Η Τζασίντα Αρντερν κατέλαβε εξαπίνης έναν μάτσο, κυνικό πλανήτη. Φορώντας μία μαύρη χιτζάμπ επισκέφθηκε το πληγέν Κράισττσερτς, μία μέρα μετά την επίθεση με τους 50 νεκρούς και τους 50 τραυματίες. Η ένθερμη αγκαλιά της σε μια νεαρή μουσουλμάνα και το μωρό της μοιάζει τόσο παράταιρη στο σημερινό πολιτικό κόσμο· βλέποντάς την ο Ντόναλντ Τραμπ αναμφιβόλως θα ένιωσε μια κάποια τάση για εμετό. «Το να είσαι συμπονετικός απαιτεί κουράγιο και δύναμη. Και εγώ δηλώνω περήφανα μια ηγέτιδα και πολιτικός με ενσυναίσθηση» δήλωνε προ καιρού η νεοζηλανδή πρωθυπουργός στο BBC.
Δεν πρόκειται μόνο για σπάνιο πολιτικό χάρισμα. Πρόκειται για ακριβοθώρητο ανθρώπινο χάρισμα. Σήμερα είναι τόσο εύκολο να δείξεις «ενσυναίσθηση» (λέξη- καραμέλα στην Ελλάδα της κρίσης). Mε ένα θλιμμένο emoji μπορείς να εκφράσεις σε κάποιον την συμπαράστασή σου για ένα οδυνηρό συμβάν: μια απόλυση, ένα χωρισμό, ένα θάνατο αγαπημένου προσώπου, την απώλεια μιας γάτας, ενός κινητού, του αγαπημένου ζεύγους γυαλιών ηλίου.
Δεν κοστίζει τίποτα. Δεν χρειάζεται καν να ακούσεις την φωνή του άλλου να «σπάει» στο τηλέφωνο. Ούτε να ακούσεις εν λεπτομερεία τα συστατικά του δράματός του. Δεν χρειάζεται επ’ ουδενί λόγω να απομυζήσεις τα δικά σου πενιχρά αποθέματα ψυχικού σθένους, προκειμένου να βρεις τα σωστά λόγια παραμυθίας. Eτσι αποφεύγεις τις αμήχανες σιωπές, τις γκάφες («Εντάξει, πόσο παραπάνω να ζήσει η μητέρα σου;») και, βέβαια, τον πειρασμό να φέρεις στην επιφάνεια τις δικές σου καλά θαμμένες συντριβές. Οπως και να’χει, αποφεύγεις το χάσιμο χρόνου.
Ισως όλη αυτή η διαρκής αλλά κενή δυνατότητα για ενσυναίσθηση να έχει τελικά γεννήσει ένα παλιρροϊκό έλλειμμα ευσπλαχνίας. Προσωπικώς, μετά από μία βαριά και μια βαρύτατη απώλεια (μιας δουλειάς 25 ετών και του πατέρα μου αντίστοιχα) είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω από πρώτο χέρι. Απήλαυσα σε όλο του το μεγαλείο αυτό το χαμερπές μούδιασμα, την πανηγυρική ατολμία, την υπαρξιακή αμηχανία, ακόμα και την απροκάλυπτη πλήξη μπροστά στον πόνο του άλλου. Είναι ένα από αυτά τα ποταπά κομμάτια της ανθρώπινης φύσης που γνωρίζεις μέσα σου ότι υπάρχουν (ειδικά αν έχεις διαβάσει Ντοστογιέφσκι ή Ντίκενς), αλλά ελπίζεις ότι δεν θα τα συναντήσεις ποτέ.
Οχι ότι δεν εισέπραξα ένα τεράστιο κύμα αγάπης και ειλικρινούς συμπαράστασης, ακόμα και μέσω Facebook (εγώ που χλεύαζα συλλήβδην τα ψηφιακά συλλυπητήρια). Οχι ότι δεν ταράχτηκα ευχάριστα από τη συναισθηματική φόρα κάποιων ανθρώπων, ακόμα και ξένων, να είναι κοντά μου στις δύσκολες στιγμές. Συνάντησα όμως και ηχηρές απουσίες ενσυναίσθησης. Το απέδωσα σε μικρότητες, φόβους, φοβίες, μία διεκπεραιωτική αντίληψη για το τι σημαίνει συγγένεια, φιλία, συναδελφικότητα. Ακουσα απύθμενης βλακείας δικαιολογίες («Ηθελα να σε πάρω τηλέφωνο, όμως ένιωθα άσχημα!») αλλά και εκκωφαντικές σιωπές από ανθρώπους δήθεν «κοντινούς». Τέλος, άκουσα αυτό το λιπόψυχο σάλεμα των ανθρώπινων άκρων που κοντοστέκονται, ενώ στην πραγματικότητα θέλουν να τρέξουν μακριά από εσένα και το πρόβλημά σου. Είναι αυτό το «μην κολλήσουν», που μου έλεγε προ καιρού μια φίλη, που είχε μόλις χάσει τη δουλειά της.
Οκ, δεν είναι και προς θάνατον να δειλιάζεις μπροστά στον πόνο του άλλου. Αλλωστε η κρίση μας κατέστησε πολύ πιο σκληρούς, μας θωράκισε με ανοσία απέναντι στην υπερβολική οδύνη, αποφασίσαμε να κουβαλήσουμε όση αναλογεί στους δικούς μας ώμους, ούτε δράμι παραπάνω. Είναι ενδεχομένως απόρροια αυτού που έχει βαπτιστεί «compasion fatigue» («κόπωση συμπόνοιας»). Καταναλώνουμε πλέον τόσο πολύ ανθρώπινο πόνο (σεισμούς, καταποντισμούς, λιμούς, καταστροφές, βανδαλισμούς, πτωχεύσεις κτλ) που έχουμε πλέον αναισθητοποιηθεί. Εχω την εντύπωση ότι τα τελευταία τέσσερα- πέντε χρόνια, μόνο το Μάτι κατάφερε να μας ταρακουνήσει λίγο.
Στο κάτω κάτω, ακόμα και για τους ειδικούς, η «ενσυναίσθηση» δεν είναι πλέον ζήτημα χαρακτήρα. Είναι ζήτημα επιλογής. Οπως ομολογούσαν προ καιρού σε άρθρο τους στους New York Times τρεις εξέχοντες καθηγητές της Ψυχολογίας: «… είναι μια επιλογή που κάνουμε να επεκτείνουμε ή όχι τον εαυτό μας στους άλλους».
Δεν γνωρίζω αν η σπλαχνικότητα είναι θέμα χαρακτήρα, DNA ή επιλογής. Eίμαι όμως πεπεισμένη ότι τελικά στον απόλυτο πόνο, o καθένας είναι ολοκληρωτικά και ολέθρια μόνος. Και ότι λίγες σταγόνες γνήσιας ανθρώπινης επαφής, σαν αυτές της πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας, φτάνουν συχνά, αν όχι να τον απαλύνουν, τουλάχιστον να υπενθυμίσουν ότι είναι πανανθρώπινος.