-Συχνά-πυκνά, βρισκόμαστε σε μέρη, στιγμές, καταστάσεις, συντροφιές, απ' όπου νιώθουμε πως το οξυγόνο μας τελειώνει, σώνεται, όχι απαραίτητα γιατί οι άλλοι μας το περιορίζουν αλλά γιατί εμείς νιώθουμε πως είμαστε για άλλους ορίζοντες, άλλα πιστεύω, άλλες ανάσες, πιο γεμάτες, πιο καθαρές, πιο πυκνές, είμαστε για αλλού, όχι για εδώ. Τι ζητάμε εμείς εδώ; Γιατί να κλέβω από τον δικό σου αέρα, όταν δεν ταιριάζει με το δικό μου pH; Τι παίρνω από αυτό τον αέρα, αυτή την παρέα, αυτή την προσπάθεια, αυτή τη φιλοδοξία, αυτή τη σκέψη, αυτή την τέρψη;
– Γιατί απαραίτητα κλέβεις και όχι μοιράζεσαι Πετρόπουλε;
-Γιατί το να μοιράζεσαι δε θέλει προσπάθεια, θέλει ανάγκη, εσωτερική κραυγή, όχι φρου-φρου και αρώματα. Θέλει ησυχία, όχι chansons και δεξιώσεις. Ώρες-ώρες μας πιάνει μια μανία υπερ-κατάκτησης, υπερ-προβολής, υπερ-εξωστρέφειας, υπερ-ματαιότητας. Ποιος ο λόγος; Προς τι αυτή η υπερ-ανάγκη;
-Δεν είναι ανάγκη. Είναι συνθήκη.
-Ακριβώς γι' αυτό, σε μια εποχή όπου οι δυσκολίες της ζωής σαν συνωμότες ορμούν από παντού, ποιο το πλαίσιο που θα σε κρατήσει σε ισορροπία;
-Δύσκολη πράγματι η ισορροπία… Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια μικρός για να περπατήσω στη δοκό της.
– Πόσες ανάσες ελευθερίας παίρνεις στο λεπτό; Δε σκέφτηκες ποτέ να τις μετρήσεις, έτσι δεν είναι;
-Κάπως έτσι.
-Μήπως τουλάχιστον μπορείς να εκτιμήσεις αν είναι λιγότερες ή περισσότερες από τις άπνοιές σου; Νιώθω πως ίσως έχεις ήδη καταρρίψει το ρεκόρ στην ελεύθερη κατάδυση και δεν το ξέρεις! Αλήθεια ξέρεις καλό κολύμπι; Επιπλέεις στα βαθιά, στα σκοτεινά νερά;
– Το παλεύω.
-Αυτό, λοιπόν, συμβαίνει και στα νερά της στεριάς. Σπάνια να πιάσεις μπουνάτσα. Μπουκαδούρα και άγιος ο Θεός! Και στη θαλασσοταραχή, για να μην πουν ότι είσαι ο πνιγμένος που πιάνεται από τα μαλλιά, γαντζώνεσαι σε καταστάσεις, εγκλωβίζεσαι σε ελπίδες, σε λόγια, αναλώνεσαι σε συναναστροφές, αναλαμβάνεις ρόλους που συχνά δε σε εκφράζουν.
– Κι όλα αυτά γιατί;
-Όλα αυτά από ανάγκη, ίσως από εγωισμό, ακόμη και αδυναμία, ακόμη-ακόμη και από άμυνα του οργανισμού στη χαμηλή του αυτοεκτίμηση.
-Καλά με μας. Και όλοι οι άλλοι το ίδιο ματαιοπονούν;
-Δεν το γενικεύουμε, αλλά γιατί; Αμφιβάλλεις; Πόσο συχνά παρατηρούμε τους άλλους πώς αναπνέουν και αναρωτιόμαστε πώς αντέχουν τόση θολούρα, τόση φασαρία, τόση παρέα, τόση επιφάνεια, τόση ζωή, τόση υπόθεση, τόση προσπάθεια για το μη πραγματικό, το τίποτα. Με πόση υπομονή και ανεκτικότητα είμαστε οπλισμένοι, πόσες ώρες μπορούμε να φοράμε άραγε τη μάσκα του ικανοποιημένου, του αυτάρκη, του γελωτοποιού, του καθώς πρέπει, του «σαν να είσαι», αλλά δεν είσαι, του «σαν να σου αρέσει», αλλά δε σου αρέσει; Δε σου 'χει τύχει αλήθεια;
-Ναι, δεν έχεις και άδικο.
-Μήπως, τελικά, είμαστε ήρωες αν μένουμε κάπου και διαιωνίζουμε καταστάσεις και συνήθειες, έτσι για να το κάνουμε, γιατί απλά δεν έχουμε την κουλτούρα της αποχώρησης;
-Αποχώρηση ή υποχώρηση;
-Αποχώρηση. Η υποχώρηση ταιριάζει στους δειλούς.
– Καλά Πετρόπουλε, εμφατικό και σίγουρο σε βρίσκω σήμερα, αλλά για ρίξε και καμιά ματιά στην ιστορία της πολεμικής τέχνης. Για ρώτα να μάθεις τον βίο και την πολιτεία του κινέζου στρατηγού Τσάο –Τσάο και μετά τα ξαναλέμε. Ciao Petropoulos!