Στον τοίχο είναι μόνο η δική του φωτογραφία.
Δίπλα η άδεια λειτουργίας του καταστήματος και το λαμπάκι το ηλεκτρικό να καίει πάντα, πότε πράσινο, πότε κόκκινο, πότε γαλάζιο. Όσο κρατάει το κάθε χρώμα.
Παίζουν αποκλειστικά τα τραγούδια του. Το καφενείο είναι του Καραγιάννη.
Είναι παντού.
Κάθονται ήσυχοι, αμίλητοι, συγκεντρωμένοι. Χτυπάνε, κρατάνε το ρυθμό στους πάγκους, στις καρέκλες, στα τραπέζια. Πίνουν μπύρες. Πίνουν ούζο. Καπνίζουν. Καπνίζουν πολύ.
Είναι παντού.
Είναι ποδοσφαιριστές σε ομάδες τοπικού πρωταθλήματος. Οι αγώνες τους είναι πρωινοί, αμέσως μετά τη θεία λειτουργία, γιατί το απόγευμα της Κυριακής παίζει η μεγάλη ομάδα της πόλης. Από τα τραγούδια μπορείς να καταλάβεις, αν κέρδισαν, αν έχασαν, αν αδικήθηκαν- κυρίως αυτό.
Είναι παντού.
Είναι ελαιοχρωματιστές. Φτιάχνουν μωσαϊκά. Δουλεύουν στα βουλκανιζατέρ, στα συνεργεία, σφυρηλατήσεις-ευθυγραμμίσεις, είναι σερβιτόροι στα εστιατόρια της παραλίας, βοηθοί σε κέντρα βραδινά. Είναι ομάδα καλή, δεμένη, βρίσκεται με τη μια. Παιδιά δυνατά, άπραγα, με δανεικά παπούτσια ποδοσφαίρου και αγγλικά άνευ διδασκάλου. Δε λένε πολλά. Παρατηρούν. Δε μιλούν. Έχουν μάτι καλό, αγαθό, γελαστό, κλέφτικο. Γελούνε σπάνια. Είναι όμορφοι.
Είναι παντού.
Ακούνε μονάχα τα τραγούδια του. Χορεύουν. Σηκώνονται ξαφνικά. Το ίδιο ξαφνικά σταματούν. Χορεύουν ωραία. Σχεδόν ακίνητοι. Σαν με τη μπάλα σταματημένη, κολλημένη στη γραμμή. Στην πλάγια γραμμή. Ποδοσφαιριστές είναι, σερβιτόροι. Πόδια, χέρια.
Είναι παντού.
Μόνο τη φωτογραφία του. Δεν τον έχουν δει ζωντανό. Ποτέ. Μόνο τη φωνή του. Δεν τον ξέρουν με το επίθετο, το όνομα του το μικρό έχουν στο στόμα τους. Κι αν κάποιος πει το επίθετό του γι’ αυτούς είναι άλλος. Ξένος.
Είναι παντού.
Ξεκίνησαν κάτι και σταμάτησαν. Άρχισαν. Το έκοψαν. Κόπηκαν. Στη μέση. Δεν προχώρησαν. Γύρισαν πίσω όταν τους φώναξαν με τ' όνομά τους το μικρό. Έμειναν. Εκεί.
Είναι παντού.