Θυμώνω που δεν ακούει πολύ καλά πια. Μετά θυμώνω που θυμώνω. Κλείνω το τηλέφωνο και νιώθω ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο. Προσπαθεί, πολύ. Θέλει να ακούσει να καταλάβει, να μη μου τρώει τον χρόνο, να μη νευριάσω που φωνάζω και επαναλαμβάνω τα πάντα πέντε φορές, γιατί έχω κι εγώ τα τρεχάματά μου. Να μη μου τρώει τον χρόνο εκείνος που μου χάρισε όλον τον χρόνο. Να μπει σε δεύτερη μοίρα, πίσω από τα «τρεχάματά» μου. Του πολυάσχολου, που πιστεύει πως υπάρχει κάτι πολύ σημαντικότερο -και άπειρος χρόνος- από το να πει όσες κουβέντες μπορεί ακόμη με τον ογδοντάχρονο πατέρα του. Που κάποτε θα γράψει ένα εξόχως συναισθηματικό και ενοχικό κείμενο για το πόσα δεν πρόλαβε να πει στον πατέρα του και από κάτω θα μετράει like αντί να μετράει μούντζες. Και κάποιοι θα προσπαθούν να τον παρηγορήσουν κιόλας αντί να του πουν την αλήθεια πως είναι ένα ανθρωπάκι που γράφει μεγάλα λόγια.
Γυρίζει πίσω στην κούνια του, μέρα με τη μέρα. Μικραίνει, κοιτάζει γύρω του με απορία. Ένα κανονικό μωρό. Χρωστάω παραμύθια, νανουρίσματα, χάδια, ξενύχτια και ξεπληρώνω με νεύρα και βιασύνες. Με «δουλειές». Προσπαθούσε τρεις μέρες να βγάλει γραμμή στον ΕΟΠΥΥ. Κατάφερε να κλείσει ραντεβού για τα μάτια του -που κουράστηκαν και τελειώνουν κι αυτά- μετά από τρεις μήνες. Και δεν είπε κουβέντα, και το έμαθα τυχαία. Για να μη με φορτώνει με τα δικά του. Ποια δικά του; Ποια είναι πιο δικά μου;
Κάθε μέρα χιλιάδες άνθρωποι αυτής της ηλικίας ψάχνουν με σαλιωμένα δάχτυλα να μαζέψουν από το πάτωμα ένα ψιχουλάκι κρατικής μέριμνας, ένα χαδάκι Δημόσιας Υγείας. Αμίλητοι Τραυματισμένοι, με την εκτέλεση μιας απόφασης στα χέρια, να μην μπορούν να την καταλάβουν. Ο κόσμος έχει ξαναγίνει καινούργιος και άγνωστος στα μάτια τους. Και εχθρικός. Τον «νίκησαν» μια φορά στη ζωή τους, τώρα επιστρέφουν στην αφετηρία, αλλά δίχως χρόνο.
Όμως κανένα μνημόνιο δεν φταίει που δεν μιλάμε πια, που περνάω από το σπίτι transit, σαν βατράχι που πατάει σε ένα νούφαρο για να πηδήξει στο άλλο. Την έχω την έγνοια. Η οποία όμως έχει και μία ιδιοτέλεια. Να μάθω πέντε πράγματα όσο ακόμα μπορώ. Προσωπικές πληροφορίες. Μόλις πριν δύο χρόνια ρώτησα σε ποιο μαιευτήριο γεννήθηκα! Σε μία κλινική στην Γ΄ Σεπτεμβρίου. Υπάρχει άνθρωπος που το μαθαίνει αυτό στα σαράντα φεύγα του;
-Νωρίς μας ρώτησες!
-Ναι, με ρώτησε η δασκάλα μου, γι΄ αυτό…
Κάθεται στον καναπέ σαν να ενοχλεί, σαν να περισσεύει. Σαν «συγγνώμη που ζω ακόμα». Δεν είναι καινούργιο αυτό, πάντα έτσι ήταν. Κάτι ρέστα από τη σύνταξη, στον κουμπαρά της εγγονής, και ξέρω πως λυσσάει να προλάβει να τη δει να μεγαλώνει, γι' αυτό και εσχάτως έχει ζωηρέψει. Άργησα κι εγώ. Τέλος πάντων. Οι μεγάλες, όμορφες λέξεις δεν έχουν ειπωθεί μεταξύ μας. Είναι εκεί, ολοζώντανες, αλλά δεν έχουν ακουστεί. Πίστευα πως ανάμεσα σε τόσο δυνατές σχέσεις, οι λέξεις δεν χρειάζονται. Λάθος! Όλοι έχουν ανάγκη να τις ακούσουν. Πρέπει να ειπώνονται. Τέλος. Οι λέξεις δεν είναι αέρας, είναι σώματα. Με χεράκια, μαλλάκια, ματάκια, απ’ όλα.
Και τώρα τι να κάνω; Να του πω σ’ αγαπώ και να μου πει πως δεν ακούει, και να δυναμώνω συνέχεια τη φωνή μέχρι να φτάσω να ουρλιάζω «σ΄ αγαπάω!» σαν να το φωνάζω στην Άννα Καρένινα πριν πέσει στις γραμμές του τρένου;
Έχω δύο μωρά. Και μια καρδιά χάρισμά τους ανά πάσα στιγμή. Άλλοι έχουν περισσότερα. Ομορφότερα, εξυπνότερα, ικανότερα…
Τα δικά μου είναι τα καλύτερα.
Υ.Γ.: Διαβάζω ένα απόσπασμα από την «Πρόβα» του Γιάννη Βαρβέρη
«… Ζούμε καλά
σ’ αυτό το απόμερο νεκροταφείο.
Ποτέ σας δε θα μάθετε
πώς μεγαλώνει ένας άνθρωπος
σε βρέφος
που δεν κλαίει».