Όπως και με το φαΐ, όπου τη μία μέρα τρώγαμε τον Άδη με τα λείψανα και την επομένη ξεκινούσαμε τη δίαιτα του Νηστευτή του Κάφκα, η οικογένειά μου είχε μιαν ομοίως αλλόκοτη, αντιφατική σχέση και με την πολιτική: ενώ δηλαδή και οι δύο μου γονείς βαριόντουσαν τις πολιτικές συζητήσεις μέχρι θανάτου, και θα προτιμούσαν να τους βγάλεις τα δόντια ένα-ένα με τανάλια παρά να γραφτούν σε κλαδική και να πρέπει να υπομένουν την παπαρολογία του εκάστοτε κομμαντόμπερμαν, όταν πλησίαζαν εκλογές, αίφνης παθιάζονταν και ξεσηκώνονταν κι άναβαν τα αίματά τους, αν και με διάθεση ουχί πολιτική και πάλι, αλλά με τον φανατισμό του οκνηρού φιλάθλου, που βλέπει την ομάδα του να παίζει απ’ τον καναπέ και τραβάει κάτι μπινελίκια και σκατοψύχια στην αντίπαλη ομάδα, που θαρρείς ότι το διακύβευμα είναι η παρθενιά της μοναχοκόρης τους. Έτσι, για το μικρό Κορτόπουλο η ημέρα των βουλευτικών εκλογών ήταν μια μεγάλη, συναρπαστική περιπέτεια.
Η μέρα ξεκινούσε με σκυλοκαυγά των γονιών μου, διότι η μητέρα μου πάντα κατάφερνε να καταχωνιάζει το εκλογικό της βιβλιάριο στα πιο απίθανα μέρη (ξεχασμένο σε κωλότσεπες μπλουτζίν, στο πανέρι με τα Μίκυ Μάους μου – μια φορά ακόμα και μέσα σε μια καλοκαιρινή τσάντα, απ’ όπου το είχε ανασύρει ποτισμένο με αντιηλιακό και με θανατηφόρο άρωμα ινδικής καρύδας), και μέχρι να το βρει στο σπίτι γινόταν της γριάς ο γάμος. Έπειτα έπρεπε να πάμε απ’ το σπίτι του παππού, για να ξεκουνήσουμε τη δόλια τη γιαγιά μου, η οποία αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα και ήτο και ολίγον τζαζ από τα γηρατειά και τα μουρλόχαπα (βλ. καλοσυνάτο κομοδίνο, που με το που με έβλεπε έβαζε τις φωνές απ’ τη χαρά, κι έπειτα, στα καπάκια, μου εξιστορούσε τις τρεις καισαρικές που είχε κάνει το πάλαι ποτέ και το πώς ο θειός μου είχε γεννηθεί πέντε κιλά και με μαλλί μακρύ ίσαμε τις πατούσες), και χρειαζόταν ειδικό team για να ασκήσει το εκλογικό της δικαίωμα: πρώτα ο παππούς της ετοίμαζε το ψηφοδέλτιο σταυρωμένο (ελευθερία εκλογής, όχι μαλακίες), έπειτα την μεταφέραμε σύρε-τράβα-σπρώξε-κλάσε-βρίσε στο αμάξι, την καθίζαμε, αυτή γλιστρούσε προς τ’ αριστερά, την έπιανε η μάνα, την έσπρωχνε προς τα δεξιά, έπεφτε πάνω μου, τσίριζα εγώ γιατί δεν άντεχα την κολώνια της (Chanel Post-Mortem: το άρωμα της πεθαμένης θείας), κι όταν με τα πολλά φτάναμε στο σχολείο όπου ψήφιζε, την κουβαλούσαμε καροτσάκι μέχρι το παραβάν, έμπαινε μέσα κι ο παππούς μην τυχόν και πάρει κανά λάθος ψηφοδέλτιο και χάσει το κόμμα το κουκί – κι έπειτα όλο αυτό rewind και repeat μέχρι να την ξαναπάμε σπίτι, όπου με το που φτάναμε ρωτούσε: «Πότε θα με πάτε να ψηφίσω; Μεσημέριασε!» Εν συνεχεία ψήφιζε η μάνα, σ’ ένα σχολείο με ταριχευμένα ζώα που εγώ τα έβλεπα στη βιτρίνα κι έκλανα μαλλί μοχέρ, γι’ αυτό και τρύπωνα γρήγορα-γρήγορα στο παραβάν, όπου το Κατερινάκι μ’ άφηνε να σταυρώσω όποιον θέλω (συνήθως τα πιο εξωφρενικά επίθετα: Σκυλοφρύδης, Αλέπα-Μπέρταχα, Γάντζος, Πηδιώνα-Μανίκα), και μετά πηγαίναμε να ψηφίσει ο μπαμπάς, που στο μεταξύ, καθ’ όσον αγχωτικός τύπος, είχε ανεβάσει πίεση μην τυχόν και δεν προκάμει να ψηφίσει στις 6 ώρες που απομέναν. Και μετά ερχόταν το βράδυ, και το πατιρντί των αποτελεσμάτων…
Πίτσες, μπίρες, και μπόλικη κομματική εμπάθεια, κι όλο το σόι αραχτό σε καναπέδες πολυθρόνες και πατώματα, να πανηγυρίζει και να γιουχάρει, να καταριέται και να φτύνει, να σκάει στα γέλια με τα σόκιν που ξεφούρνιζαν ενώπιον των τρυφερών τους τέκνων (που από ηλικίας 6 ετών ήξεραν την ‘Νεοελληνική Αθυροστομία’ της Μαίρης Κουκουλέ απ’ έξω κι ανακατωτά, χάρη στην αρωγή των γονιών τους) και στο τέλος, ανεξαρτήτως νίκης ή ήττας, κάποιος έβαζε στο κασετόφωνο ιταλικά τραγούδια των 60s κι έπειτα ABBA και Bee Gees, και γινόταν κόλαση στο σαλόνι της Σοφούλη απ’ τον χορό και τον αλαλαγμό και το ποδοβολητό των πιτσιρικιών που, λόγω εκλογών, είχαν το ελεύθερο να ξενυχτήσουν μέχρι να ψοφολογήσουν από μόνα τους πάνω στα χαλιά. Όπως καταλαβαίνετε, τι Eurovision κι αρχίδια-μύδια: για μένα τίποτα δεν συγκρινόταν με το ξέφρενο πάθος και την εξαλλοσύνη των εκλογών.
Βέβαια, μεγαλώνοντας, άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως η πολιτική είχε και μιαν άλλη διάσταση πέρα απ’ τον τζερτζελέ, κι ότι το μέλλον μεμονωμένων ανθρώπων μα και της χώρας ολόκληρης κρεμόταν συχνά απ’ το ήθος, τη συνέπεια, την ακεραιότητα και την εργατικότητα των πολιτικών, οίτινες συχνά αποδεικνύονταν πιο αφερέγγυοι κι από παπατζή στο πανηγύρι της Αγίας Κομποθέκλας. Έζησα την τηλεοπτική αναμετάδοση της δίκης του Κοσκωτά σαν σαπουνόπερα – αφού οι γονείς ήταν καρφωμένοι κι έβλεπαν με εικοσιοχτώ μάτια τρώγοντας λιόσπορο και λεμπλεμπί, ε, τότε πρέπει να ’ταν καλό πράμα αυτό που βλέπανε, οπότε καρφωνόμουν κι εγώ και τήραγα μισοκαταλαβαίνοντας το δράμα που εκτυλισσόταν καθημερινά. (Εκεί τοποθετώ, έστω κι αν τότε δεν το είχα κατανοήσει παρά μόνον διαισθητικά, το κλίμα ρωμαϊκής αρένας που μπορεί να δημιουργήσει η τηλεόραση, και την απαρχή του στα καθ’ ημάς – διότι ο θάνατος του Κουτσόγιωργα μπροστά στις κάμερες δεν με είχε σοκάρει καθόλου΄ στα παιδικά μου μάτια, φάνταζε σαν σκηνή από ταινία του Τζέιμς Μποντ με βαρετό σενάριο). Και μεγαλώνοντας κι άλλο, ήρθε κάποτε η ώρα να ψηφίσω κι εγώ, και τότε συνειδητοποίησα και κάτι ακόμα: όλο αυτό το κράμα παθιασμένης προσωπολατρείας κι ελαφρότητας με το οποίο οι δικοί μου αντιμετώπιζαν τις εκλογές είχε μεταγγιστεί και σε μένα, έτσι που μου ήταν αδύνατον να διαπράξω εσχάτη προδοσία και να ψηφίσω άλλο κόμμα. Ναι, ομολογώ το αμάρτημά μου: υπήρξα αφελής, κι έριξα την πρώτη μου ψήφο άσκεπτα – αλλά είχα ορισμένα ελαφρυντικά: αφενός ήμουν μόλις εικοσιενός ετών (που τώρα που το ξανασκέφτομαι ήμουν κοτζάμ μοσχάρι, οπότε δυο φορές ντροπή μου), κι αφετέρου εκατό και εικοσιενός κιλών, οπότε τη σκέψη μου μονίμως θόλωνε η προσδοκία της νύχτας, που έπεφτε ηδονικά στην στομάχα μου φέρνοντας μαζί της κοντοσούβλια και δίπιτα, πατάτες και μπίρες και μαλεμπιά και σεκέρ παρέ και τα δέντρα με τα φύλλα. Και στις επόμενες εκλογές; Ε, ας κρατήσω κι εγώ κάτι κρυφό. (Αν και υπάρχουν ντροπιαστικά τεκμήρια: τυπωμένα μπλουζάκια που γράφανε ‘Vote for…’ – άτιμο πράμα ο κληρονομικός φανατισμός).
Ωστόσο το παρόν ντελίριο έχει ως θέμα του τις Δημοτικές Εκλογές του 2010, και την μοναδική εμπειρία που έζησα ως γραμματέας σε εκλογικό τμήμα ορεινού χωριού.
Το Κουτάβι λοιπόν, εκτός από παίδαρος κι αφέντης της καρδιάς μου, τυγχάνει και δικηγόρος. Οπότε, το φθινόπωρο εκείνο, που μας είχε βαρέσει και η κρίση κατακούτελα κι απ’ το πολύ το μακαρόνι και την ψωμούρα για στούμπωμα είχαν παχύνει εξ επαγωγής μέχρι και οι γείτονες, αποφασίσαμε ότι η αποζημίωσή του ως δικαστικού αντιπροσώπου θα βοηθούσε κάπως την δεινή μας οικονομική κατάσταση (μέχρι μπέικον με ημερομηνία λήξης την ίδια μέρα θ’ αγοράζαμε – μεγαλεία! – μη σου πω και τριμμένο τυρί από τρίμματα εξηνταπέντε τυριών και σου ’ρθει σούρδιση απ’ το φθόνο), κι έτσι, έπειτα από διαμεσολάβηση της θεάς Τύχης – που ’ναι και γκαβή και ολίγον ξεκωλιάρα, γι’ αυτό πηγαίνει μ’ όποιον να ’ναι – το Κουτάβι διορίστηκε στο χωριουδάκι Βολικόν, κοντά στο μεγαλύτερο χωριό Κιμπαριλίκι, αμφότερα στις κορφούλες βραχώδους, αραιοκατοικημένου κι εκπάγλου φυσικής καλλονής νομού της Στερεάς Ελλάδας.
Παίρνουμε λοιπόν το αμαξάκι μια σταλιά, δύο επί τρία, κώλος-λεβιές-λατρεία-παράθυρο-κοιλιά, κι αρχινάμε το ταξίδι. Εδώ να πω ότι είμαι οδηγός σκληραγωγημένος (το πρώτο μου αμάξι ήταν μεταχειρισμένο Zastava του παππού μου, που ’χε ένα τιμόνι από τρακτέρ, και για να πάρει μπρος ήθελε όχι τσοκ αλλά ηλεκτροσόκ – χώρια ότι το ’χα ταράξει στην τράκα, και είχε καταλήξει με τέσσερα διαφορετικά κλειδιά: πόρτα οδηγού, συνοδηγού, πώμα βενζίνης και πορτ μπαγκάζ) κι ότι γενικώς δεν μασάω από στροφές και κακοτράχαλους δρόμους. Γκρεμούς να μην έχει (καθ’ όσον είμαι κομμάτι ακροφοβικός κι άμα δω την άβυσσο κάτωθέ μου πρέπει μετά ν’ αλλάξω σώβρακο) κι από κει και πέρα, δώσ’ μου μεγάλες διαδρομές και πάρε μου την ψυχή: τι να σου κλάσει ο ορεινός δρόμος άμα ακούς τα τραγούδια του Glee στη διαπασών; Πονάνε ωρέ τα παλικάρια; (Όχι, διότι σκούζουνε μαζί το ‘Bad Romance’, και το γκεϊλίκι πιάνει κόκκινο και γίνεται μεταδοτικό σε ακτίνα 100 μέτρων).
Μόνο που τον συγκεκριμένο νομό, και τα αγκωνάρια πού ’ριξε ο Θεός όταν τον έφτιαχνε, – που κανονικά τον Αδάμ (ο οποίος σύμφωνα με έγκυρες έρευνες του περιοδικού Ομαδική Εθνοψύχωση ήταν Έλληνας, και μάλιστα ΟΥΚάς) θα ’πρεπε να τον είχε φκιάσει με οπλές – τον είχα υποτιμήσει. Επιπλέον, αυτά τα αμαξάκια-υπόθετα, ενώ είναι μια χαρά για μες στην πόλη, όπου για να παρκάρεις φτύνεις το γάλα της μάνας σου και τη μασέλα της γιαγιάς σου, επειδής έχουν μια μηχανή ελάχιστα μεγαλύτερη από τρελοσουζάκια (τα θυμάστε οι γηραιότεροι; ελπίζω να κρατήσατε και τις δραχμές της Μπετοσουζάρας, γιατί θα μας χρειαστούν πολύ φοβάμαι), δεν φτουράνε σε ανάβαση κατακόρυφου δρόμου. Κι όσο για την περίφημη αντοχή μου στις στροφές, μετά την εκατοστή στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, άρχισα να αναθεωρώ και να ανακατεύομαι – ιδίως όταν απ’ το άλλο ρεύμα κατέβαινε το τρελό φορτηγό με τα φρένα σπασμένα, που ο έρμος ο νταλικέρης την ξέρει μεν τη φιδογυριστή κατηφοριά σαν τη μυρωδιά των αχαμνών του, αλλά όταν με πέρναγε στη στροφή με εκατό εγώ έβλεπα το Χριστό μπετατζή, και το Κουτάβι έχωνε την ταυτότητα στο στόμα για να ξέρουν ποιον απ’ τους δυο να φυτέψουν και ποιος δε λιώνει απ’ τα χάπια και τα ξίδια μακάρι να τον θάψεις σε γούρνα με κεζάπι. Στο τέλος το ‘Don’t Stop Believing’ το τραγουδούσαμε ως δέηση, με την ελπίδα η πίστη να μας σώσει απ’ την πολτοποίηση.
Κάποια στιγμή μας λυπήθηκε ο Θεός και φτάσαμε στο μαγευτικό Κιμπαριλίκι. Κι επειδή απ’ τη διαδρομή μας είχε φύγει η μαγκιά, λέμε, δεν αράζουμε στο γραφικό καφενείο κάτω απ’ τον γεροπλάτανο να πιούμε ένα καφεδάκι να στανιάρουμε; Καθόμαστε λοιπόν, μας φέρνουν τους νες (φίλτρου γιοκ), κι όπως αράζουμε και ρουφάμε οξυγόνο καθαρό – που άμα το δοκιμάσεις, γυρνάς μετά στην Αθήνα και την πρώτη μέρα είσαι για εντατική – έρχεται και παρκάρει πλάι στον καφενέ ένα ημιφορτηγό. Θα μου πείτε, σιγά το θέαμα. Ναι, αλλά απ’ το συγκεκριμένο ημιφορτηγό κατεβαίνει πρώτα ένας συνοδηγός με καραμπίνα επ’ ώμου, (που εγώ δεν μπορώ ούτε το μπαμ που κάνει το μπαλόνι, κι έτσι και δω όπλο παθαίνω ψυχολογικό πήγαιν’ έλα), κι έπειτα κάνει μία όπισθεν ο οδηγός, βλέπουμε τι κουβαλούσε στην καρότσα, και παθαίνουμε το μεγάλο το ταράκουλο. Διότι οι άνθρωποι είχαν βγει για κυνήγι, (κι όχι για μακελειό όπως νόμιζα) και στο κυνήγι είχαν πιάσει την περίφημη Sus scrofa, που ενώ ακούγεται σαν επίπληξη σε αχώνευτη χοντρή που μιλάει στο σινεμά, είναι στην πραγματικότητα το αγριογούρουνο. Όπου εγώ, που έχω τόση επαφή με τη φύση όσο ο μέσος πολιτικός με την ανέχεια που καμώνεται πως θα πατάξει, τα αγριογούρουνα τα ’ξερα μόνον απ’ το Αστερίξ, όπου εικονίζονταν κυρίως ροδοψημένα, ένα για τον καθένα και πάλι από την αρχή. Μόνο που αυτό δεν ήταν αγριογούρουνο από κόμιξ, αλλά το ζώον το αληθινό, πρωτοξάδερφος του Ερυμάνθιου Κάπρου που καθάρισε ο Ηρακλέας πριν πάει για καλλιόπη στους στάβλους του Αυγεία, με κορμί που ξεχείλιζε απ’ την καρότσα και μια κεφάλα πολιορκητικού κριού και κάτι δοντάρες που τύφλα να ’χει ο πρίγκηπας Κάρολος. Κι ενώ το άτυχο θηρίον ήτο πασιφανώς τέζα, εγώ ξαφνικά παθαίνω μια παράκρουση και νομίζω ότι το είδα να σαλεύει. Αρπάζω λοιπόν το Κουτάβι απ’ το μπράτσο και του λέω με τρεμάμενη φωνή:
«Πάμε να φύγουμε, αυτό ακόμα κουνιέται!»
«Το πρωινό το Tavor το πήρες;» απαντά το Κουτάβι, ψύχραιμο όπως πάντα.
«Το πήρα.»
«Ε, πάρε κι ένα δεύτερο, γιατί παραλογίζεσαι. Αυτό είναι πιο πεθαμένο κι απ’ την καριέρα του Τομ Κρουζ. Χώρια που το ’χουνε δεμένο με τέσσερις οργιές σκοινιά.»
«Παιδί μου, σου λέω, το είδα που κουνιέται! Κι άμα ξυπνήσει, τι σκοινιά μου λες, θα ορμήσει και θα μας κατασπαράξει όλους και δεν θα προκάμω να γίνω νομπελίστας και θα κλαίει σύμπασα η ανθρωπότης!»
«Εδώ έχει τρύπα από σφαίρα στο κεφάλι. Πιο εύκολα ξυπνάς εσύ από μεθύσι παρά αυτό.»
«Ναι, αλλά μπορεί η σφαίρα να μην πέτυχε τα ζωτικά κέντρα του εγκεφάλου – τόσες περιπτώσεις έχουμε δει στο Grey’s Anatomy!» (Τελειόφοιτος Ιατρικής, τρομάρα μου).
«Ε, αφού δεν είναι εδώ ο Ντέρεκ Σέπαρντ να το χειρουργήσει, είμαστε ασφαλείς.»
Το θέμα είναι ότι εμένα άμα μου μπει ιδέα, μπορώ τον άλλο να τον γανιάσω και να του λιμάρω τα νεύρα όπως τρώει η θάλασσα τον βράχο. Κι όταν είδα να κόβουν και τα σκοινιά, ε, ήρθα κι έγινα, κι άρχισα να παραληρώ για τα διαμελισμένα μας πτώματα και για τον δόλιο πατέρα μου που θα με μάζευε απ’ την άσφαλτο με το φαράσι – οπότε το καημένο το Κουτάβι λύγισε, και με ακολούθησε στο αυτοκίνητο, όπου είχα ήδη κλειδωθεί, τρέμοντας σαν το φύλλο.
Τουλάχιστον θα μας αποζημιώσει η διαμονή, σκέφτηκα καθώς φτάναμε στο ξενοδοχείο όπου είχαμε κάνει κράτηση – το οποίο ήταν τεράστιο, ολοκαίνουριο, και χτισμένο στο πιο υπέροχο σημείο: σε μια πλαγιά με τη λίμνη του Μόρνου ν’ απλώνεται μπροστά σ’ όλο της το μεγαλείο, κυκλωμένη από λόφους και με τον ήλιο να δύει στο βάθος. Θεά η θέα απ’ το μπαλκόνι.
Μόνο που το ειδυλλιακό ξενοδοχείο είχε ένα μειονέκτημα: ήταν, πλην ημών, παντελώς άδειο. Κι ενώ ο κύριος που μας υποδέχτηκε στη ρεσεψιόν ήταν ευγενέστατος κι εξυπηρετικότατος, εγώ – που ακόμα δεν είχα συνέλθει πλήρως απ’ το τετ-α-τετ με τη Σους-μωρή-σκρόφα, έβλεπα τους υποφωτισμένους διαδρόμους και τις ξύλινες σκάλες που οδηγούσαν στο σκοτάδι του δεύτερου ορόφου, και στο (εκ γενετής) θολωμένο μου μυαλό έρχονταν σκηνές απ’ τη Λάμψη και το Ψυχώ, με μένα σε ρόλο υπέρβαρης (τότε) Μάριον Κρέιν, που για να φονευθώ θα χρειάζονταν όχι πέντ’ έξι μαχαιριές φλώρικες, αλλά σφαγή με τον μπαλτά του κυρ-Γούλη του βοϊδέμπορα. Ωστόσο όταν παρκάραμε τις κορμάρες μας στο διπλό κρεβάτι, κι έφαγα αμάσητη μια Milka με γέμιση μέλι, γάλα, πιλάφι και μαργιόλικα ουρί, η συνέργεια σοκολάτας και λοραζεπάμης κατάφεραν να με χαλαρώσουν και σε λίγο λαγοκοιμόμουν – ή, για όσους είχαν την ατυχία να εκτεθούν ποτέ στα ντεσιμπέλ του ροχαλητού μου, αρκουδοκοιμόμουν.
Ξυπνάω λοιπόν κάποια στιγμή, και διαπιστώνω ότι στο δωμάτιο έχουμε μείνει μόνο εγώ και τ’ Αρνί. Το Κουτάβι άφαντο. Πάει να με πιάσει ένας πρώτος πανικός, αλλά έπειτα θυμάμαι πως μου είχε πει ότι θα πετιόταν στ’ αμάξι να φέρει τον εκλογικό σάκο, διότι μας περίμενε τρελό γράψιμο στα κιτάπια. Ναι, αλλά πριν πόση ώρα είχε φύγει; Πόση ώρα είχα ξεραθεί; Μην μπορώντας να τα υπολογίσω, βγαίνω ακροποδητί στον έρημο διάδρομο και φωνάζω όσο πιο απαλά μπορούσα: «Κουτάαααβι; Κουταβάκι; Πού είσαι;» Απάντηση καμιά, κι αρχίσω να ανεβάζω σφύξεις. Κι αν ο καλοσυνάτος κύριος στη ρεσεψιόν ήταν κανένας Νόρμαν Μπέιτς της Πίνδου και καθώς ο καλός μου γύριζε αμέριμνος με τον σάκο του την είχε πέσει φορώντας το ταγιέρ της μαμάς Αγορίτσας και την καούκα της θείας Ψούλας και τον είχε κάνει φέτες-φέτες σαν το ζαμπόνι το φουαντρέ; Κι αν ξαφνικά άνοιγε η πόρτα του δωματίου 217 κι έβγαινε από μέσα το στοιχειό της βάβως της πνιγμένης προπολεμικά και μου ρουφούσε την ψυχή σαν το μοχίτο;
Κόντευα να παλαβώσω (διόρθωση: να παλαβώσω κι άλλο) απ’ τα αιματοβαμμένα σενάρια που έπλεκα με το μυαλό μου, όταν ξαφνικά μια άγνωστη φωνή ακούστηκε μες στο ημίφως:
«Όλα καλά;»
Ε, τέτοια τσιρίδα σαν αυτή που έβγαλα εκείνη τη στιγμή δεν την έχουνε πατήσει όλες οι Ρουβίτσες του ντουνιά ακούγοντας live το ‘Όλα καλά’ του Sakis.
Η συνέχεια στο μέρος δεύτερο.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ είναι "Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά" (εκδόσεις Καστανιώτη)