Εκείνες οι γυναίκες ξεπροβάλλουν από το τελευταίο συρτάρι της μνήμης μου. Σ’ εκείνη την επαρχιακή πόλη. Το Πάσχα. Τις παρατηρούσα στα παιδικά μου χρόνια. Κάθε τους πράξη και κίνηση προκαλούσε το ενδιαφέρον μου. Τόσο που διέφερε η ζωή τους από τη δική μας. Της πρωτεύουσας. Λες και το δικό τους Πάσχα ήταν άλλο Πάσχα. Ετοιμάζονταν για την εκκλησία τελετουργικά. Είχαν μια περίεργη έξαψη. Σαν για να συναντήσουν εραστή. Ζέσταιναν νερό για να κάνουν μπάνιο και μου φάνταζε παράταιρο ότι για να πλύνουν το σώμα τους έπρεπε να έχουν αφορμή το εκκλησίασμα. Έλουζαν τα μαλλιά τους και μετά έβαζε η μια στην άλλη ρόλεϊ. Και πάνω από τα ρόλεϊ άπλωναν έναν προστατευτικό φιλέ. Κι έμοιαζαν εξωγήινες. Μα εκείνες δεν το έβλεπαν έτσι, γιατί κυκλοφορούσαν με άνεση και έβγαιναν μέχρι και στα σοκάκια με τα ρόλεϊ. Τόνιζαν τη νηστεία που έκαναν. Σαν να ήταν ένας φόρος σώματος που έπρεπε να καταθέσουν και πολύ τους άρεσε. Ιδίως στο κρεσέντο της Μεγάλης Παρασκευής «Σήμερα, ούτε λάδι!», υπερτόνιζαν. Τις θυμάμαι να φεύγουν μαυροφορεμένες. Μερικές έπαιρναν και ένα σκαμνάκι μαζί. Και ένα τόσο δα βιβλιαράκι για τους ψαλμούς.
Εκείνες τις γυναίκες τις θυμάμαι στην εκκλησία. Με το κεφάλι κάτω ή με τα μάτια να κοιτάζουν ψηλά. Να ενώνονται με το θείο. Ή να πέφτουν στα γόνατα. Θυμάμαι μια κατάνυξη. Αλλά θυμάμαι και την πόρτα του ναού να τρίζει. Και περιέργως, ενώ «έγλειφαν» στην κυριολεξία τον ναό -για ν’ αστράφτει-, την πόρτα δεν τη λάδωνε κανείς. Ίσως για να στρέφουν το βλέμμα με αυτοματισμό στην είσοδο σε κάθε τρίξιμο-είσοδο πιστού και πιστής. Ιδίως πιστής. Σκανάριζαν την κάθε άφιξη πιστής με σκυμμένο πλαγίως κεφάλι. Μετρούσαν παρουσίες, κατέγραφαν απουσίες. Κατά διαστήματα κάτι ψιθύριζε η μια στην άλλη, κάτι να σχολιάσει από άφιξη και μετά ξανά στο «θείο». Θυμάμαι και μερικές που έλεγαν τα λόγια πριν τον ψάλτη. Σαν τις καλές μαθήτριες που θέλουν να δείξουν με κάθε τρόπο ότι ξέρουν το μάθημα.
Εκείνες οι γυναίκες, τη βραδιά της Ανάστασης φορούσαν τα καλά τους. Έμπαινε με μιας χρώμα στη ζωή τους. Φορούσαν τα ανοιξιάτικά τους. Το ταγιέρ και τα καινούργια παπούτσια. Και μπορεί όλες να τις «χτύπαγαν» τα παπούτσια, μα δεν τις ένοιαζε, γιατί ήταν πιο σημαντικό ότι είχαν καινούργια παπούτσια να επιδείξουν. Κι όλες έλεγαν «πουντιάσαμε» αλλά ήταν πιο σημαντικό ότι είχαν καινούργιο ταγιέρ να επιδείξουν και ας πούντιαζαν.
Εκείνες οι γυναίκες έρχονται στο μυαλό σε μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας. Μια ζωή συγκεκριμένη. Μετρημένη. Όλα σε στοίχιση-ζύγιση. Έδειχναν ότι όσα είχαν τους έφταναν και τους περίσσευαν. Μέχρι πουγκί κατόρθωναν για έκτακτες ανάγκες. Πώς το κατόρθωναν εκείνο το πουγκί; Πώς κατείχαν τέτοια σοφή αίσθηση οικιακής οικονομίας; Μα εμένα με διαόλιζε η στωικότητα και η αυτάρκειά τους. Πάντα αναρωτιόμουν αν η ζωή που ζούσαν όντως τους έφτανε. Περίεργες οι σκέψεις που έκανα. Ότι ξετίναζα την μπάγκα της ζωής τους στον αέρα. Μπορεί να με παρέσερνε η μυρουδιά από τις πασχαλιές. Μεθάνε φρικτά οι πασχαλιές τον άνθρωπο. Μπορεί εκείνο το λιβάνι. Μεθάει ωστόσο λιγότερο από τις πασχαλιές. Μπορεί να έφταιγε η άτιμη η άνοιξη που μαστίγωνε. Μαστιγώνει κατάσαρκα η άνοιξη. Μπορεί και όλη εκείνη η προετοιμασία τους. Τι προετοιμασία! Σαν για να συναντήσουν κάποιον… Κάποιον «πολύ!». Κι ύστερα τις έβλεπα να κοιτάζουν ψηλά… Κατάματα μια Παναγία. Τους έφτανε η Παναγία; Εκείνες οι γυναίκες… Από το τελευταίο συρτάρι της μνήμης μου… Μπορεί να ξέσπαγα σε κείνες τη δική μου διαίσθηση, για μια ζωή που ποτέ δεν θα μου έφτανε… Άπληστη! Όπως Απρίλης μήνας.