Να έρθω. Θα έρθω αλλά με έναν όρο, να κάνουμε Ανάσταση στο Μοναστήρι.
Θα ξεκινήσουμε με τα πόδια από νωρίς, θα πάρουμε το χωματένιο μονοπάτι, αυτό που μας έβγαζε στα «παππουδικά μας» τα χωράφια.
Θα ξαναφορέσουμε τα παπούτσια τα δανεικά και στο νούμερο μεγαλύτερα -ξέρουμε εμείς- θα βάλουμε βαμβάκια στις μύτες να μη μας βγαίνουν και θα ξεκινήσουμε. Θα πάρουμε νερό και κουλουράκια για τον δρόμο, το φανάρι της επιστροφής, τις λαμπάδες τις μελένιες του νονού μου από τα μελίσσια του και τα δυο ξύλινα βαμμένα αυγά της ζαβολιάς μας.
Θα έχει μόλις νυχτώσει, τα φώτα στον κάμπο κάτω θα τρεμοπαίζουν, η θάλασσα και τα βουνά απέναντι στα μπλε τους τα βαθιά και οι δυο οι πολιτείες με τα κάστρα τους, καράβια φωταγωγημένα. Θα ακούγονται ακόμα κουδουνάκια και βελάσματα και ένα αργοπορημένο αεριωθούμενο θα λύνει το ζωνάρι του αχνά στον ουρανό και η αρχαία χαρουπιά μέσα στο τσουβάλι της θα έχει κρυμμένα τα χαρούπια της για εμάς.
Να έρθω. Θα έρθω, αλλά θα θυμηθείς να αφήσεις το κέρμα που έκλεψες από το μικρό προσκυνητάρι στην αρχή της διαδρομής, θα κάνω πως δεν θα βλέπω όπως και τότε, τόσα χρόνια πίσω και που το έχω και εγώ μαζί με σένα κρίμα και ας μη σου το ανέφερα ποτέ. Να το θυμηθείς σε παρακαλώ και να υπολογίσεις και τους τόκους του.
Να έρθω. Θα έρθω, λαχτάρησε η ψυχή μου, άνθισε ο ύπνος μου, μπουκώσανε, κλείσανε τα όνειρά μου, βάτοι και θάμνοι σκίζουνε τις σάρκες μου και οι παπαρούνες με τα χαμολούλουδα, μου φύτρωσαν το στόμα.
Ναι, θα έρθω. Θα έρθω, στο υπόσχομαι, όμως θα πρέπει και εσύ να κρατήσεις την υπόσχεσή σου, θέλω μόλις γυρίσουμε από το Μοναστήρι με το "Χριστός Ανέστη" και το άγιο φως στο σπίτι μας, να είναι όλοι εκεί, όπως και τότε.
Τότε ναι, θα έρθω, στο ορκίζομαι.