Protagon A περίοδος

Γατάκια στην παραλία με μωρά και καφέδες

Γιατί «διαφημίζουμε» το πώς νιώθουμε σε γνωστούς και αγνώστους, ενίοτε μάλιστα ακόμα και τα σώψυχά μας, πράγματα που μας έχουν πονέσει; Αφού πρόκειται για «ιδιωτικές» στιγμές, όπως τις αποκαλούμε, γιατί τις δημοσιοποιούμε;

Λύο Καλοβυρνάς

Μπαίνεις στο facebook και βλέπεις τη μία μετά την άλλη φωτογραφίες από διακοπές, εξόδους, ταξίδια κι εκδρομές. Ύστερα βλέπεις άλλες αναρτήσεις, που γκρινιάζουν για τις φωτογραφίες από διακοπές, ταξίδια κτλ., του τύπου «αφήστε μας στον πόνο μας, μη μας τρίβετε στη μούρη πόσο καλά περνάτε». Στην ουσία, και οι μεν αναρτήσεις και οι δε είναι το ίδιο πράγμα: δηλώνουν στους άλλους το βίωμά μας, πόσο καλά ή κακά βιώνουμε το τώρα μας (ή το παρελθόν μας).

Γιατί το κάνουμε αυτό; Γιατί «διαφημίζουμε» το πώς νιώθουμε σε γνωστούς και αγνώστους, ενίοτε μάλιστα ακόμα και τα σώψυχά μας, πράγματα που μας έχουν πονέσει; Αφού πρόκειται για «ιδιωτικές» στιγμές, όπως τις αποκαλούμε, γιατί τις δημοσιοποιούμε;

Κατά τη γνώμη μου, ο λόγος είναι απλός και θεμελιώδης για την ψυχή του ανθρώπου: όλες και όλοι μας έχουμε μια βαθιά ανάγκη να μας βλέπουν. Να είμαστε ορατοί/ές στους άλλους. Να μας παρακολουθεί ένα βλέμμα. Δηλαδή, να έχουμε σημασία στα μάτια των άλλων, κάποιος να παρακολουθεί την πορεία μας. Αυτός ο κάποιος μπορεί να είναι ένα άτομο συγκεκριμένο –μια φίλη, ένας σύντροφος, μια συγγενής– αλλά μπορεί επίσης να είναι κάποιος γενικά – εκείνο το γενικό και αόριστο σύνολο που λέγονται «οι άλλοι».

Για να μην παρεξηγηθώ, όταν λέω ότι έχουμε ανάγκη να μας βλέπουν, να μας παρακολουθούν, δεν εννοώ ότι είμαστε ψώνια που θέλουμε να μας θαυμάζει όλος ο κόσμος (ενίοτε και αυτό, όμως είναι άλλο θέμα). Εννοώ ότι ο άνθρωπος έχει μια βαθιά ανάγκη να μη ζει μόνος του αυτό που ζει, γιατί μόνος του δεν υπάρχει. Το εγώ μου υπάρχει μόνο στον βαθμό που υπάρχει ένα εσύ. Το εγώ κατασκευάζεται μέσα από την επαφή με άλλα εσύ· αρχικά τα εσύ των σημαντικότερων ανθρώπων όσο μεγαλώνουμε (των γονιών μας) και αργότερα άλλων εσύ. Χωρίς «εσένα» δεν υπάρχω ούτε «εγώ».

Είχα διαβάσει κάποτε ότι οι άνθρωποι γερνάνε πραγματικά μόνο όταν παύει να τους παρακολουθεί ένα βλέμμα, όταν δηλαδή οι κοντινοί τους άνθρωποι (τα οικεία τους εσύ) χάνονται και κανείς δεν παρακολουθεί την καθημερινή τους πορεία. Το να μας παρακολουθεί το βλέμμα των άλλων είναι μια πηγαία ανάγκη, γιατί πολύ συχνά είναι μέσα από τα προσδοκώμενα βλέμματα των άλλων που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τη ζωή μας. Λόγου χάρη, το τάδε ταξίδι είναι σημαντικό όχι μόνο επειδή γουστάρω εγώ να πάω εκεί, αλλά επειδή στα μάτια των άλλων εκείνος ο προορισμός είναι ποθητός. Η ματιά τους επηρεάζει και τη δική μου. Δεν θα μπορούσε να γίνεται αλλιώς.

Κάποιες/οι από μας έχουμε σημαντικούς άλλους στη ζωή μας, οι οποίοι παρακολουθούν την πορεία μας κάθε μέρα. Τους λέμε τον πόνο μας και τις χαρές μας, μοιραζόμαστε το τι έχουμε ζήσει μαζί τους, την τετριμμένη καθημερινότητα. Χορταίνει, λοιπόν, η ψυχή μας γιατί κάποιος μας βλέπει. Άλλοι/ες στερούνται ή έχουν στερηθεί αυτό το ενεργητικό βλέμμα των άλλων και η ανάγκη τους είναι σαν πίθος των Δαναΐδων – δεν γεμίζει ποτέ.

Συνεπώς, είτε αναρτούμε φωτογραφίες από την κάθε παραλία που πάμε και τον κάθε καφέ που πίνουμε είτε το τάδε ενδιαφέρον (για μας) άρθρο που διαβάσαμε ή το τάδε χαριτωμένο (για μας) βιντεάκι που είδαμε, είτε απλώς γκρινιάζουμε για τα γατάκια, τα μωράκια και τους καφέδες των άλλων, κάνουμε το ίδιο πράγμα: συντροφεύουμε το εγώ μας. Εκεί βασίζεται η επιτυχία του FB.