Κυριακή μεσημέρι. Βόλτα στους δρόμους της ασάφειας που μόνο δημιουργική δεν τη λες. Στάσεις από ΑΤΜ σε ΑΤΜ. Άδεια τα περισσότερα. Δίνεις τη θέση σου στον ηλικιωμένο με το εγγονάκι κι ας πάρει αυτός τα τελευταία χαρτονομίσματα, αλλά το μηχάνημα δεν έχει έτσι κι αλλιώς. Νεύμα απογοήτευσης. Η πόρτα του αυτοκινήτου ασφαλίζει εντός το άγχος και τα νεύρα σου. Θα την κάνετε παρέα αυτή τη διαδρομή. Το μάτι πιάνει κάποιον που φτύνει στο πεζοδρόμιο. Κατεβάζεις το παράθυρο και χειρονομείς. Άλλες ώρες ούτε που θα το πρόσεχες. Ξαφνικά σε ενοχλούν όλα. Αποζητάς την τάξη παντού, το σωστό σε ό,τι σε αφορά. Είναι οι μέρες που σκέφτεσαι εμμονικά ότι δεν έκανες τίποτα λάθος για να το ζεις αυτό.
Παρακολουθείς τη χειρότερη κυβέρνηση που ποτέ θα μπορούσες να φανταστείς. Ψέματα, κουτοπονηριές, βαφτίσια σε ό,τι δεν βολεύει, τεχνάσματα, δηλώσεις από στελέχη που μιλάνε παθιασμένα για το αυτονόητα λάθος και στον αντίλογο γελούν τα μάτια τους και δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις αν είναι υπεροψία, ηλιθιότητα ή και τα δύο. Δεν τους σέβεσαι. Αμοιβαίο, αλλά το ξεκίνησαν πρώτοι.
Κάποιοι -λίγοι, πια- σου λένε να μην απαισιοδοξείς. Οι λέξεις τους φτάνουν στην ακοή σου voice over όταν στα πρόσωπά τους κοιτάς τον εαυτό σου. Χείλη σφαλισμένα. Ανέκφραστα βλέμματα. Στο μεταξύ, μεταφράζεις σε δραχμές την καθημερινότητά σου και των άλλων. Το φάρμακο εκείνο που θα λείψει γιατί η τιμή του σε δραχμές θα είναι αδιανόητη. Τη ζωή που απομένει και το πού θα σε βρει το τέλος.
Το δράμα σε εξέλιξη. Η διαδρομή σου επίσης. Στο τηλέφωνο η λογική λέει ότι η έκθεση φωτογραφίας για το άσυλο ανιάτων πρέπει να αναβληθεί γιατί έτσι κι αλλιώς κανένας δεν θα ερχόταν τέτοιες ώρες. Και το βαν; Πώς θα πάρουν το βαν που θα τους πηγαίνει στη θάλασσα; Ξεφυσάς με τα μάτια κλειστά ενώ στηρίζεσαι στο τιμόνι. Τα ανοίγεις λίγο πριν από τη μετωπική με το τριαξονικό. Ξεφυσάς ξανά αν και στο βάθος σκέφτεσαι πως αυτό θα μπορούσε να είναι η πολύ προσωπική σου λύση. Βυθίζεσαι στη θλίψη και, πια, το ξέρεις.