Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο στάθηκε αυτό του Σταύρου Θεοδωράκη «Η επανάσταση της αρπαχτής» και το σχόλιο έλληνα ηθοποιού για τον σαιξπηρικό «Ριχάρδο ΙΙΙ» σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες: «Είναι δυνατόν να σκοτώνεται ο Ριχάρδος και το στέμμα του να το παίρνει ένας άλλος βασιλιάς; Αυτό είναι το μήνυμα που ήθελε να περάσει ο κ. Σπέισι. Αυτή την εποχή; Στην Ελλάδα;»… Ενας άλλος Ελληνας ηθοποιός μίλησε «για απλοϊκή και μέτρια σκηνοθεσία» ενώ ένας διακεκριμένος σκηνογράφος έφυγε στη μέση της ίδιας παράστασης, όταν προηγουμένως είχε αντέξει στωικά τις δυόμιση ώρες των κατά Φασουλή αλλοπρόσαλλων «Σκηνοβατών», όπως και πλήθος άλλων τυχάρπαστων παραστάσεων, Ελλήνων όμως σκηνοθετών. Α, υπήρχαν και οι γκρίνιες συναδέλφων δημοσιογράφων ότι το εν λόγω θέαμα ήταν για κλειστό θέατρο…
Οντως, αυτός ο κ. Σπέισι και μετριότατος ηθοποιός είναι, και όλο καμπούριαζε και κούτσαινε για να βγάλει το ρόλο του, και περίεργες εμμονές έχει με την ακριβή απόδοση των κειμένων. Και απορώ γιατί δεν συμβουλεύεται κάποιους Ελληνες συναδέλφους του, απογόνους ενός σπουδαίου πολιτισμού και φορείς της ίδιας της ουσίας της υποκριτικής τέχνης, πως να πράξει για να επικαιροποιήσει ένα παλιακό, παρωχημένο κείμενο, όπως συχνά έχουμε δει να κάνουν τα τελευταία χρόνια και ειδικά φέτος, όταν η μεταμοντέρνα ανάγνωση κλασικών κειμένων φαίνεται να είναι μονόδρομος για μεγάλο αριθμό ελλήνων καλλιτεχνών.
Κύριοι, ας σοβαρευτούμε, επιτέλους. Κι ας αντικρίσουμε κατάματα την βαθιά πνευματική μας ένδεια και την αισθητική μας κατρακύλα. Ρίξτε μια ματιά στα ελληνικά θεατρικά σχήματα που περιοδεύουν αυτή τη στιγμή ανά την Ελλάδα τι ποιότητας θεάματα προσφέρουν στο ελληνικό κοινό. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία –και με άλλοθι το ανάλαφρον του ελληνικού θέρους- έχουν μετατρέψει κλασικά αριστουργήματα σε αγοραίες εκδοχές (βλ. αρπαχτές) του λίγο-κρασί-λίγο-θάλασσα-και-τ’-αγόρι-μου. Αυτή την εποχή. Στην Ελλάδα της βαθιάς οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης, για να παραφράσω το σχόλιο του «αγανακτισμένου» Ελληνα ηθοποιού. Και βλέπουμε μια σοβαρή καλλιτεχνική πρόταση –από αλλοδαπό θίασο με καταξιωμένους και διεθνώς αναγνωρισμένους συντελεστές- και βγαίνει όλη η ραγιάδικη μιζέρια μας, όλος ο συντετριμμένος θαυμασμός μας (ο κατά Κίρκεργκορ ορισμός του «φθόνου»).
Ο Κέβιν Σπέισι, πέρα από ηθοποιός που τιμά την ελληνική ετυμολογία του ορισμού της επαγγελματικής του ταυτότητας, αποδείχτηκε και εξαίρετος επαγγελματίας. Παλεύοντας με την αγωνία και το άγχος του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός μεγάλου ανοιχτού θεάτρου, όπως το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, να τοποθετήσει τη φωνή του έτσι, αυτός που είναι μαθημένος σε κλειστά θέατρα, ώστε να φτάνει ως τον τελευταίο θεατή του Ανω Διαζώματος και νιώθοντας «τεράστια χαρά και τιμή που παίζει σε ένα θέατρο-σύμβολο του δυτικού πολιτισμού», όπως εκμυστηρεύτηκε στον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ Γιώργο Λούκο, κατάφερε μια ασύλληπτη σκηνική επίδοση εφευρίσκοντας νέες, σπάνιες αποχρώσεις στην ερμηνευτική παλέτα του απόλυτου Κακού. Δουλεύοντας εμμονικά πάνω στο ρόλο του σχεδόν ένα χρόνο πριν την έναρξη των προβών, έκοψε ποτό και τσιγάρο αρχίζοντας παράλληλα γυμναστική για να βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα, και παρουσιάστηκε την πρώτη μέρα των προβών ξέροντας απ’ έξω όλο τον ρόλο του. Και παρά τα 52 του χρόνια, έβγαλε γενναία έναν δύσκολο και δύστροπο ρόλο με συνεχή σκηνική παρουσία δυόμιση ωρών με στρεβλωμένη τη σπονδυλική του στήλη, λόγω της γνωστής κύφωσης και χωλότητας του Ριχάρδου.
Και στο τέλος, όταν υποκλίθηκε βαθιά μπροστά σε 9.000 θεατές (το μάξιμουμ χωρητικότητας του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου), το βλέμμα του (το οποίο, νομίζω, δεν θα ξεχάσω ποτέ), χωρίς κανένα ίχνος έπαρσης, αγκάλιασε με δέος και ευγνωμοσύνη όλους αυτούς τους ανθρώπους που τον τίμησαν με την παρουσία τους. Οσο για την παρωχημένη δημοσιογραφική καραμέλα περί «παράστασης κλειστού θεάτρου», ας θυμηθούμε πρώτον, ότι ο Σαίξπηρ τα έργα του τα έγραφε για το ανοιχτό θέατρο Globe, δεύτερον, ότι το καλό θέατρο χωρά παντού ενώ το κακό πουθενά.
Το τριήμερο 29-31 Ιουλίου η Επίδαυρος έζησε ένα σπάνιο και σπουδαίο πολιτιστικό γεγονός. Ατυχείς αυτοί που, από μικροεγωισμούς και προσωπικές ανεπάρκειες, δεν μπόρεσαν να το εκτιμήσουν.