Τον τελευταίο καιρό φιλοξενώ στο σπίτι το μέγα καλαματιανό φίλο μου Πετρόπουλο. Έχει ανέβει στην πρωτεύουσα για υποθέσεις του.
Δεν ρωτάω λεπτομέρειες. Φεύγει νωρίς το πρωί -αθόρυβα είναι αλήθεια- και επιστρέφει αργά το απόγευμα. Συναντιόμαστε στην κουζίνα. Προτιμάει την κουζίνα, γιατί εκεί μπορεί να καπνίζει πίνοντας τον καφέ του. Με το που με βλέπει αρχίζει. Ανθίζει:
Περπατώντας κανείς στους δρόμους της Αθήνας μπορεί να καταλήξει και στην πλατεία Κολωνακίου. Εκεί θα δει τις δύο προτομές των Φιλικών, του Σκουφά και του Τσακάλωφ. Μα δεν ήταν τρεις; Οι Φιλικοί δηλαδή. Ο τρίτος πού είναι; Όσο και αν έψαξα, δεν τον είδα πουθενά. Πού είναι ο Ξάνθος; Πού είναι ο Εμμανουήλ Ξάνθος; Ρώτησα. Τίποτα. Με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Δεν καταλάβαιναν καν για ποιο πράγμα μιλάω. Τέλος πάντων. Αισθάνθηκα την ανάγκη να κοιτάξω πιο προσεκτικά. Ανακάλυψα στο πλάι της μιας προτομής, μικρή επιγραφή που έγραφε τα εξής -ορίστε να στη διαβάσω· την αντέγραψα γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο:
“ Τις προτομές του Νικόλαου Σκουφά και του Αθανάσιου Τσακάλωφ ανέγειρε ο Σύλλογος Ηπειρωτών Αστυνομικών το 2006, επί προεδρίας Αθανασίου Σπυράκου, με τη συνδρομή του Δήμου Κομποτίου Άρτας. ”
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο δεν ήταν; Εσύ που ήσουν καλός στην ιστορία το θυμάσαι. Δεν το θυμάσαι;
Εκ Πάτμου. Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ εξ Ιωαννίνων και ο Νικόλαος Σκουφάς εξ Άρτης.
Η Πάτμος δεν ανήκει στο ελληνικό κράτος; Ο Ξάνθος δεν αγωνίστηκε κι αυτός για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους;
Χαμογελάς.
Βρέθηκα στην πλατεία Κολωνακίου γιατί είχα ένα ραντεβού στο Μουσείο Μπενάκη με μια φίλη από τα παλιά. Παραμένει ένα κορίτσι των τεχνών και των γραμμάτων. Εγώ, όπως ξέρεις, λείπω πολύ καιρό από την Αθήνα. Δεν κατάλαβα ότι αυτή εννοούσε το νέο Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς. Πήγα εκεί που ήξερα. Ανέβηκα επάνω στο καφέ, περίμενα, περίμενα… Τίποτα. Μετά από μισή ώρα χτυπάει το κινητό μου.
– Έλα, πού είσαι; μου λέει.
– Εδώ, λέω, στο Μουσείο Μπενάκη. Σε περιμένω.
-Κι εγώ εδώ είμαι· γιατί δε σε βλέπω;
Με τα πολλά κατάλαβε ότι είχα μείνει ένα μουσείο πίσω.
– Παιδί μου, στην Πειραιώς, στο μεγάλο μουσείο. Πάρε ένα ταξί και έλα.
Κατεβαίνω, βγαίνω στη Βασιλίσσης Σοφίας, βρίσκω ένα ταξί και λέω:
– Πειραιώς, παρακαλώ.
-Από Ομόνοια; μου λέει.
-Από Ομόνοια, απαντάω.
Φτάνοντας στην Ομόνοια, με ρωτάει:
– Σε τι ύψος ακριβώς;
-Στο Μουσείο Μπενάκη, λέω.
-Ποιο Μουσείο Μπενάκη;
-Το μεγάλο μουσείο στην Πειραιώς, λέω εγώ. Δεν το ξέρετε;
– Όχι.
Στο φανάρι, πιο κάτω, στο Ι.Κ.Α. περίπου, ανοίγει το παράθυρο και ρωτάει ένα συνάδελφό του ταξιτζή:
-Ξέρεις πού είναι το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς;
– Δίπλα από τον Σάκη· το μεγάλο κτήριο πριν από το Κέντρο Αθηνών, το μαγαζί που τραγουδάει ο μεγάλος.
Δε χαμογελάς τώρα, ε;
Τελειώνοντας αυτό το ραντεβού είχα την επιθυμία να περπατήσω λίγο όπως παλιά. Περπατώντας έτσι ωραία και άσκοπα περιπλανήθηκα κι εγώ δεν ξέρω πού. Κουράστηκα και σκέφτηκα να πάρω ένα λεωφορείο- πόσα χρόνια έχεις να μπεις σε λεωφορείο; – για να γυρίσω στο κέντρο. Κοίταξα δεξιά αριστερά να βρω μια στάση. Είδα κάποιους ανθρώπους συγκεντρωμένους, ανεβασμένους σε ένα βάθρο, όπου πλάι έγραφε: Στάση. Ανέβηκα κι εγώ στο βάθρο και όλοι μαζί περιμέναμε, περιμέναμε, περιμέναμε… Λεωφορείο πουθενά.
Εμένα αυτή η αναμονή, αντί να με εκνευρίζει, με διασκέδαζε. Δε με πείραζε που δεν φαινόταν πουθενά λεωφορείο. Ένιωθα με έναν τρόπο τιμώμενος. Κάτι σαν τις παρελάσεις με τους επισήμους στην εξέδρα. Ένιωθα επίσημος. Έτσι, μέσα στην αναμονή, ώρα είναι τώρα σκέφτηκα να αρχίσουμε κανένα εμβατήριο, κανένα θούριο- τι καλά!- και να αρχίσει η εξέδρα μας να κυλάει· τι να κυλάει, να πετάει πάνω από την Αθήνα. Τι ωραία! Τι καλά! Γελάς τώρα, ε; Γελάς.