Απόψεις

Αλλα τα λόγια με φεγγάρι

Ηταν μια νύχτα με φεγγάρι. Εκτυφλωτικό σαν και χθες. Τότε ήταν ο Γιάννης Μετζικώφ που έλεγε κι έλεγε και αυτά σας τα μεταφέρω. Τα πιο ενδιαφέροντα τελικά λέγονται νύχτες με φεγγάρι...
Ρέα Βιτάλη

«Ημουν ιδιαίτερο παιδί! Μοναχικό. Με τις ώρες μπορούσα να κάθομαι σε μια γωνιά και να σκέφτομαι, να παρατηρώ. Η μάνα μου είχε πάντα μια ανησυχία για μένα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τη συμπεριφορά μου. Ολο “πήγαινε παιδί μου να παίξεις με τ΄άλλα παιδιά” με παρότρυνε σχεδόν με αγωνία. Εγώ όμως ήμουν ευτυχισμένος να κάθομαι μόνος και να παρατηρώ. Το σπίτι μας σε ένα χωριό της Κρήτης. Η μια κάμαρα δίπλα στην άλλη. Να αφουγγράζεται το ένα σπίτι το άλλο σαν γιατρός με στηθοσκόπιο. Η πόρτα του ενός, δίπλα στη πόρτα του άλλου. Ιχνος διακριτικότητας. Ολοι θαρρείς σαν μια σειρά μανταλάκια στην ίδια απλώστρα…

» Σαν να μας συνέδεε μια σειρά συγγενείας. Γι’ αυτό και όλες “θείες” τις φωνάζαμε. Κι αυτές συμπεριφέρονταν μεταξύ τους σαν αδελφές. Εβγαινε η μια από τη μια πόρτα “Ιντα κάνεις” τη ρώταγε η γειτόνισσα “μια πίττα να κάμω θέλει” της απαντούσε. “Ερχομαι και ‘γω να σε βοηθήσω στο φύλλο”. Τόσο απλά! Και σε αυτό, το σχεδόν κοινόβιο, εγώ διεκδικούσα την μοναχικότητά μου… Και αυτό προκαλούσε πανικό… Ηταν απέραντα αξιοπερίεργο! Ημουν ιδιαίτερο παιδί. Εκανα ακαταλαβίστικα πράγματα για όλους αυτούς.

» Θυμάμαι ένα περιστατικό. Στον χώρο που χρησιμοποιούσαν σαν πλυσταριό. Είχαν κρεμάσει ένα πολύχρωμο κεντίδι και έσταζαν τα χρώματα του… Τόσο ωραία χρώματα! Εσταζαν πάνω σε μια σειρά πέτρες. Δίπλα σε γκαζοντενεκέδες λαδιού και Φυτίνης… Και κάπου εκεί ανάμεσα βρέθηκε, δε ξέρω πώς, ένα καύκαλο από πρόβατο. Με τα δόντια του και το στόμα να χάσκει. Ενα καύκαλο ζώου! Κι όπως έσταξαν τα χρώματα επάνω του, το παρατήρησα, έτσι μπογιατισμένο και μου φάνηκε απίστευτα όμορφο! Ετρεξα με ενθουσιασμό και φώναξα τη μάνα μου “Ελα να δεις κάτι πολύ ωραίο” την τραβολογούσα. Με ακολούθησε και όταν είδε τι θεωρούσα ωραίο με κοίταξε με τρόμο… Σχεδόν αποστροφή! Μα για μένα αυτό ήταν πολύ ωραίο. Αυτό το χρωματισμένο κρανίο… Σαν μάσκα… Αρχέγονη! Και η μάνα μου ρωτούσε με τρόπο τον παπά, τον γιατρό “Τι έχει το παιδί μου;”. Ημουν ιδιαίτερο παιδί. Μερικές φορές για να ξεκουνηθώ, πήγαινα στο σπίτι μιας “θείας” μου. Πάντα την έβρισκα μπροστά από τον αργαλειό να υφαίνει. Χρώματα μαγικά, μαλλιά ένα σωρό και από πίσω εκείνη “Χαρώ το, το κοπελάκι μου, κάτσε κοντά μου” και ‘γω έπαιρνα ένα σκαμνάκι και καθόμουν και μαγευόμουν με τα χρώματα κι όλο τη ρωτούσα “Πώς κάνεις τόσο ωραία πράγματα θεία!” και κείνη γελούσε κι απαντούσε “Εσύ δε χρειάζεται να ξέρεις, αυτά θε να στα φέρει, όντε μεγαλώσεις, μαζί τζι, η γυναίκα σου” και γω ξαναρωτούσα “Μα πώς κάνεις τόσο ωραία πράγματα θεία” και σταματούσα γιατί φοβόμουν… Δίσταζα να ρωτήσω αυτό που αληθινά με προβλημάτιζε, αυτό που παίδευε το μυαλό μου “Πώς γίνεται θεία, ενώ είσαι τόσο άσχημη κι έχεις τόσο μεγάλη μύτη και καμπούρα και τόσο ροζιασμένα χέρια και τόσο θλιβερά μάτια, σαν μάγισσα ήταν, να φτιάχνεις τόσο πανέμορφα πράγματα; Πώς από μια άνυδρη, σκληρή  ζωή ανάβλυσε ξαφνικά τόσο γάργαρο νερό; Από πού τελικά αναβλύζει η τέχνη; Από ποιους ανθρώπους εκπορεύεται! Τι είναι η έννοια της ομορφιάς; Ποια είναι τα σύνορα της ομορφιάς και της ασχήμιας;”»

Ηταν θυμάμαι μια νύχτα με φεγγάρι. Εκτυφλωτικό σαν και χθες. Τότε ήταν ο Γιάννης ο Μετζικώφ που έλεγε κι έλεγε. Σκέψου, θυμάμαι ακόμα αυτά που έλεγε και «στο περίπου» σας τα μεταφέρω. Μα, ήταν κι άλλες νύχτες. Κι ήταν άλλοι που μιλούσαν. Ψιθυριστά. Σαν όπως πρέπει στο φεγγάρι. Σκέψεις που γαργάλησαν το μυαλό μου. Τα πιο ενδιαφέροντα τελικά λέγονται νύχτες με φεγγάρι. Κι έτσι, παρασυρμένη από το χθες του ουρανού, είπα να στείλω ένα φιλί στις φεγγαροκουβέντες μας. Αλλες κουβέντες! Να΄τανε να είχαμε μόνιμα τέτοιο φεγγάρι! Θα αυτοκτονούσαν πάνω από τις μισές ειδήσεις!