Βρέχει πολύ για καλοκαίρι. Μ' αρέσει η βροχή. Με μελαγχολεί ευχάριστα. Αψυχολόγητο συναίσθημα. Κλαίει πολύ ο θεός σήμερα, θα έλεγε κάποιος ποιητής. Ούτε στο απέναντι μπαλκόνι δεν εχω θέα. Τα ζωντανά μου λουφαγμένα, με κάποιες εξάρσεις της γάτας για παιχνίδι. Όταν λοιπόν με συνεπαίρνει αυτό το αψυχολόγητο συναίσθημα, έχω την τάση να αναπολώ.
Και δεν φταίει η ηλικία. Στις εκ γενετής ρομαντικές-μελαγχολικές ψυχές, το χθές μοιάζει πιο όμορφο. Ίσως και να είναι.
Με γοητεύει να γυρίζω τις σελίδες του «βιβλίου» μου και να πηγαίνω κάπου, όχι απαραίτητα όμορφα, αλλά σε μέρη που το μελάνι είναι πιο έντονο. Πιο χοντρά τα γράμματα, πιο άτσαλα γραμμένες οι λέξεις. Πιο… βρεγμένες οι προτάσεις, ίσως από κάποιο δάκρυ. Μπορεί και χαράς.
Πάω λοιπόν σε μια βροχερή βραδιά. Παρόμοια εποχή, μια πολύ ζεστή βραδιά. Η υγρασία μου τρυπούσε το δέρμα. Ελαφρά ντυμένη, ξετσίπωτη δηλαδή, χωμένη κάτω από έναν τεράστιο, με φουντωτή καταπράσινη κορυφή, φοίνικα. Έξω από κάποιο μπάρ, στέκι αλλοτινών εποχών, με πελατεία φελινική σχεδόν.
Τραβεστί (ο όρος τρανς δεν υπήρχε ακόμη) σε πρώιμο στάδιο, άλλες παρηκμασμένες και άλλες «κυρίες», θεές βγαλμένες απο ταινία. Ο αντίποδας, ο αντρικός πληθυσμός φυσικά. Φαντάροι, όμορφα, άγουρα αντράκια ψάχνοντας αμφίβολη ηδονή. Μήπως ήξεραν όλοι πού βρίσκονται;
Νταήδες, κουτσαβάκια, ευγενείς. Για κάθε γούστο υλικό.Το παζάρι, με οβολό ή όχι, είχε μια αλλοπρόσαλλη, απίστευτη γοητεία.
Κάθε βράδυ χωνόμουν για ένα-δύο ποτά. Δεν μπορούσα να πιω περισσότερο. Ήδη η χημεία των Αρντάν είχε κάνει τη δουλειά της.
Έξω από αυτό το μπαρ, λοιπόν, ήταν η πιάτσα μου. Δεν ήταν και το καλύτερο σημείο -παρασυρόμουν από το όλο πανηγύρι- αλλά η πληθώρα των πελατών και του χρήματος τα ξεπερνούσε αυτά.
Εκείνο το βράδυ, λόγω βροχής, δεν είχε κόσμο το μαγαζί. Χώθηκα για λίγο και ξαναγύρισα στην «παρέα» μου. Στον φοίνικα. Οι παραισθήσεις που προκύπτουν από μια τέτοια χρήση χαπιών είναι τραγικές. Τραγελαφικές θα πρόσθετα, τώρα που είμαι στην απ' έξω.
Του μιλούσα σχεδόν κάθε βράδυ. Κάποιες φορές έπαιρνα και απάντηση. Αυτό πρόσταζε ο πειραγμένος εγκέφαλός μου. Να πάρω και ατάκα. Από την πρώτη στιγμή που το ψηλοτάκουνο πάτησε αυτό το σημείο, μόλις βγήκα απ' το ταξί, ένιωσα πως δεν είμαι μόνη. Εκείνες οι τέσσερις πλάκες πεζοδρομίου που φιλοξενούσαν το δέντρο, έγιναν χαλί στα πόδια μου.
Κρύφτηκα πολλές στιγμές πίσω του, όταν περνούσαν οι άλλες με τα αυτοκίνητά τους ή τα ταξί, ουρλιάζοντας «τζάσε, τα ρουνά» (φύγε, οι μπάτσοι). Έπαιζα παιχνίδι με τα περιπολικά στην παραζάλη μου. Αρκετές φορές κατάφερνε ο «φίλος μου» και με έσωζε.
Τις απίστευτα κρύες νύχτες, όταν ο αέρας θύμωνε με κάτι εκεί πάνω στον ουρανό και κατέβαινε μανιασμένος προς το έδαφος, χωνόμουν πίσω του να με προφυλάξει. Γύρω-γύρω. Μπορείς να φανταστείς λίγο τη σκηνή; Δεν ειναι τραγελαφική;
Αυτό που μου έδινε τη μεγαλύτερη ασφάλεια ήταν απλά η παρουσία του. Με βοηθούσε χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα. Όταν υπερέβαινα τη δόση μου -και με τη βοήθεια κάποιων φιλενάδων μέσα στον καφέ μου- άνοιγα πλέον κανονική συζήτηση μαζί του. Ειδικά τα ξημερώματα που ερήμωνε λίγο το πράγμα. Υπήρχαν φορές που ένιωθα τα φύλλα του να με αγκαλιάζουν, να με χαϊδεύουν προστατευτικά στην πλάτη, στο χέρι. Και στο μάγουλο καμμιά φορά.
Όχι, δεν ήταν η ανάγκη για επικοινωνία. Ήταν η μαστούρα. Και μέσα από αυτήν έβλεπα ένα ζωντανό πλάσμα, ακαθόριστο δίπλα μου. Το έβλεπα να ζωντανεύει κι ας ήταν ακίνητο.
Εννοείται πως όταν αποφάσισα να φύγω από τη λεωφόρο, για μια ακόμη πιο μεγαλύτερη «λεωφόρο» στη ζωή μου, πήγα και τον αποχαιρέτησα. Σαν να μου ψιθύρισε… να προσέχεις μικρή μου.
Πριν λίγα χρόνια πέρασα ένα απόγευμα από εκεί κατεβαίνοντας για παραλιακή. Το μπαράκι ειχε γίνει μαγαζί γνωστής αλυσίδας γρήγορου φαγητού. Και… αυτός δεν ήταν εκεί. Έλειπε…
Μια ασθένεια, διάβασα, κατέστρεψε πολλούς φοίνικες στην Αθήνα. Κάποιο ζιζάνιο. Τόσο άδικος θάνατος για ένα περήφανο δέντρο. Ένα τόσο ανθρώπινο δέντρο, για τα δικά μου τα μάτια φυσικά. Ούτε καν τη ρίζα δεν άφησαν.
Σκέφτηκα μήπως, λέω μήπως σαν ένας άλλος φοίνικας, από άλλες πραγματικότητες, θα μπορούσε να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του. Μα ούτε αυτή την πολυτέλεια δεν του άφησαν. Είμαι τρελή που δάκρυσα ;