Συνήθως η στήλη φιλοξενεί ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων. Σήμερα, είναι μαζί μας ένας καλλιτέχνης της ζωής, ένας άνθρωπος που τόλμησε και δούλεψε πολύ για να αλλάξει την καθημερινότητά του προς το καλύτερο. Ο Φιλάρετος Ψημμένος άφησε πίσω του μια στρωμένη αστική ζωή για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του να ζήσει και να εργαστεί στη φύση. Ποιες ήταν, όμως, οι δυσκολίες που συνάντησε και υπό ποιες συνθήκες το όνειρο δεν εξελίχθηκε σε εφιάλτη; Πόσο πραγματική ή φαντασιακή είναι η εικόνα που έχουμε οι άνθρωποι της πόλης για τη ζωή στη φύση; Και πως αποτυπώνεται η σημερινή Αθήνα στα μάτια ενός επιλεκτικού επισκέπτη της;
Από στέλεχος μάρκετινγκ στην Αθήνα, ξενοδόχος, τροφοσυλλέκτης και μάγειρας στο Πήλιο. Τι σηματοδότησε αυτή την αλλαγή πλεύσης και τρόπου ζωής;
Η ιστορία αυτή πάει αρκετά πίσω, στο 2002. Τώρα που τα βλέπω από απόσταση, μου φαίνονται όλα πολύ απλά. Μου είχε γίνει εμμονή η ιδέα, τη φαντασιωνόμουν για καιρό, στο τέλος την πραγματοποίησα. Βέβαια, τότε προ κρίσης, το δύσκολο βήμα ήταν η απόφαση, η υλοποίηση ήταν πιο εύκολη. Βλέπεις, λεφτά υπήρχαν. Τώρα αποφάσεις τέτοιου είδους είναι πιο εύκολες, έχει γίνει σχεδόν trend να φεύγεις, αλλά η υλοποίηση είναι πολύ πιο δύσκολη.
Τότε στα 2002, ορεινά καταλύματα χτιζόντουσαν παντού, τα weekend χαλάρωσης (με τζακούζι) ήταν αδιαπραγμάτευτα για όλους, είχαν δεν είχαν χρήματα. Εμείς επιλέξαμε την Τσαγκαράδα, αγαπημένο τόπο διακοπών μας, που είχε δυνατότητες για σεζόν 12 μηνών. Αποφασίσαμε, όμως, να ανακατασκευάσουμε ένα παλιό αρχοντικό, χωρίς ιδιαίτερες πολυτέλειες και με στόχο να προσφέρουμε στο φιλοξενούμενο μια «εμπειρία Πηλίου», όπως θα θέλαμε να τη ζήσουμε και εμείς. Στα τέσσερα χρόνια της κατασκευής, η στενή επαφή με το Πήλιο και τους ντόπιους και η διάθεσή μας να μάθουμε, μας άλλαξε τη ζωή. Γνώσεις και δυνατότητες, που φαίνεται ήταν αποθηκευμένες στο DNA μας, άνθησαν. Αυτό το βουνό είναι πραγματικά μαγικό, με βαθιά παράδοση τροφοσυλλογής. Αποφασίσαμε ο ξενώνας να λέγεται «ΑΜΑΝΙΤΑ» και να προσφέρει στους φιλοξενούμενους τη δυνατότητα να περπατήσουν στα μονοπάτια και στο δάσος, για να συλλέξουν οι ίδιοι ό,τι προσφέρει η φύση κάθε περίοδο -μανιτάρια, καρπούς, χόρτα, κλπ. Θελήσαμε το πρωινό μας να έχει κεντρικό χαρακτήρα στην εμπειρία της διαμονής. Αυτό μας έβαλε στη διαδικασία να τα φτιάξουμε όλα μόνοι μας, το ψωμί, τις μαρμελάδες, τα αλμυρά. Έτσι, μπήκαμε σε γαστρονομικές αναζητήσεις και με αυτό τον τρόπο προέκυψε μια μικρή παραγωγή, που συσκευάζεται σε αριθμημένα βαζάκια. Το πιο πρόσφατο «παιδί» μας είναι ένας μικρός επισκέψιμος βοτανικός κήπος με 400 ρίζες βοτάνων, που μας δίνει αρκετή πρώτη ύλη για τα παρασκευάσματά μας, και έπεται συνέχεια.
Ποιες οι δυσκολίες που συνάντησες –ή ακόμα συναντάς- κατά το νέο σου εγχείρημα, σε έναν τόπο που δεν ήταν καν ο γενέθλιός σου;
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, οι μεγάλες δυσκολίες αφορούσαν εσωτερικές συγκρούσεις. Είχαν να κάνουν με την αλλαγή του τρόπου δουλειάς και ζωής. Δεν είναι εύκολο ξαφνικά να πρέπει να τα κάνεις όλα μόνος, δηλαδή και διευθυντής και παιδί για όλες τις δουλειές. Από την άλλη, όταν υπάρχει μια οικογένεια με μικρά παιδιά που βρίσκονται ήδη σε έναν δρόμο, δεν είναι εύκολο να τα αποκόψεις και να τα φέρεις κάπου, που το βλέπουν σαν ερημιά. Επιλέξαμε για μια εξαετία να λειτουργούμε για μεγάλο διάστημα διαχωρισμένοι στην Αθήνα και την Τσαγκαράδα και να είμαστε όλοι μαζί στις διακοπές και τις γιορτές. Αυτό έχει κόστος και δεν αναφέρομαι βέβαια στο οικονομικό. Με τα χρόνια ισορροπούμε καλύτερα, γεγονός που μας βοηθάει να σχεδιάζουμε ένα πιο Πηλιορείτικο μέλλον.
Όσον αφορά τους ντόπιους, τους αντιμετώπισα πάντα με σεβασμό. Δεν ήλθα στην Τσαγκαράδα σαν κατακτητής, ήλθα να δώσω και να πάρω. Κάθισα και δούλεψα δίπλα σε τεχνίτες και μαστόρους, μπήκα σε σπίτια και συζήτησα με τους μεγάλους για τα παλιά χρόνια, για τη διατροφή κι αντάλλαξα συνταγές. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, έχω συνδέσει τη μοίρα τη δικιά μου και της οικογένειάς μου με την περιοχή και αισθάνομαι βαθιά Πηλιορείτης από επιλογή και έρωτα για το «γλυκό βουνό».
Σκέφτηκες ποτέ να τα παρατήσεις; Αν ναι, τι σε κράτησε τελικά στην Τσαγκαράδα; Αν όχι, ήταν γιατί πείσμωσες, ανάπτυξες «αντισώματα», τι;
Απογοητεύσεις υπάρχουν πάντα, αλλά αν κρατάς «μικρό καλάθι», μειώνονται τα αποτελέσματά τους. Δυο ήταν τα σημεία που είχα τη μεγαλύτερη δυσκολία. Πρώτα, να αποδεχτώ την αίσθηση του χρόνου των μαστόρων της οικοδομής, που ήταν εντελώς διαφορετική από τα χρονοδιαγράμματα που είχα εγώ στο μυαλό μου. Δεύτερο, να αντιμετωπίσω το Δημόσιο σε όλες του τις εκφάνσεις, που ήταν απόλυτα εχθρικό προς κάθε έννοια καινούριου, ευέλικτου και διαφορετικού. Όλα αυτά βέβαια, μας έκαναν απίθανα μαχητικούς και εφευρετικούς για να τα ξεπεράσουμε και να κάνουμε αυτό που εμείς θέλαμε. Τελικά, όλη αυτή η ταλαιπωρία μας έκανε καλό. Έτσι όταν έφτασε η κρίση είχαμε τα απαραίτητα «αντισώματα» για να την αντιμετωπίσουμε.
Όταν επιστρέφεις στην Αθήνα, τι εικόνα αντικρίζεις;
Μετά τους μήνες του καλοκαιριού, που για μένα τελειώνει εκεί στα μέσα Οκτωβρίου, έρχομαι στην Αθήνα γεμάτος ωραίες εικόνες. Θάλασσες τυρκουάζ, βουνά καταπράσινα, συζητήσεις με ωραίους τύπους από όλο τον κόσμο, που είναι χαρούμενοι γιατί κάνουν τις διακοπές τους. Έρχομαι γεμάτος ενέργεια, γιατί έχω μαζέψει φρούτα και μανιτάρια, τα έχω επεξεργαστεί και είναι σε βαζάκια έτοιμα προς πώληση. Έρχομαι χαρούμενος και αισιόδοξος. Εδώ, είναι το κρίσιμο σημείο. Όποτε αντιμετωπίζω την Αθήνα σαν «τουρίστας», περνάω καλά. Βλέπω μόνο τα ωραία και έχει αρκετά ωραία η πόλη. Όταν μπαίνω σε κλίμα μόνιμου κατοίκου, με κυριεύει η μιζέρια της πόλης, βλέπω μόνο τα άσχημα και σίγουρα έχει πάρα πολλά άσχημα -και «άσχημους». Ευτυχώς, το έχω δίπορτο και η προοπτική της επιστροφής στο χωριό με τονώνει.
Αυτός ο διχασμός στοιχειώνει όλη την ελληνική κοινωνία. Αυτοί που ζουν στα χωριά φαντασιώνονται μια φυγή στην «ιδανική Αθήνα», μια ζωή πιο κοσμική και αστραφτερή. Από την άλλη, αυτοί που ζουν στην Αθήνα φαντασιώνονται την επιστροφή στην «ιδανική επαρχία», σε μια ζωή καρτποσταλική με ηλιοβασιλέματα και πουλάκια να κελαηδούν. Και οι δυο περιπτώσεις είναι ψέμα. Ολοι το ξέρουν και γι’ αυτό δεν προχωρούν παραπέρα από τη φαντασίωση. Όμως, η φαντασίωση αυτή στέκεται εμπόδιο στο να βελτιώσουν αυτό που ζουν, στον τόπο που το ζουν.
Τι θα έλεγες σε όσους λένε συχνά «δεν με χωρά αυτή η πόλη, θέλω να ξεκινήσω αλλού μια νέα ζωή», αλλά δεν το τολμούν;
Έχω προβληματιστεί τα τελευταία 2-3 χρόνια με αυτή τη νέα μορφή lifestyle που αναπτύσσεται. Μετά τους επιτυχημένους με το σκάφος, τη βίλα και το καγιέν, ήλθε η ώρα να προβληθούν «τα παιδιά της φύσης». Αυτοί που εγκατάλειψαν τα πτυχία και τις καλοπληρωμένες (;) δουλειές και τώρα μαζεύουν χόρτα, μανιτάρια, αλάτι, εκτρέφουν κατσίκια, καλλιεργούν περίεργα βότανα, κλπ. Αν κι εγώ συνέβαλα στο παραμύθι αυτό, ζητάω συγνώμη. Η ζωή στην επαρχία, κοντά στη φύση, δεν έχει γκλάμουρ, έχει δουλειά όλη μέρα. Αν τα χρονοδιαγράμματα στις εταιρίες είναι στενά, στη φύση είναι απαραβίαστα. Αν δεν ποτίσεις, αν δεν καταπολεμήσεις τα έντομα, αν δεν ξεβοτανίσεις, αν, αν, αν …, τότε που πρέπει, χάθηκαν οι κόποι της χρονιάς. Ακόμη και στην τροφοσυλλογή, αν δεν βγεις την ώρα που πρέπει, θα βρεις τα κοτσάνια που άφησαν οι προηγούμενοι. Αυτή η μεγάλη απόφαση είναι για ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν να κάνουν, έχουν ήδη τις βασικές γνώσεις για να το πώς θα το κάνουν και ταυτόχρονα τη διάθεση να μάθουν νέα πράγματα. Φαίνεται ίσως σκληρό και αντιφατικό, αλλά όταν δουλεύεις στη φύση και με τη φύση, για να απολαύσεις ευχαριστημένος το ηλιοβασίλεμα (και τα πουλάκια να κελαηδούν), πρέπει να έχεις σηκωθείς από τα χαράματα και να την ιδρώσεις τη φανέλα.
Ξενώνας «Αμανίτα»: Τσαγκαράδα Πηλίου, τηλ. 24260 49707, 6945878672, πληροφορίες: info@amanita.gr, www.amanita.gr
Προϊόντα «Αμανίτα»: συμμετέχουν στην έκθεση «Ελλάδα γιορτή γεύσεις», 5-7 Δεκεμβρίου, στη HELLEXPO Μαρούσι. Κατάλογος για τα προϊόντα με τα συνεργαζόμενα καταστήματα στο www.amanitaproducts.gr.
* Ο Φιλάρετος Ψημμένος είναι μόνιμος συνεργάτης του bostanistas.gr