές μου στην οικογενειακή κάβα, βρήκαμε ένα βαρέλι με κάνουλα, και ήπιαμε μέχρι που ο ένας απ’ τους τρεις (όχι εγώ, φυσικά – εγώ προσπαθούσα απλώς ν’ ανοίξω ένα σκονισμένο μπουκάλι με φελλό χωρίς τιρμπουσόν [κουλοχέρης γαρ], κοπανώντας το λαιμό του μπουκαλιού στον τοίχο) νόμισε πως είδε στις σκιές τον Φρέντι Κρούγκερ και κόντεψε να μας μείνει στα χέρια. Για καλή μας τύχη, η φιλεύσπλαχνη οικιακή βοηθός που μας πέτυχε τη στιγμή που ανεβαίναμε τα σκαλιά αλαλάζοντας, δε μας κάρφωσε στους ιδιοκτήτες του Μεγάρου ‘Ενθάδε Κείται το Καλό Γούστο’, κι αφού περιδρομιάσαμε συνήλθαμε αρκετά ώστε να καμουφλάρουμε το μεθύσι μας ως κούραση και νύστα.
Τα δύο κεφαλαιώδη πιώματα που ακολούθησαν έλαβαν χώρα διαδοχικά στην Πρώτη και τη Δευτέρα Λυκείου, και είχαν ως αποτέλεσμα να απαρνηθώ διά παντός και μετά βδελυγμίας πρώτα την ρετσίνα και κατόπιν το ούζο. Απ’ το πρώτο μεθύσι συγκρατώ τον κολλητό μου να ξερνοβολάει σ’ ένα άδειο συντριβάνι στη Ναυαρίνου ενόσω εγώ, επιδεικνύοντας για ακόμη μια φορά την καλλιτεχνική μου φλέβα, χόρευα ολούθε ως άλλη Μάγια Πλισέτσκαγια τραγουδώντας φαλσέτο το ‘Hijo de la luna’, κι απ’ το δεύτερο θυμάμαι τον πατέρα μου να με κράζει ενώ εγώ προσπαθούσα για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο να διαβάσω τα Άπαντα του Βιζυηνού σε μιαν έκδοση Βίπερ με τις σελίδες να ξεκολλάνε και να μην μπορώ να βγάλω άκρη και κάθε τόσο να ρεύομαι και να νιώθω την κεφάλα μου να θολώνει απ’ το σιχαμένο το γλυκάνισο.
Κι έπειτα ήρθε η ηλικία της νόμιμης κρασοκατάνυξης, και πέρασα διαδοχικά από τουλάχιστον τριάντα διαφορετικά ποτά μέχρι να ανακαλύψω ότι το δηλητήριό μου – όπως τόσο εύστοχα λένε οι Αμερικάνοι – ήταν το τζιν-τόνικ. Κι άπαξ και το ανακάλυψα, ποιος είδε τον Θεό και δε φοβήθηκε… Κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ οι έρμοι οι γονείς μου – δεν είχαν βγει ακόμα και τα κινητά – περίμεναν τον άσωτο υιό να επιστρέψει όπως ο Αιγέας τον Θησέα. Και καθώς τω καιρώ εκείνω ζύγιζα ελαφρώς περισσότερο από δορυφόρο του Δία, είχα και μεγάλες αντοχές, που σήμαιναν ακόμη αγριότερα μεθύσια. Το μόνο που μ’ έκανε να τα περιορίσω κάπως ήταν η πρώτη μου τράκα (κατόπιν ολοήμερης ζυθοποσίας στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής), και τα πρώτα δέκα με δεκαπέντε κενά μνήμης, στη διάρκεια των οποίων συνέβησαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής ευτράπελα:
Δύο φορές επέστρεψα απ’ το κέντρο με ταξί για να μην αποδημήσω πρόωρα στο τιμόνι του Punto μου, και την επομένη το πρωί ξύπνησα και ήμουν στο τσακ να ειδοποιήσω την αστυνομία ότι μου κλέψανε τ’ αμάξι, μέχρι να θυμηθώ ότι το’ χα αφήσει παρκαρισμένο στο κέντρο, όξω απ’ το μπαρ, να μαζεύει κλήσεις.
Ένα βράδυ, επειδή η ώρα ήταν περασμένη και τα σουβλατζίδικα του Βαρδαρίου δεν έκαναν μεταμεσονύκτιο ντελίβερι, μπήκα στο αμάξι με τον κολλητό μου, και σε κατάσταση πλήρους αποχής απ’ την πραγματικότητα, τον τραβολόγησα στο αεροδρόμιο Μακεδονία, με την αιτιολογία (κρατηθείτε) ότι ήθελα να κατουρήσω. Όταν την επομένη μου αφηγήθηκε το περιστατικό, νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα – μέχρι που είδα την κλήση που’ χα φάει για παράνομο πάρκινγκ.
Τέλος, ένα ξημέρωμα σ’ ένα κωλάδικο στα Λαδάδικα ζήτησα απ’ τον ντιτζέι παραγγελιά τους ‘Μασάι’ της Κοκκίνου, στους ρυθμούς του οποίου λίκνισα την κορμάρα μου την πολυθρύλητη μέχρι που οι φίλοι μου με κουβαλήσαν έξω απ’ το μαγαζί σηκωτό – διότι στα καπάκια είχα ζητήσει το ‘Μωρό μου sorry’.
Και πέρασαν τα χρόνια, και κατέβηκα οικονομικός μετανάστης στην Αθήνα, όπου και γνώρισα την λατρεμένη μου κουμπάρα και τον αδελφικό μου φίλο, οίτινες τυγχάνουν αμφότεροι λάτρεις του τζιν-τόνικ. Το πόσες μπουκάλες Tanqueray έχουμε κατεβάσει παρέα είναι ζήτημα πιο δυσεπίλυτο κι απ’ την γενεσιουργό αιτία του Big Bang. Το ευτύχημα είναι ότι εν Αθήναις γνώρισα και το Κουτάβι, το φως της ζωής μου και φωτιά των λαγόνων μου, που είναι άνθρωπος συνετός, νηφάλιος και με αγριοφωνάρα όποτε χρειάζεται, και χάρη στις νουθεσίες του οποίου κατέβασα τη δόση μου από πέντε-έξι τζιν στα δύο, γλυτώνοντας έτσι από έτερες νεανικές ξεφτίλες (όπως ένα βράδυ που μου’ φυγε το παπούτσι έξω απ’ τον Άγιο Διονύσιο και δεν το’ βρισκα κι έφαγα τη Σκουφά κούτσα-κούτσα στο ένα πόδι διότι μαζί μου’ χε φύγει και η κάλτσα, ή μια χρονιά σε μιαν εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, καλεσμένος του αγαπημένου μου Γιώργου Χρονά, όπου απήγγειλα τρεκλίζοντας ένα σχεδόν πορνογραφικό ποίημα που’ χα σκαρώσει, ή τότε που θα με πατούσε ένα ή και περισσότερα αμάξια καθώς μετά από ένα φαγοπότι είχα πιεί ως ‘χωνευτικό’ – και καλά – εφτά Αμαρέτο μονοκοπανιά, κι αποφάσισα ότι μπορούσα να διασχίσω τη Βασιλίσσης Σοφίας χωρίς να ταλαιπωρούμαι με φανάρια και λοιπές φλωριές).
Τον σημερινό μου εαυτό ο πάλαι ποτέ μπεκρής Κορτώ μετά βίας θα τον αναγνώριζε. Όχι ότι έχω σταματήσει εντελώς τα θανατηφόρα μεθύσια – απλώς τα έχω αραιώσει, φυλάγοντάς τα για εξαιρετικές περιστάσεις όπως γενέθλια, γιορτές και γάμους (ευτυχώς έχω κάμποσους φίλους, οι μισοί εκ των οποίων πίνουν κι αυτοί σα νεροφίδες), και σε καθημερινή βάση πίνω συνήθως κόκκινο κρασί, ενίοτε σε γενναίες ποσότητες, και κατόπιν συμβουλής και των δύο μου τρελογιατρών, που μου’ χουν απαγορεύσει ρητά να κόψω τελείως το αλκοόλ (για να μη συμβεί αυτό που λέμε ‘είδε ο τρελός τον μεθυσμένο και φοβήθηκε’).
Κι αν λοιπόν κάποιο βράδυ, σεργιανίζοντας τα Εξάρχεια, ακούσετε έναν τύπο να αγορεύει – στο τσακίρ κέφι και να τραγουδά – μην είστε ακατάδεχτοι, κι ελάτε να μου πείτε μια καλησπέρα. Και μη φοβάστε για την τυχόν έκβαση της πρώτης μας γνωριμίας και της υπόλοιπης βραδιάς. Σας υπόσχομαι ότι ακόμα κι αν προβώ σε αίσχη ακατονόμαστα, την επομένη εγώ τουλάχιστον δε θα θυμάμαι τίποτε απολύτως.