Φθινόπωρο στην πόλη του Robin Hood. Nottingham! In the East Midland of England. Γνωστό για την ποδοσφαιρική του ομάδα. Nottingham Forest! H ομάδα με το ένδοξο παρελθόν, που ξέπεσε στη δεύτερη κατηγορία…
Τα μαθήματα θα ξεκινούσαν σε λίγες εβδομάδες. Την εστία την είχα κλείσει ήδη διαδικτυακά, έμενε μόνο να βρω το «flat» που μου ταιριάζει.
Η μαμά μου κι εγώ. Από το αεροδρόμιο του Gatwick στην κεντρική πλατεία του Nottingham, με National Express βέβαια, τα λεωφορεία που «όργωναν» τη χώρα.
– Where is the bus station?
– Oh! You mean the «bush» station!
Μια φοιτήτρια με προφορά Newcastle μου έδωσε το πρώτο χτύπημα. Μα καλά, λάθος μας τα μάθαιναν τόσα χρόνια;
Η γειτονιά και οι γείτονες βγαλμένοι από το trainspotting. Βρετανικά σπιτάκια, καθαρή άσφαλτος, γκαζόν, φωνές, φασαρία, ραπ μουσικές, παιδικά κλάματα και κλειδωμένα τιμόνια αυτοκινήτων.
Η εστία ψηλή. Μεγάλη πύλη, κόκκινο τούβλο και πράσινα σιδερένια παράθυρα.
Ο Πίτερ, ο φύλακας της εστίας, ένας κλασικός Βρετανός γεράκος, με μικρά γυαλάκια, άσπρα μαλλάκια και προφορά «Περηφάνια και Προκατάληψη», περπάτησε μαζί μας στην πράσινη μοκέτα της εστίας. 1ος όροφος, 2ος όροφος, το laundry room, τα πλυντήρια δηλαδή (2 λίρες η πλύση), το στεγνωτήριο, το σαλόνι, το μπιλιάρδο… Πού θα έμενα λοιπόν;
Επιλογή Νο1. Εγώ και τρεις Κινεζούλες. Τρεις ευγενικές φυσιογνωμίες που έσκυβαν το κεφάλι όταν σου μιλούσαν κι όταν χαμογελούσαν, το εννοούσαν. Είχαν δύο ονόματα, όπως όλες οι Ασιάτισσες στην Ευρώπη. Yen-Ting Tung ή αλλιώς Sabrina, Quee Mo ή αλλιώς Amber. Διαφορετικές διατροφικές συνήθειες όμως, σημαίνει και διαφορετικές μυρωδιές… Κι όσο κι αν ντρέπομαι που το λέω, ήθελε θάρρος και βαθιά εισπνοή για να ανοίξεις το ψυγείο…
Επιλογή Νο2, το διαμέρισμα με τους Άραβες. Ωραίοι άντρες αλλά πολλοί για συγκατοίκηση… Άραγε να κάνουν δουλειές;
Και η ξενάγηση συνεχίστηκε… Liberty Square! Ολόκληρη η υδρόγειος, σε ένα κτίριο!
Μέχρι που ο Πίτερ είχε μια ιδέα. Στο ισόγειο! Το διαμέρισμα με τις Κύπριες! Δυο πολύ καλά κορίτσια. Καθαρά, χαμογελαστά… Θα μιλάτε την ίδια γλώσσα. Α! Έχουν και τηλεόραση!
Αυτό ήταν! Το πρόσωπο της Κύπριας μητέρας μου έλαμψε! «Θέλει συζήτηση; Στο διαμέρισμα με τις Κύπριες θα πας!» Κόκκινος καναπές, χρωματιστές αφίσες, γυαλισμένα κουζινικά, αστραφτερό μπάνιο, στρωμένα κρεβάτια!
«Φαίνεται ότι είναι Κύπριες!» οι δηλώσεις άρχισαν. «Και να μην μας το έλεγε ο Πίτερ, θα το καταλάβαινα μόνη μου. Κύπριες παιδί μου! Νοικοκυρές!»
Τα ρούχα μπήκαν στα συρτάρια, τα σεντόνια στο κρεβάτι, ο υπολογιστής στο γραφείο και οι ομπρέλες πίσω από την πόρτα. Κόλλησα και έναν χάρτη στον τοίχο για να τοποθετηθώ στον χώρο. Πάνω από το Λονδίνο, δίπλα στο κάστρο του Warwick κάτω από το Leicester.
Τώρα έπρεπε να γεμίσουμε το ψυγείο. Super Market! H αγαπημένη συνήθεια της μαμάς μου. Ψωμί, γάλα, φρούτα, λαχανικά, μαύρο τσάι -κι ας μην το είχαμε πιει ποτέ στην Ελλάδα, απορρυπαντικά πλυντηρίου, σαμπουάν, άζαξ για τα τζάμια και φυσικά κρέατα για να φάμε μαζί με τις κορούες! Βγάλαμε κάρτα πόντων, και φύγαμε με ένα πράσινο ταξί.
Πίσω στην εστία, οι κορούες είχαν επιστρέψει από το πανεπιστήμιο κι ετοίμαζαν το μεσημεριανό τους.
Το αίμα μίλησε. Η μαμά μου, φορτωμένη με σακούλες TESCO, εισέβαλε κυριολεκτικά στην κουζίνα: «Ίντα μου κάμνετε κορούες μου;»
Σιωπή… Στην κουζίνα απλώθηκε απόλυτη σιωπή. Καμιά απόκριση. Μιλιά δεν έβγαλαν οι κορούες.
Οι σακούλες TESCO έπεσαν από τα χέρια της μητέρας μου, της Κύπριας μητέρας μου. Το βιτάμ κύλησε στο μωσαϊκό, σταμάτησε στο πόδι του καναπέ και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η Κοράλ σπούδαζε νομική. Κοντούλα, λευκό δέρμα, ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Η Ντιζέ σπούδαζε ψυχολογία. Ψηλή, μελαχρινή, σγουρομάλλα με μάτια μαύρα, σαν τις πρωταγωνίστριες που βλέπουμε στα σίριαλ πριν από το δελτίο των 8. Η Ντιζέ και η Κοράλ είναι Κύπριες. Κύπριες από τη Λευκωσία, από το κατεχόμενο κομμάτι της Λευκωσίας. Κόρες εποίκων. Δυο Κύπριες που δεν μιλούν Κυπριακά!
Τόσα χρόνια μιλάμε για το Κυπριακό, για τα κατεχόμενα, την εισβολή, το σχέδιο Ανάν, τα ΝΑΙ, τα ΟΧΙ, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο… Ποτέ, μα ποτέ όμως, μέχρι εκείνη την στιγμή, δεν είχα αναρωτηθεί πώς λέγονται εκείνοι που ζουν πίσω από τα οδοφράγματα. Ίσως γιατί στο δικό μου μυαλό ήταν πάντα δεδομένο, πως πίσω από τα οδοφράγματα ζούνε οι Τούρκοι!
Τα κρέατα μπήκαν στο τηγάνι, οι κορούες έκοψαν σαλάτα κι εγώ καθάρισα πατάτες. Η μαμά μου θυμήθηκε όμορφες ιστορίες πριν το ‘74.
Τα κορίτσια ήταν μόλις 23.