Το νεαρό κορίτσι μπήκε στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Στο βάθος του δωματίου ήταν μια γυναίκα που είχε γύρει το κεφάλι της μονόπαντα και είχε τα δυο της χέρια σταυρωμένα στο στήθος της σαν σε αδιέξοδο. Μικρή σημασία έδωσε στη γυναίκα, γιατί την ένοιαζε ο άνδρας που ήταν στο νοσοκομειακό κρεβάτι και έκανε έναν περίεργο ήχο. «Ρόγχος!» σκέφτηκε με ανατριχίλα κι ας μην είχε ακούσει ποτέ της ρόγχο.
Ηταν σαν ήχος δάσους τη νύχτα. Κι ας μην είχε περάσει ποτέ της, σε δάσος νύχτα. Αυτόματα, με τα δυο της χέρια έπιασε τον άνδρα από τους δυο του ώμους και άρχισε να τον ταρακουνάει με δύναμη, για να του τινάξει ζωή ενώ φώναζε σπαρακτικά το όνομά του. Τότε, η γυναίκα που ήταν στο δωμάτιο την πλησίασε και ακουμπώντας την στην πλάτη της είπε, με περίεργα θυμοπονεμένη φωνή «Μη! Αφησέ τον να φύγει ήσυχα. Δεν είναι πια με μας».
Ετσι θυμάται να πέθανε. Την σκηνή εκείνη την καταχώνιασε, στο πιο βαθύ βαθύ συρτάρι, της μνήμης της. Τόσο βαθιά, που σχεδόν ξέχασε στα χρόνια, πού την είχε κρύψει και θεώρησε με ανακούφιση, ότι την είχε χάσει. Μέχρι προχθές. Είχε πάει με τον άνδρα της σε ένα ταβερνάκι της κρίσης. Απ΄αυτά που προκύπτει ένα γλέντι, εκεί, που δεν το περιμένεις. Μια κιθάρα, ένα μπουκάλι κρασί, μια καλή διάθεση, ένας καλλίφωνος, μια κεφάτη παρέα διπλανού τραπεζιού, πολλών παράφωνων και μερικών καλλίφωνων.
Κι έπιασαν τα τραγούδια με μια σατανική σειρά. Και τρύπωναν αργά αργά οι στίχοι τους, σαν αχτίδες ήλιου μέσα από γρίλια. Και της ξύπναγαν αισθήσεις κοιμισμένες… Πώς να κρύψει από τα τραγούδια, την αλήθεια του ο άνθρωπος; Δες τη στάση βλέμματος ενός ζευγαριού όταν ακούει ερωτικά τραγούδια και θα τα καταλάβεις όλα. Κι άκουγε, κι άκουγε, κι ήθελε φιλί, κι ήθελε αγκαλιά, κι ήθελε μυρουδιά. Ολη να γίνει πάνω του μια μουσούδα. Κι ήθελε. Μόνο ήθελε.
Μα όταν γύρισαν στο σπίτι, εκείνος φόρεσε την πράσινη βολική του μπλούζα, εκείνη που του την έλεγε «την ξεχαρβαλωμένη». Και πήρε τη βολική του στάση. Κι άνοιξε την τηλεόραση στην διαπασών, στο βολικό του κανάλι. Κι αναρωτήθηκε, «πώς μωρέ τη λένε αυτή την ηθοποιό;». Και μάλιστα είπε, ότι θα σπάσει το μυαλό του μέχρι να θυμηθεί τ΄όνομά της… (Για δες, γιατί μπορεί να σπάσει το μυαλό του άνθρωπος!). Κι είδε και σ΄άλλο κανάλι λίγα αθλητικά και τρόμαξε στο παραλίγο γκολ. Και μετά μπήκε στο fb και μέτρησε πόσα likes είχε μια ανάρτησή του και μάλλον ικανοποιήθηκε. Κι ύστερα έσβησαν τα φώτα. Φρικαλέα άνυδρα για τέτοια νύχτα, τουλάχιστον όπως έχει ξεκινήσει.
Και ‘κει, μέσα στα σκοτάδια της, μόνο του άνοιξε, με τόσο δα τριγμό, εκείνο της παλαιομνήμης της το συρτάρι. «Από το πουθενά» όπως λέμε αφελώς οι θνητοί. Και θυμήθηκε τα χέρια της, να ταρακουνάνε σπαρακτικά πλην χωρίς νόημα, έναν άνδρα που έκανε περίεργο ήχο. Ρόγχο! Και θυμήθηκε τα λόγια της γυναίκας με τα σταυρωμένα σαν σε αδιέξοδο χέρια στο στήθος «Μη! Άστον να φύγει ήσυχα. Δεν είναι πια με μας». Eτσι αποχαιρέτησε τον έρωτά τους. Eνα αστεράκι πια, σ’ απέραντο έναστρο ουρανό… Εκατομμύρια, δισεκατομμύρια αστεράκια! Σκοτωμένων ερώτων. Σπάραξε στην νύχτα η καρδιά της. Το πρωί ξύπνησαν να κυνηγηθούν στη μέρα. Εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ζευγάρια. Σκοτωμένων ερώτων. Περπατάνε ως νεκροζώντανοι στη γη μας, πλάι πλάι.
ΥΓ. Απόσπασμα από ένα προσεχώς μυθιστόρημα. Είπα να το μοιραστώ μαζί σας. Τι λέτε για το τέλος;