Μυτούλα σηκωτή. Το πρώτο που μου έρχεται. Ίσως γιατί όλα τα μυρίζονταν. Και δεν μ΄ άρεσε καθόλου. Αντιδρούσα δήθεν με θυμό στην αδικία. «Δεν είναι έτσι!» της έλεγα. Μάταια. Οι μάνες όλα τα πιάνουν στον αέρα. Κι εγώ στην κόρη μου. Αυτό που στην ουσία θα ήθελα να της πω ήταν «Είναι έτσι όπως το λες, αλλά μου αρκεί να το ξέρω εγώ». Μετά είναι τα μάτια της. Πανέμορφα. Ενδιαφέροντα. Έχουν χαρά και μελαγχολία μαζί. Συγκρατούν κι ένα δάκρυ. Σ΄ αυτά καθρεπτίζομαι αλλιώς. Άτιμος καθρέπτης. Στιγμές-στιγμές θα ήθελα να τον σκεπάσω με ύφασμα όπως στα χωριά όταν χάνουν άνθρωπο. Προσδοκούσα σε κανένα παρηγορητικό ψεματάκι. Τόσο δα… «Αυτό δεν σου πάει. Βγάλ’ το»… Με τα χρόνια το κάναμε «Ρεάκι, δεν έχεις κάτι άλλο να φορέσεις; Αν όμως αρέσει σε σένα… ». Ξέρετε τι δρόμος ήταν; Μας παίδεψαν γενικώς οι αποστάσεις. Αυτό κι αν είχε δουλειά! Δεν έφταιγε εκείνη. Οι μάνες καταλαμβάνουν όσο χώρο τους αφήνεις. Τελευταία κωλώνει και στο βλέμμα μου ακόμα. Σαν στρατιώτης σε σκοπιά «Αλτ»… Μέσα μου γελάω με μένα. Με κοιτάω πώς κοιτάω. Βουνοκορφή κατέκτησα! Μετά είναι τα χέρια της. Τα τελευταία χρόνια τα χρησιμοποιούμε πολύ και οι δυο. Μ΄ αγκαλιάζει σφιχτά και ‘γω της χαϊδεύω το μουτράκι και της αναστατώνω τα μαλλιά σαν να ‘ναι παιδάκι. Γελάω να βλέπω τα χέρια της να παλεύουν με την τεχνολογία. Με το κομπιούτερ, με το καινούργιο της τηλέφωνο. Να πατάει την οθόνη με δύναμη λες και έχει κουμπιά, ενώ δεν έχει. Και μετά όταν καταφέρνει τον στόχο της να με κοιτάει ως ορειβάτης που κατέκτησε το Έβερεστ! Και ‘γω τις ίδιες αντιδράσεις έχω. Κοιταζόμαστε λοιπόν σαν δυο ορειβάτες!
Μια που είπαμε τεχνολογία… Μ΄ αρέσει ότι πάντα βρίσκει τρόπο για όλα. Όταν θέλει κάτι, κατεβάζει ουρανό. Τώρα ανακάλυψε δάσκαλο για κινητά τηλέφωνα. «Δυο μαθήματα μου χρειάστηκαν. Έλα να σε κεράσω μάθημα. Σε βλέπω λίγο άσχετη». Έχει και θράσος! Κι εγώ όταν θέλω κάτι, κατεβάζω ουρανό. Μάλλον εγώ κατεβάζω κι αστέρια και φεγγάρια. Το πήγα καλύτερα.
Παρακολουθώ τον τρόπο που περπατάει. Μας ξεθέωνε πάντα. Τώρα ξεθεώνω εγώ την οικογένειά μου. Φρενάρισε εκείνη. Βλέπω στο βλέμμα της την προσπάθειά της να συμβιβαστεί με το γήρας. Μερικές φορές τσαντίζεται χοντρά. Βγάζει λίγο τη γλώσσα της, δεξιά των χειλιών σαν αρνάκι της Λαμπρής και τη δαγκώνει ενώ συγχρόνως πατάει το πόδι της με δύναμη. Σκέφτομαι, θα το ξετινάξει το γόνατο. Το χτυπάει κάτω με πείσμα «θα σου δείξω εγώ!». Μετά κάνει ένα «ωχ!». Το γόνατο την κέρδισε. Μετά κουνάει το κεφάλι με νόημα… Στο τέλος χαμογελάει. Όλα σε χαμόγελο τα τελειώνει κι αυτό μ’ αρέσει. Μ΄ αρέσει ότι λατρεύει το ωραίο. Όλα τα θέλει ωραία. Τα βάζα της είναι πάντα γεμάτα λουλούδια. Το τραπέζι της είναι στρωμένο σαν να περιμένει καλεσμένους κι όμως τρώει μόνη της. Στις ντουλάπες της όλα είναι στοίχιση-ζύγιση. Της αρέσει να δίνει. Της αρέσει να γελάει. Ούτε μια μέρα δεν τη θυμάμαι να έχει μιζεριάσει. Της αρέσουν οι νέοι άνθρωποι. Και στους νέους αρέσει. Έχει τόσα φιλαράκια νέα που δεν το πιάνει ο νους σου. Της αρέσει η ζωή. Αυτό πιο πολύ απ΄ όλα! Ταλεντάκι το Βεττάκι. Θέλει ταλέντο η ζωή. Μας το μετέδωσε. Λατρεύω μερικές στιγμές. Πολύτιμες. Τι να πρωτογράψω; Να, η τελευταία… Ταλαιπωρημένη από μια εγχείριση. Πονούσε και μου το έκρυβε. Αλλά ήξερα ότι πονούσε και δεν με κορόιδευε. Και κείνη ήξερε ότι δεν γίνονταν να με κοροϊδέψει… Κάνουμε κάτι τέτοια ηρωικά μεταξύ μας… Τα λες και χαζά. Μια αχτίδα ήλιου έπαιξε στο πρόσωπό της. «Ξέρεις τι δεν είχα υπολογίσει στη ζωή;» με ρώτησε. «Τι;» αναρωτήθηκα. «Πόσο μικρή είναι, τελικά» απάντησε και κούναγε τα δακτυλάκια της κάνοντας υπολογισμούς σαν σε νηπιαγωγείο. Αγαπώ την παιδικότητά της. Τώρα που μεγάλωσα και μπορώ να είμαι και λίγο από μαμά της. Συμβαίνει κι αυτό με τις μαμάδες. Χρόνια πολλά, μανούλα μου.
ΥΓ: Διάλεξα αυτή τη φωτογραφία μας. Εσύ 37 ετών κι εγώ 15. Μας κοιτάζω…ξέρεις σε τι μας αρέσω; Ότι καταφέραμε να μην έχουμε χρωστούμενα αλλά μελλούμενα. Καθαρίσαμε εν ζωή. Καλά τα πήγαμε.