Είκοσι ολόκληρα λεπτά, τι μπορεί να σκεφτόταν; Ποιο σκοτεινό χέρι δεν του άνοιγε τα μάτια; Μπορώ να τον φέρω στη νοσηρή φαντασία μου, για λίγο. Πλήρης ηρεμία. Δεν άκουγε τίποτα. Δεν μιλούσε. Η ανάσα του μόνο σε μια καμπίνα που ήταν ο τελευταίος του θώκος. Λίγο πιο πίσω ένας συντετριμμένος, τρομαγμένος πιλότος προσπαθούσε μάταια να συνεφέρει με γροθιές στην ατσαλένια πόρτα, κάποιον που ήδη είχε πεθάνει. Πιο πίσω; Πάλι μια νοσηρή φαντασία, μια παρόμοια εμπειρία φέρνει εικόνες… που δεν θέλω να περιγράψω. Και δεν θα το κάνω..
Ένα ξανθό παιδί, σχεδόν κορίτσι, έχει τριγύρω της 15 ακόμη παιδιά, γεμάτα όνειρα φαντάζομαι και σχέδια που μόνο αυτές οι ηλικίες μπορούν να κάνουν. Κάποιος από το Μαϊάμι ήρθε ταξίδι στην Ευρώπη, μετά την πετυχημένη επέμβαση καρδιάς που έκανε. Είχε εμπεδώσει πόσο μικρή και πολύτιμη είναι η ζωή και ήθελε να την πιει πλέον απολαυστικά. Μια γιαγιά κρατούσε το εγγόνι της αγκαλιά. Κοιμόταν πάνω της. Είχε κουραστεί το χέρι της, μα δεν ήθελε να το ξυπνήσει. Σαν να κατέβαινε λίγο γρήγορα το αεροπλάνο. Είχε κάνει τόσα ταξίδια και ήξερε. Αν η μικρή ξυπνούσε, μπορεί και να τρόμαζε. Ένας κύριος γύρω στα σαράντα έσφιγγε τόσο δυνατά την τσάντα του που άσπριζαν οι λεπτές κλειδώσεις. Εκεί μέσα είχε, πλέον, όλη του τη ζωή. Έκλεισε τη μεγαλύτερη και καλύτερη συμφωνία για την εταιρία του και γύριζε στην πατρίδα να το φωνάξει, να αγκαλιάσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, τόσο μα τόσο χαρούμενος. Ο νεαρός δίπλα του, αντίθετα, προσπαθούσε με πολύ δύναμη να συγκρατήσει τα δάκρια από τα μάτια του. Φορούσε σκούρα γυαλιά και οι ρυτίδες των νιάτων γύρω απ' το στόμα είχαν πάρει κατηφορικό δρόμο. Τη γεύση της απελπισίας. Μόλις έχασε τον άνθρωπο της ζωής του από καρκίνο, σ’ εκείνη την όμορφη πόλη που ήταν πριν από μια ημέρα.
Εκατόν πενήντα ιστορίες σε έναν ασφαλή χώρο. Προσδοκίες, ελπίδες, αγάπη, μίσος, κλάμα, χαρά, συντριβή, απογοήτευση, ανάκαμψη… Χιλιάδες συναισθήματα σε εκατόν πενήντα ανθρώπους. Κι αυτός γαλήνιος. 28 χρόνων. Μπερδεύεται το μυαλό μου. Χάνεται σε παράξενες στροφές. 28 ήμουν. Τρία κουτιά χάπια και ένα ξυράφι. Τη θυμάμαι αυτή τη γαλήνη. Υπάρχει μέσα μου, όχι σαν ανάμνηση. Είναι κομμάτι μου.
Τι να σκεφτόταν είκοσι λεπτά; Πού πετούσαν οι ενοχές; Οι τύψεις; Γιατί τον παράτησαν και έκοψε το νήμα πολλών ψυχών τόσο απλά, μέσα στην τραγικότητά του; Δεν μπορώ να τον καταλάβω. Δεν είναι καθαρά, εξάλλου, τα πράγματα. Εικασίες από ειδικούς και ειδήμονες. Μα τόσο εύκολα ένας ψυχικά διαταραγμένος άνθρωπος μπορεί να συνκυβερνήσει ένα αεροπλάνο; Ένα πλοίο, τρένο, λεωφορείο;
Η ζωή μας κρέμεται σε μια κλωστή, ανά πάσα στιγμή. Το ξέρουμε όλοι. Μα όταν σου την κόβουν, ειδικά με τέτοιον τρόπο, η παράνοια χάνει κάθε νόημά της. Είκοσι λεπτά… Πολλά για να μη βρεθεί ένας μικρός διάδρομος φωτός σ εκείνη τη σκέψη. Στον Άδη, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Οι Ερινύες θα του γδάρουν την ψυχή. Κάποια απ' αυτές μπορεί να έχει και ξανθά μαλλιά, με παιδικό πρόσωπο. Ίσως… Τα πρόσωπα, φυσικά, είναι φανταστικά μα τόσο γνώριμα.