Εκείνα τα τραπέζια ήταν τεράάάάστια. Ετσι καταγράφηκαν στη μνήμη. Είχαν κάτι μαγικό. Μαζεύονταν σόγια, φίλοι. Οι γυναίκες στην κουζίνα ετοίμαζαν κάτι πρόχειρο ενώ κακάριζαν. Ετρεχαν τα χέρια τους να καθαρίζουν πατάτες, να τηγανίζουν κεφτέδες, να κουτσομπολεύουν. Μετά ξεφλούδιζαν πορτοκάλια, μήλα και τα πασπάλιζαν με κανέλα και ζάχαρη. Υπήρχε ένας ρυθμός γρήγορος, εορταστικός κι ας μην γιόρταζαν κάτι συγκεκριμένο. Ισως το ό,τι ήταν Κυριακή ή την άφιξη κάποιου μουσαφίρη. Μεγάλη υπόθεση, το «έχουμε και ξένον άνθρωπο». Και ξαφνικά, από το πουθενά, άρχιζαν και τα τραγούδια.
Μια άτεχνη κομπανία, μια ορχήστρα στο δευτερόλεπτο. Τραγούδαγαν με έξαψη, με ανεμελιά, με χαρά. Γούναρη, Θεοδωράκη, Τσιτσάνη, Σπάρτακο, Ζαμπέτα. Κι ανάμεσα κανένα «σύγχρονο», του τότε, όπως «Δελφίνι, δελφινάκι». Α ναι! Και κανένα σόκιν οπωσδήποτε, όπως το «Δεσποινίς Ερμιόνη γιατί σκαλίζεις τον κήπο σου μόνη». Αυτό κι αν φούντωνε την ατμόσφαιρα. Για να ξεπροβάλλουν οι οδοντοστοιχίες κάποιο χρυσό δόντι (υπήρχαν στα στόματα και χρυσά δόντια τότε) και οι γυναίκες να λένε «Καλέ! Ακούν και μικρά παιδιά». Ξεκίναγε ο ένας, απόσωνε ο άλλος, τράβαγε μια κορώνα ο τρίτος.
Μα υπήρχε κι ένα τραγούδι, απαραιτήτως κι εκείνο το τραγούδι, που άλλαζε το κλίμα. «Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, με τα χεράκια της». Με μακρόσυρτο το εεεεεε στο «ετίναξε». Το περίμενα πώς και πώς για να κοροϊδέψω τις εκφράσεις των προσώπων. Επεφταν οι στροφές τους με την μια! Εκλειναν με μιας τα μάτια σαν να γλάρωναν, σαν να τους έριχνε σ΄έναν περίεργο υπνόξυπνο. Σαν σε λειτουργία, σαν επίκληση σε άγιο απροσδιόριστο. Δεν το αφιέρωναν σε ανθρωπίνων διαστάσεων έρωτα. Δεν ήταν καν για ανεκπλήρωτη σχέση. Ηταν σαν έρωτας, για την ανάγκη της ψυχής να παραδοθεί σε έρωτα. Μικρή εγώ, με δισκάκια 45άρια σε ετοιμότητα. Να χορέψω σέικ. Να δοξαστώ χορευτικά στο «Ω μάμι, ω μάμι μάμι μπλου, ω μάμι μπλου». Πιο λογικοί μου έμοιαζαν οι στίχοι mammy blue!
Ολάνθιστη, ακριβέστατη στο ραντεβού της μαζί μου κάθε χρόνο. Στάθηκα. Να την κοιτάω. Τόσο σαστισμένη, στην τόση ομορφιά της, σ΄όλο αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου και γω το παρακάμπτω ως «απασχολημένη»
Προχθές περπατούσα. Περπατούσα μηχανικά και σκεφτόμουν μπρος πίσω. Χαραμίζοντας επιπόλαια κάθε «τώρα» στο διάβα μου. Τι αδιανόητη σπατάλη! Και ξαφνικά, σε μια στροφή του δρόμου, να! Μια ολάνθιστη αμυγδαλιά κι ας προσπέρασα τη γοητεία της. Kαι μετά ξανά μια άλλη αμυγδαλιά. Αν δεν με πετύχαινε η πρώτη, θα μ΄έριχνε κάτω η δεύτερη. Εμοιαζε έως και προσχεδιασμένο το έγκλημα.
Ολάνθιστη, ακριβέστατη στο ραντεβού της μαζί μου κάθε χρόνο. Στάθηκα. Να την κοιτάω. Τόσο σαστισμένη, στην τόση ομορφιά της, σ΄όλο αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου και γω το παρακάμπτω ως «απασχολημένη». Ο χρόνος-γη. Ολάνθιστος! Για όσο…. Για τόσο! Κι ήταν ξυραφιά. Ναι! Ξυραφιά. Που δεν ξεχωρίζεις αίσθημα. Δεν προλαβαίνεις κι όλας. Μέχρι να δεις αίμα. Και να συμπεράνεις πόνο. Αίμα μου έβγαλε η αμυγδαλιά. Στόχευσε ευθύβολα, μια αυθάδη μοιρολογίστρα, που θεωρούσε ότι ο κόσμος είχε έρθει τούμπα και τον έκλαιγε. Οι αμυγδαλιές αγαπημένοι μου, άνθισαν και φέτος, όπως κάθε χρόνο. Κι ήμαστε και πάλι εδώ. Ν΄αντιστεκόμαστε στον άτιμο χρόνο που κάποια στιγμή θα μας τινάξει με τα χεράκια του.