Protagon A περίοδος

Γ. Χρονάς: «Η δημόσια εικόνα μας δεν υπάρχει»

Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς σε μια άτακτη συνέντευξη υπενθυμίζει τα ουσιώδη της ζωής μας. Γυναίκες κι άντρες. Πάθη κι εξαρτήσεις. Συγκατοίκηση κι έρωτα...

Λίνα Παπαδάκη

Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς σε μια άτακτη συνέντευξη υπενθυμίζει τα ουσιώδη της ζωής μας. Γυναίκες κι άντρες. Πάθη κι εξαρτήσεις. Συγκατοίκηση κι έρωτα. Και μιλά για τα αναγκαία. Τις εκλογές, τις λέξεις, τον Καβάφη και το Σάββατο.

Η γυναίκα της Πάτρας, η Σεβάς Χανούμ. Τι αναζητάμε στις αληθινές ιστορίες; Γιατί μας αρέσει να παρακολουθούμε τις ζωές παθιασμένων γυναικών;
Από το 1979 που εξέδωσα την ποιητική μου συλλογή Τα μαύρα τακούνια – (σοφόκλειο σχήμα), το μέρος αντί του όλου –, έδειξα ότι με ενδιαφέρουν οι γυναίκες που δεν ξέρουν να μετρούν μέχρι το δέκα – γιατί εξακολουθούν να μας διευθύνουν μορφωμένοι που δεν κάνουν τίποτα. Παραμένουν τα αίσχη. Το ίδιο και τα αγόρια μου, στην ίδια συλλογή μου, στο δεύτερο μέρος, τα εμφανίζω υπό τον τίτλο – Το μπαρ J. S. Bach, – που είχα πει στο Νίκο Γκάτσο, ότι μόνο ο τίτλος αξίζει 1.000.000 δολάρια! Και χαμογέλασε.

Η Σεβάς Χανούμ – τραγουδίστρια, θιασώτης, του χασίς και του όπιου – γράφει ο δημοσιογράφος – γνώστης Δ. Ν. Μανιάτης. Η γυναίκα της Πάτρας, η φτωχιά πόρνη, μεγάλη σαν τον Ηράκλειτο, που θεολογεί,  θυμάται, φιλοσοφεί, συνδιαλέγονται με την Εκάβη, με την Κασσάνδρα, του Ευριπίδη, τις ηρωίδες του Τένεση Ουίλιαμς.

Η αλήθεια αυτών των γυναικών με έκανε να τις λατρέψω. Η ζωή πέρα από τα όρια, η αφοσίωση σε μια τέχνη, τραγουδιού ή έρωτος, με έκανε να τις παρακολουθήσω. Μέχρι το τέλος.

Τώρα που πια δεν καταναλώνουμε και μένουμε απαθείς, τι σκεφτόμαστε;
Ότι μπορούμε να ζήσουμε και μ’ αυτά που έχουμε. Και πρέπει να μας φτάνουν. Δυστυχώς. Ή να γυρίσουμε στη γη για να την καλλιεργήσουμε – αντέχουμε.
Να ερωτευθούμε, να συγκατοικήσουμε, να μοιράσουμε τα έξοδα με κάποιον άλλον άνθρωπο. Που γνωριστήκαμε. Επιτέλους.

Ο σοφός λαός ποιο μεγάλο του λάθος να αποφύγει;
Να πιστεύει ότι είναι σοφός, ενώ φλυαρεί και κάνει τα ίδια λάθη.

Στις εκλογές θα ψηφίσετε;
Ψηφίζω πάντα. Πάω πρωί-πρωί για να μην έχει ουρά. Έμαθα με το ευρώ και έπαθα με τα φρικτά λάθη του παρελθόντος της χώρας μας, που ελπίζω, πάντα, να διορθωθούν. Επειγόντως.

Διδότου η βάση σας. Ζείτε και εργάζεστε στο κέντρο της πόλης. Θα το εγκαταλείψετε;
Δεν θα το εγκαταλείψω το κέντρο. Μακάρι πάνω από το βιβλιοπωλείο, στη Διδότου 39, να είχα το σπίτι μου.

«Σάββατο στην Αθήνα». Ποιες είναι οι κρυφές της χάρες που πρέπει να βρούμε και να αναδείξουμε.
Το Σάββατο είναι ιερό για μένα. Δουλεύω στο βιβλιοπωλείο, 9-3, και περνούν όσοι με σκέπτονται και μιλάμε. Λίγο πριν τους δείχνω τα νέα βιβλία μας.
Το Σάββατο στην Ελευθεροτυπία, είχα την Βιβλιοθήκη-Καταφύγιο θηραμάτων. Όπου  με εκλεκτούς συνεργάτες αλλάξαμε τα δεδομένα του βιβλίου στην Ελλάδα. Και στον Κόσμο. Έτσι μας λένε. Την ίδια ώρα, υπάρχουν έξω κρυφές χαρές, απλές, που μια βόλτα να κάνουμε στην πόλη μπορεί να τις συναντήσουμε. Καφενεία να διαβάσουμε.

Διεθνές βραβείο Καβάφη. Πότε πρωτοδιαβάζετε ποιήματά του;
Ναι τιμήθηκα φέτος, με το βραβείο αυτό, για το ποιητικό μου έργο. Είναι μεγάλη τιμή για μένα. Η μεγαλύτερη. Πήγα στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Διάβασα στο σπίτι του, ένα ποίημά του, Η αρρώστια του Κλείτου και το αφιέρωσα στον πεθαμένο φίλο μου, το ζωγράφο Δημήτρη Λαλέτα, που δουλέψαμε 20 χρόνια μαζί στο περιοδικό και στις Εκδόσεις Οδός Πανός, και στις Εκδόσεις Σιγαρέτα κι ήταν για μένα ένας Χριστός – ο τέλειος άνθρωπος – που λέει ο Πλάτων, ότι κάπου υπάρχει για μας και πρέπει να τον ψάξουμε να τον βρούμε. Τον πρωτογνώρισα, τον Καβάφη, στην τετάρτη γυμνασίου – Α λυκείου σήμερα, ο καθηγητής μας, ο κύριος Σοφιανός μας διάβασε τα κλασικά του – Ιθάκη, Θερμοπύλες – γιατί δεν είχαμε τον ποιητή στα σχολικά μας βιβλία. Στα 19 μου, όταν τον διάβασα, είπα, αυτός ζει σαν εμένα. 

«Ανήκω στους διανοούμενους που έχουν φτωχό λεξιλόγιο», έχετε πει. Θεωρείτε τυχαίο ότι οι κατά πολλούς μεγαλύτεροί μας ποιητές, Σολωμός, Κάλβος και Καβάφης δεν είχαν ως κύρια γλώσσα τους τα ελληνικά, άρα πιθανότατα οι λέξεις που θα διέθεταν στη άλλη τους γλώσσα θα ήταν περισσότερες; Εσείς ποιες λέξεις χρησιμοποιείτε συχνότερα;
Μπορεί. Μ’ ενδιαφέρει η δυσκολία. Το ελάχιστο που είναι το άπαν. Λατρεύω το μηδέν. Αγαπημένες μου λέξεις: βροχή, θάνατος, φιλία, WC, τακούνια, αρραβώνας, κουμπιά, δέντρα, αστέρια, νύχτα, Σάββατο, στρατιώτης…

«Ο ποιητής των μικρών στιγμών και των εξαιρετικών αισθημάτων». Για σας έχει γραφτεί ο χαρακτηρισμός. Πόσες τέτοιες στιγμές έχουμε σήμερα; Χωράνε στην ζωή μας τα εξαιρετικά;
Οι μικρές στιγμές μας είναι, νομίζω, λουσμένες με ένα δικό τους φως. Η δημόσια εικόνα μας δεν υπάρχει. Εκεί συνυπάρχουν η χαρά, η λύπη, η αρρώστια, η υγεία, ο έρως, ο θάνατος. Η σιωπή και το ταξίδι μέσα μας, ο θόρυβος της πόλης καταλαγιάζει. Είναι η πιο αληθινή στιγμή μας. Εδώ γινόμαστε καλύτεροι, πιο άξιοι. Δεν ξέρουμε τις λέξεις καταστροφή, βάνδαλος, κάθαρμα, κακοποιός.

Και στο περιοδικό και στη «Βιβλιοθήκη» στηρίζατε πολύ τους νέους δημιουργούς, έχετε ξεχωρίσει κάποιους που σας δικαίωσαν; Πώς καταφέρατε να διώξετε τον κομπλεξισμό του φτασμένου που συχνά φρενάρει το μέλλον των νέων.
Δεν ανήκω στους διανοούμενους που μιλούν με το στραγάλι στο στόμα. Ούτε είμαι κομπλεξικός για να εμποδίσω τα νέα πρόσωπα να εμφανιστούν. Και στο περιοδικό μου Οδός Πανός και στην «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, παρουσιάζω νέους ανθρώπους που αγαπούν την τέχνη και πολεμούν με λέξεις, σχέδια, εικόνες. Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε – στην Ελλάδα. Θυμηθείτε πως ο Φιλίπ Γκλας, προτού γίνει διάσημος συνθέτης, ήταν ταξιτζής. Ο Χατζιδάκις δούλεψε εργάτης στου Φιξ. Η οργή του είναι από κει. Δηλαδή, γεμάτη δύναμη. Δεκάδες έχουν ξεκινήσει από αυτό το περιοδικό ή τις εκδόσεις μας. Αναφέρω μερικούς: Ζυράννα Ζατέλη, Νίκος Ξυδάκης, Γιώργος Ορφανός, Χάρης Μεγαλυνός, Ερρίκος Σοφράς, Γιώργος Πανόπουλος, Παύλος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Μπούρας, Βασίλης Ζηλάκος, Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, Νίκος Φιλντίσης, …