Οι καλοκαιρινές διακοπές, όπως και κάθε εθιμική ανάπαυλα, κουβαλούν μια δόση ψυχαναγκασμού: με τον ίδιο τρόπο που τα Χριστούγεννα, βουτηγμένοι έκοντες άκοντες στην ατμόσφαιρα εορτινού υπερκαταναλωτισμού και ό,τι αυτή περιλαμβάνει (στολισμούς, εποχιακά είδη, ζαχαρωμένα κάλαντα και υποχρεωτικές οικογενειακές μαζώξεις) πολλοί άνθρωποι κυριεύονται από απελπισία – ή και από κλινική κατάθλιψη – διότι απλώς δεν θέλουν να συμμετέχουν σ' όλον αυτόν τον επιβεβλημένο, μανιακά κεφάτο αναβρασμό, έτσι και το καλοκαιράκι, όση κούραση κι αν έχει αφήσει στο κατόπι του ο χειμώνας, εκτός από τα στίφη των επίδοξων παραθεριστών που έχουν ονειρώξεις και μόνο με τη σκέψη της παραλίας, υπάρχουν και οι άλλοι, οι «παράξενοι», που αντικρίζουν την έρημο των πυρωμένων καλοκαιρινών μηνών με τρόμο.
Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί και ποικίλοι, και να φαντάζουν τελείως ασύμβατοι με τον ψυχισμό του Έλληνα – που από παιδάκι μαθαίνει ότι το θέρος είναι συνώνυμο με τις πολυήμερες παραθαλάσσιες διακοπές – ωστόσο, καθώς μοιράζομαι αρκετούς εξ αυτών, αναφέρω ενδεικτικά:
Τον βραχνά της οποιασδήποτε παράδοσης, ιδίως όταν αυτή επιβάλλει τη σύσφιξη των οικογενειακών σχέσεων λόγω της ανάγκης συμβίωσης σ' έναν πολύ μικρότερο χώρο, και μια καθημερινή ρουτίνα όπου τα προϋπάρχοντα προβλήματα, οι εντάσεις, οι κόντρες και τα πάσης φύσεως θέματα που καθιστούν πολλές φαμίλιες πηγές δυσλειτουργίας, γιγαντώνονται σε απειλητικό βαθμό.
Την αγγαρεία της θάλασσας. Ναι, καλοί μου φίλοι, είμαστε κι εμείς που θέλουμε είκοσι λεπτά να μπούμε στη θάλασσα εάν δεν είναι ζεστή σαν τσίσι, εικοσάλεπτο που περνάμε στα ρηχά, με το νερό ως τα σκέλια για να μη φαίνεται ότι καθώς περιμένουμε να το πάρουμε απόφαση και να βουτήξουμε ρίχνουμε κι ένα κατούρημα, σμίγοντας κατηφείς τα βλέφαρα κόντρα στην αντηλιά καθώς οι φίλοι μας καλούν απ’ τα βαθιά, άτρωτοι στο κρύο. Εμείς με τα ευαίσθητα πατουσάκια, που σε παραλίες με υπερβολικά καυτή αμμουδιά ή βότσαλα και σε βραχώδεις θάλασσες υποφέρουμε, και καταλήγουμε να μπαίνουμε με τα σανδάλια σαν συνταξιούχες θείες απ’ τη Φλόριντα, που μας διαολίζει η άμμος που κολλάει παντού, και που γενικώς άμα μας δώσεις μια πισίνα (και μια γούρνα μη σου πω) βολευόμαστε μια χαρά κι από μέσα μας λέμε «Πού να τρέχω τώρα μες στο λιοπύρι, μια χαρά πλατσουρίζω κι εδώ…».
Το τσιμεντένιο τσουκάλι του λεκανοπέδιου, όπου, εξαιτίας της οικονομικής αστάθειας, οι περισσότεροι από μας είμαστε υποχρεωμένοι να περνάμε όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι, και το οποίο, με το που η θερμοκρασία ανεβαίνει πάνω απ’ τους 35 βαθμούς πυρακτώνεται, κι είσαι ολημερίς κι ολονυχτίς αγκαλιά με το ερκοντίσιον (που με δυο-τρία πακέτα την ημέρα σου κάνει μιαν ατμόσφαιρα χάρμα, σαν να δίνεις γλωσσόφιλο σε εξάτμιση νταλίκας), και βγαίνεις για ποτό 2 η ώρα το βράδυ να πάνε κάτω τα φαρμάκια και βράζει το πεζοδρόμιο και τρέχει από πάνω σου το δρωτάρι όπως η καύλα απ’ τον Κλάιβ Όουεν, και γενικώς χέσε μέσα κατάσταση, που λες αμάν να έρθει ο ευλογημένος ο χειμώνας κι ας πρέπει να γυρνάω μες στο σπίτι με τη λεοντή επειδής λεφτά για αέριο γιοκ.
Η ατέλειωτη ηλιοφάνεια. Διότι άμαν είσαι μπεκρής με ταυτότητα, περιμένεις πώς και τι να πάει 5 το απόγευμα, και 5:01 έχεις ήδη βάλει το πρώτο κρασί, αλλά θες, ρε παιδί μου, να 'χει σκοτεινιάσει πρώτα, να 'χεις άλλοθι, και το ρημαδοκαλόκαιρο στο Ελλάντα δε σκοτεινιάζει ποτές, και το να πλακώνεσαι στα ξίδια ενώ έξω έχει ντάλα ήλιο σε κάνει να αισθάνεσαι αλκοόλα ξοφλημένη, σαν τον Εγγλέζο απ’ τα Μίντλαντς που με το που έρχεται happy hour βάζει επιτόπου καθετήρα, να μην τον φάνε τα πήγαινε-έλα στον απόπατο της παμπ με τις μπίρες που θα κατεβάσει.
Αλλά ίσως ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο πολλοί δυσανασχετούν και μόνο στην ιδέα του καλοκαιριού είναι η επιβαλλόμενη δημιουργία αναμνήσεων, η ανομολόγητη πλην ανίκητη πρεμούρα να αποτυπώσεις μοναδικές στιγμές κι αξέχαστες εμπειρίες, σαν φωνή που σου τρυπάει το μυαλό λέγοντας «Και τώρα πρέπει να φτιάξουμε ωραίες καλοκαιρινές αναμνήσεις, με την αγία ελληνική οικογένεια να περνάει υπέροχα και να χορταίνει ήλιο και αρμύρα και να χαμογελάει στις φωτογραφίες και να χτίζει πυργάκια στην άμμο και να τρώει καλαμαράκια κατεψυγμένα σαν τηγανητές καπότες και γενικώς να ξεχειλίζει από ευτυχία και ομόνοια ώσπου να σου 'ρχεται να ουρλιάξεις γιατί δεν αντέχεις πια την τόση καλοπέραση».
Βεβαίως πρόκειται για αδυναμία ανθρώπινη, και καθ' όλα κατανοητή. Καθώς (ίσως) είμαστε το μοναδικό είδος ζώου που, έχοντας συναίσθηση της θνητότητάς του, μπορεί να προβάλλει την εικόνα του εαυτού του στο μέλλον, από μικροί μαθαίνουμε να μεριμνούμε για τις ανάγκες της μελλοντικής μας αυτής εκδοχής, ανάμεσα στις οποίες, ιδίως όσο τα χρόνια περνούν και η επιστροφή στην ανυπαρξία κοντοζυγώνει, την πρωτοκαθεδρία έχει η αφθονία αναμνήσεων, το νοερό άλμπουμ που φυλλομετράς και ταξιδεύεις στο ηδονικό – έστω κι ωραιοποιημένο – παρελθόν. «Οι αναμνήσεις της νιότης είναι το μπαστούνι των γηρατειών», θυμάμαι να διαβάζω μικρός σε κάποιο βιβλίο με γνωμικά, κι αυτό που συγκρατώ είναι ο πανικός μου, καθώς, σαν παιδί προβληματικής οικογένειας με καυγάδες, φωνές και υστερίες (που το καλοκαίρι κλιμακώνονταν επικίνδυνα) βρισκόμουν ξάφνου αντιμέτωπος μ' ένα μέλλον όπου όχι μόνο θα χρειαζόμουν μπαστούνι για να περπατήσω, αλλά το μπαστούνι αυτό θα 'πρεπε να 'ναι φτιαγμένο από την αναπόληση ευτυχισμένων στιγμών που εκείνη τη στιγμή φάνταζαν λειψές, μισερές κι ανεπαρκείς.
Ωστόσο, ο εγκέφαλός μας είναι έτσι κατασκευασμένος ώστε συχνά μας αιφνιδιάζει με τους συνειρμούς και τις εκλάμψεις του. Κι ενώ υπάρχει η ανάμνηση-υπερθέαμα, όπου πλήθος από ευτυχείς συγκυρίες συνθέτουν μια στιγμή που ξέρεις ότι θα σου μείνει αλησμόνητη ενόσω ακόμα τη ζεις – κάτι σαν επιφοίτηση ευτυχίας – υπάρχει και η άλλη, η ύπουλη ανάμνηση, που γλιστρά και τρυπώνει στις αύλακες του νου χωρίς να το πάρεις χαμπάρι, μεταμφιεσμένη συχνά σε μιαν απ’ τις αμέτρητες στιγμές της καθημερινής ρουτίνας.
Ένα προσωπικό παράδειγμα
Παρίσι, χειμώνας του 2007. Το Κουτάβι κι εγώ, βολτάροντας στο Quartier latin, πέφτουμε θύματα ξαφνικής νεροποντής, και για να μη γίνουμε παπιά καταφεύγουμε τρέχοντας σε υπόστεγο καφέ στην Place de la Sorbonne. Και πάνω που έχουν έρθει οι καφέδες, μια δεκάδα μουσικών, αψηφώντας την παγωνιά και τη βροχή, εμφανίζονται απ’ το πουθενά, στήνουν τα αναλόγια και χορδίζουν τα έγχορδά τους, κι αρχίζουν να παίζουν, με μαεστρία μαγευτική, τον «Κανόνα» του Πάχελμπελ – και μονομιάς η βροχή σταματά, λες και οι ίδιοι οι ουρανοί εξευμενίστηκαν απ’ την τόσην ομορφιά, κι ένας μεγαλόπρεπος ήλιος λούζει με το χρυσάφι του τη μουσκεμένη πλατεία. Πρόκειται για μιαν απ’ τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου, παρ' ότι την είχα αναγνωρίσει ως τέτοια απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο, καθώς μιλάμε για ανάμνηση-λαχείο, σκηνοθετημένη θαρρείς από κάποια ανώτερη δύναμη με αδυναμία στα ερωτευμένα ζευγαράκια.
Μα είναι και μια άλλη παρισινή θύμηση, πιο πρόσφατη, που χαράχτηκε ασυναίσθητα στις χρυσές σελίδες της μνήμης και που τώρα τελευταία με επισκέπτεται όλο και πιο συχνά.
Απρίλης του 2013 λοιπόν, κι έπειτα από αιματηρές οικονομίες μηνών, καταφέρνουμε να το σκάσουμε για πέντε μερούλες στην Πόλη του Φωτός, μουσαφίρηδες της μονάκριβης φίλης Μάντιας στο ονειρεμένο της σπίτι στο Μαραί. Έχω ξυπνήσει πολύ πρωί, έχω ανοίξει διάπλατα τα παράθυρα, κι αραχτός στον καναπέ ρουφάω λιακάδα και καφέ, καπνίζοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και ξεκοκαλίζοντας ένα τούβλο με άπαντα τα διηγήματα του λατρεμένου μου Ναμπόκοφ. Και ξάφνου, σ' αυτή τη στιγμή χαλάρωσης, στη γλυκιά ανατριχίλα της σωματικής και ψυχικής ηδονής, προστίθεται ένας γνώριμος ήχος απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας: ο απαλός σαν του μωρού ανασασμός του Κουταβιού που κοιμάται βαθιά, κουκουλωμένο ως το κεφάλι με το πάπλωμα. Και μονολογώ, σαν χαρακτήρας προχειρογραμμένου ρομάντζου, «Ώστε αυτό είναι που λένε απόλυτη ευτυχία».
Κι όχι ότι δεν την είχα ξαναζήσει πλάι στο ταίρι μου, ούτε που εξέλειψε έκτοτε – και είμαι πεπεισμένος ότι και το μέλλον θα περιέχει πλήθος από τέτοιες στιγμές, σαν νάρκες ανάτασης ή θερμάστρες της πάντα ανασφαλούς μου καρδιάς. Όμως το απρογραμμάτιστο μεγαλείο εκείνου του πρωινού στο Μαραί στέκει θαρρείς πιο λαμπερό απ’ την υπερπαραγωγή της Place de la Sorbonne, κι ας είχε για μόνη υπόκρουση την κοιμισμένη αναπνοή του καλού μου – άλλωστε, δεν υπάρχει πιο ωραία μουσική στον κόσμο.
Οπότε, μανάρια τρυφερά και μετέωρα, χωρίς την παραμικρή διάθεση θωπείας αυτιών ή παρηγοριάς στον άρρωστο, σας λέω να μην το βάζετε κάτω επειδή, για χίλιους δυο λόγους, δεν μπορείτε ή δε γουστάρετε να παραθερίσετε φέτος.
Διότι ο φωτογραφικός φακός της ψυχής δεν σταματά ποτέ να τραβά, κι έχει φιλμ ίσαμε δέκα έτη φωτός – κι εκεί που αναζητάς με αγωνία την τέλεια ανάμνηση, ή προσπαθείς να τη σκηνοθετήσεις για να την έχεις καβάντζα στα ζόρια τα μελλοντικά, τσουπ, να σου ξεπετιέται ανυποψίαστη η μικρή και ταπεινή ανάμνηση που ωστόσο είναι σαν το δισκοπότηρο στο τρίτο Ιντιάνα Τζόουνς, όπου το αληθινό σκεύος στο οποίο ο Τζίζας έπινε τα smoothies του δεν ήταν η μπαροκαρία με τα μαλάματα και τις κοτρώνες, αλλά το ξύλινο το κύπελο που το βλέπεις και το περιφρονάς, και λες, τι είν' αυτό, ζαριέρα για μπαρμπούτι;
Βαθιές ανάσες, λοιπόν. Καλοκαίρι είναι, θα περάσει. Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μπορεί να είναι αναπάντεχα υπέροχο, και ν' αφήσει στο διάβα του υλικό ανώτερο κι από οχτακόσιες πόζες Instagram στην πιο ονειρική παραλία του κόσμου…