Τώρα ξεβοτανίζεις τον βίο σου, ξεκωλώνεις αγριάδες, τσουκνίδες και αγκάθια. Κλωτσάς παρόν, μέλλον και συμφέρον. Στύβεις τη λεμονάδα σου.
Σπάζεις οριστικά τα δεσμά σου, απομακρύνεσαι ακόμα περισσότερο από τους πνιγμένους που λατρεύεις και αγαπάς, το έπαθες, το έμαθες.
Το γνωρίζεις, το ξέρεις, θα τρέξεις πρώτος και μόνος, το θέμα είναι να μην προλαβαίνεις, να είναι τα χιλιόμετρα πολλά. Να παρεμβάλλονται βουνά. Τα εμπόδια.
Αν προλαβαίνεις θα πας, θα πας μαζί τους στο βυθό, είναι βαθιά θάλασσα το αίμα.
Καλύτερα σαν τη Βουλγάρα μουσουλμάνα στο έρημο χριστιανικό χωριό, να ανάβεις τα καντήλια στα μνήματα των ξένων. Το χρέος του το ξεπληρώνει κανείς σωστότερα έτσι.
Μην ανησυχείς τόσο πολύ για σένα, στον Θεό αρέσουν τα αστεία και τα βράδια γράφει κωμωδίες, άσχετα αν εμείς τις ζούμε και τις παίζουμε σαν τραγωδίες.
Παντού, οπουδήποτε ο κόσμος είναι γεμάτος από ιστορίες και παράξενα συμβάντα που περιμένουν να βρεθεί κάποιος να τα αφηγηθεί, το μόνο που χρειάζεται είναι να είσαι πιστός στην ιστορία, να αποφεύγεις τα περιττά και τότε θα έρθει να μιλήσει η σιωπή, θα ακουστεί η φωνή της.
Πιάσε τη ζωή σου με τα δόντια από το σβέρκο, μάτωσέ την, πάρε την ευχή της και άφησέ την ελεύθερη. Προσπέρασε το σημείο της, το ταλάντεμα, το μπρος πίσω, άλλαξε ρυθμό, γίνε άλλος.
Φύγε μακριά της.