Με πήραν τηλέφωνο από τη θάλασσα. “Βόλτα στον ήλιο, είστε;”. Δεν ήμασταν. Με δυο πιτσιρίκια, τριών και ενός, με έναν μικρό μισθό στο σπίτι, και τις φωνές τους πιο παιδικές και χαρούμενες δεν τις θυμάμαι. Άνοιξη και πιάνει δουλειά ο Διόνυσος. Ξυποληταρία στην άμμο και ήλιος. Δεν πρόλαβαν όλοι. Στην άλλη γραμμή, χάπια και ψυχίατρος. “Να περάσω να τα πούμε;”. Όχι, μου λέει, "δεν νομίζω πως είμαι σε θέση να δω κανέναν". Σκέφτεται ένα ταξίδι. “Τα τελευταία μου λεφτά. Μετά…”.
“Λέω να πουλήσω κάποιους δίσκους μου. Θέλεις;”.
“Αφού έχουμε σχεδόν τους ίδιους δίσκους, ρε μπαγάσα, τι να τους κάνω;”. Μπράβο! Μόλις κέρδισα το βραβείο της πιο μαλακισμένης απάντησης της χρονιάς! Σωστά, ηλίθιε, θα έχεις εσύ διπλούς δίσκους για τη βγάλει αυτός λίγο παραπάνω; Αλλάζω θέμα. Τοίχος. Δεν ισιώνει με τίποτα. Κλείσαμε.
Μεταφυτεύω μια γαρδένια σε μεγαλύτερη γλάστρα, πιάνω πάλι κουβέντα με το αρσενικό μας καναρίνι, που δεν λέει να κελαηδήσει ακόμα. Κανονική ψυχανάλυση. “Δεν το λέω για μένα, ό,τι θέλεις κάνε, εγώ σ’ αγαπάω και μουγκό, κι αν εμένα με έχεις χεσμένο, σκέψου το κοριτσάκι δίπλα σου που περιμένει δυο ερωτόλογα να τη βγάλει κι αυτό…”.
Ασχολήθηκα μαζί του λίγο περισσότερο από όσο με τον φίλο μου. Πελατάκι των ενοχικών. Το ξέρω πως είναι θέμα χρόνου. Να χτυπήσει το τηλέφωνο, να ακούσουμε ένα όνομα, να παγώσουμε, να μαζευτούμε σε έναν προθάλαμο και να ρωτάμε ο ένας τον άλλον αν ήξερε τίποτα τόσο καιρό. Θα μου ξεφύγει κανένα “δεν ξέρω, εγώ άλλαζα χώμα στην γαρδένια…”.
Όσοι αντέξουν, τουλάχιστον να πουν την ιστορία μας. Μην είναι σαν να μην περάσαμε ποτέ από δω. Με λίγη σαλτσούλα, με μία πρέζα ηρωισμού, από αυτά που γοητεύουν τους επόμενους, δεν πειράζει. Πάντα σε θυμούνται πιο όμορφο, από όσο πραγματικά ήσουν. Αλλά αυτό είναι ένα bonus του θανάτου.
Τελικά, τα περισσότερα και δυσκολότερα τα ζήτησα από το καναρίνι. Δυο ερωτόλογα για να τη βγάλει και το κοριτσάκι δίπλα…