Ψωμί δανειστήκαμε, λέξεις ποτέ. Είχαμε δικές μας, κατάδικές μας, με αυτές περάσαμε απέναντι, με αυτές ανοίξαμε πανιά, με αυτές βγήκαμε στη θάλασσα. Θαλασσινοί ήμασταν δεν ήμασταν καραβοκύρηδες.
Είχαμε δικό μας σκουλήκι, δικό μας καλάμι και σαράκι. Αυτό άλφα, βήτα, γάμα γαβγίσαμε.
Σκυλιά σταθήκαμε, δεν φοβηθήκαμε.
Χρήματα μπορεί να δανειστήκαμε, ιστορίες ποτέ. Είχαμε τις δικές μας.
Ας το πάρουμε από την αρχή από εκεί που ξεκινήσαμε -επειδή με ρώτησες- ερχόμαστε από δρόμο χωματένιο, το όχι το είχαμε, με αυτό γεννηθήκαμε, για το ναι πηγαίναμε, στην πόρτα του τη σιδερένια σταθήκαμε, στηθήκαμε, χτυπήσαμε χίλιες φορές, τα χίλια της τα σκαλοπάτια τα μετρήσαμε και εγώ δεν ξέρω πόσες. Στο κεφαλόσκαλό της, βροχές και χιόνια. Χρόνια.
Όλα τα άλλα δεν τα ξέραμε, γωνίες σημαδεύαμε να μην χαθούμε, σαν το θυμάρι του βουνού κοιτούσαμε και περπατούσαμε, πόδια μάς έδωσε ο Θεός και μάτια. Τη γλώσσα τη φτιάξαμε μονάχοι μας, ξέχασε να μας τη βάλει, όπως ξέχασε να τη βάλει και στο άλογο του στρατηγού ο γλύπτης που έφτιαξε το άγαλμα του και όταν το κατάλαβε αυτοκτόνησε. Ο Θεός ο δικός μας όχι. Ζει, αν κρίνω από τα νέα του δημιουργήματα. Δεν έχει τέτοιες ευαισθησίες.
Πιάνανε τα λόγια μας. Δένανε. Ανεβαίνανε. Στην αρχή σιγά- σιγά, δειλά- δειλά, συλλαβιστά, αυτό το είχαμε πονηρευτεί, δεν τις λύναμε όλες τις ασκήσεις και ας τις ξέραμε, αφήναμε και μια άλυτη. Γνωρίζαμε τη θέση μας, κάτι είχαμε ακούσει για τον φθόνο. Για τον φόνο. Περνούσε ο καιρός, η γλώσσα κόκαλα δεν έχει αλλά κάτι έκανε, κάτι κατάφερε. Κάπου έφτασε. Τόλμησε. Προσπάθησε. Τώρα τελευταία έπιασε και την άλυτη, εκείνη την άσκηση την παλιά, την ξεχασμένη, την αφημένη, την παιδική και τότε είδε, κατάλαβε πως δεν ήταν και τόσο εύκολη όσο νόμιζε, συνειδητοποίησε πως αν το ψάρι βρομάει από το κεφάλι, ο άνθρωπος από τη γλώσσα. Αυτή είναι που αδυνατίζει πρώτα- πρώτα, αυτή ξεθωριάζει χωρίς να το αντιληφτείς και ένα ωραίο πρωί είσαι νεκρός και σάπιος. Άλαλος.
Τώρα λοιπόν -επειδή με ρώτησες- τον δρόμο ανάποδα, από το ναι στο όχι, στην αρχή.