(Σήμερα είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου. Γιορτάζουν η ανύπανδρη Μαρία και η Δέσποινα. Ως ανύπανδρες θεωρούνται παρθένες.)
Δεν σε περιφρονώ, δεν σε «γράφω» καλή μου. Απλώς δεν θυμάμαι τις γιορτές, μπορείς να το καταλάβεις; Δεν θυμάμαι επετείους, γενέθλια και όλα τα παρόμοια. Δεν αφορά εσένα, δεν είσαι εσύ που την πληρώνεις, ποτέ δεν τα θυμόμουν. Δεν είμαι αναίσθητος, δεν είμαι αδιάφορος, απλώς κάτι συμβαίνει στο κεφάλι μου και αδυνατώ να θυμηθώ αυτά τα σημαδιακά και -κατά τη γνώμη σου- εξαιρετικά σημαντικά σημεία του χρόνου. Δεν μου συμβαίνει τώρα, από τότε που έβγαλα δόντια, κάθε γιορτή και επέτειος συνοδευόταν από καβγά. Κι όλο λέω πως θα το φτιάξω αυτό το κουσούρι για να γλιτώσω απ’ τη μουρμούρα κι όλο το ξαναβρίσκω μπροστά μου.
Είναι κατασκευαστικό το λάθος κορίτσι μου, είμαι εκ γενετής έτσι. Βρίσε τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου και τη μάνα μου, αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι. Ειλικρινώς προσπαθώ, πλην πάντα αποδεικνύεται μάταιο. Μια ζωή, συνειδητοποιώ από σπόντα και την τελευταία στιγμή ότι υπάρχει γιορτή ή επέτειος και τρέχω αργά τα βράδια για να δώσω ευχές ή ν’ αγοράσω δώρα και λουλούδια. Και, δυστυχώς, δύο στις τρεις φορές αυτή η άτιμη ευεργετική σπόντα δεν συμβαίνει, ώστε να με διασώσει έστω και στο παρά πέντε. Τότε είναι που αντιμετωπίζω τα σμιχτά φρύδια και την «βαθιά απογοήτευση» και τη «συναισθηματική αποσταθεροποίηση» και όλα τα υπόλοιπα δραματικά, που τύφλα να ‘χουν μπροστά τους τα έργα του Ευριπίδη και του Αισχύλου.
Και μη μου απαντάς «εγώ δηλαδή πώς τα θυμάμαι;», διότι αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω. Αλλο εγώ, άλλο εσύ. Δεν είναι ζήτημα συναισθηματικών προτεραιοτήτων, είναι ζήτημα εργοστασιακής κατασκευής. Το DNA μας διαφέρει επί του θέματος. Και μια και το άρχισα, να σου το πω ολόκληρο. Στην πραγματικότητα σιχαίνομαι τις γιορτές, τα γενέθλια και τις επετείους. Κυρίως τα δικά μου. Κάθε παραμονή της γιορτής μου (διότι τα γενέθλια μου λίγοι τα ξέρουν) με καταλαμβάνει ο απόλυτος τρόμος. Δεν γουστάρω όλες αυτές και αυτούς, που πρωινιάτικα με την τσίμπλα στο μάτι, ανοίγουν διάπλατα την αγκαλιά τους και ορμούν από μακριά κατά πάνω μου κραυγάζοντας για να με φιλήσουν. Ασε με Χριστιανέ μου πρωί-πρωί, δεν με νοιάζει αν γιορτάζω. Δεν θέλω ευχές και αγκαλιές. Ούτε χαζά τηλεφωνήματα θέλω, που μετά την πρώτη ευχή πέφτουν στην αμηχανία του αδιάφορου. Ωχ καημένε!
Λοιπόν, για να τελειώνουμε: Δεν θα με κρίνεις από το αν θυμήθηκα τη γιορτή ή τα γενέθλιά σου. Συνεννοηθήκαμε καλή μου;