Φοβάμαι ότι θα ακουστώ σαν κακέκτυπο του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Είναι αναπόφευκτο αν οι πρώτες αναμνήσεις σου τυπώθηκαν με ασπρόμαυρο φιλμ.
Θυμάμαι, λοιπόν, παιδάκι, στα τέλη του ’70, να σηκώνονται ως και τα χώματα από τις αλάνες της Τούμπας όταν παίζαμε με τον Ολυμπιακό. Χώματα οργωμένα από καρότσια με κασέτες, από πάγκους με κασκόλ και χάρτινα καπέλα. Σκαμμένα από φτηνά παπούτσια εργατών. Λάσπες που λέρωναν ολοκαίνουργια σπορτέξ, κάτω από γρατζουνισμένα, ματωμένα γόνατα. Χαμίνια από το Δενδροπόταμο άφηναν τα λαρύγγια τους στον αέρα, προσπαθώντας να πουλήσουν μαξιλαράκια. Και μετά ήταν η τσίκνα που τα έπαιρνε όλα αυτά και τα ανέβαζε στον ουρανό, να τα αφιερώσει σε έναν Θεό που, δεν μπορεί, ήταν ΠΑΟΚ, αν δεν ήταν ο ίδιος ο ΠΑΟΚ. Τότε λέγαμε ότι ήταν κρέας αυτό πάνω στις ψησταριές. Ποτέ δεν μάθαμε τι κρέας ήταν. Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να ξέρω. Ομως η γεύση από τη μουστάρδα της Τούμπας είναι ακόμα στο στόμα μου. Οι μεγάλοι έπιναν ρετσίνα, το μπουκάλι έδειχνε μικρό μέσα στα τεράστια χέρια τους. Και εσύ, ως πιτσιρικάς, έπρεπε να βουτήξεις ένα από αυτά τα χέρια για να σε βάλει στο γήπεδο.
Τότε η Τούμπα, ως περιοχή, δεν ήταν πλήρως ασφαλτοστρωμένη. Δεν είχε καν ολοκληρωθεί το οδικό της δίκτυο. Εκεί που σήμερα έχει καφέ για να αράζουν οι φίλαθλοι πριν το ματς, τότε ήταν ρέματα. Αν έβλεπες την εικόνα της περιοχής από ψηλά, θα μετρούσες μερικές χιλιάδες ανθρώπων να βγαίνουν μέσα από δέντρα και να ανηφορίζουν μικρές πλαγιές, για να πιάσουν τα τελειώματα της Διογένους, κοντά στην Κλεάνθους. Και πάντα, μα πάντα, από κάποια καντίνα, μέσα σε ένα παλιό κασσετόφωνο με μπαταρίες, ο «Μηνάς ο ΠΑΟΚτσής» προειδοποιούσε: «Θα σφαγώ, θα αυτοκτονήσω ή θα κάνω φονικό, αν δεν σκίσουμε στην Τούμπα Αρη και Ολυμπιακό». Ο στίχος δεν είναι, απλώς, εύστοχος. Είναι ψυχογράφημα. Ανήκω και εγώ -όπως δυστυχώς και άλλοι μετά από μένα- σε μία από τις γενιές των ΠΑΟΚτσήδων που, από ένα σημείο και μετά, αυτό τους ήταν αρκετό. Τίτλο δεν επρόκειτο να πάρουμε, τουλάχιστον ας νικήσουμε Αρη και Ολυμπιακό.
Και καλά με τον Αρη, ήταν για ευνόητους λόγους. Κέρδιζες την Κυριακή και τη Δευτέρα ήσουν στο σχολείο πριν καν ανοίξει. Τους περίμενες στην πόρτα. Ομως η κόντρα με τον Ολυμπιακό είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα. Τα παιχνίδια των δύο ομάδων άρχισαν να παίρνουν φωτιά στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μετά την υπόθεση φυγής/αρπαγής του Γιώργου Κούδα και την επιστροφή του, στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από παρέμβαση του υφυπουργού Αθλητισμού της χούντας, του χαλκιδικιώτη Κωνσταντίνου Ασλανίδη. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ δεν είχε άλλη επιλογή: έπρεπε να συγχωρήσει το μεγαλύτερο παίκτη που ανέδειξε ο σύλλογος, να δεχθεί για «σημαία» κάποιον που φωτογραφήθηκε με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Και ο ίδιος άνθρωπος έβαλε το ωραιότερο γκολ της καριέρας του εναντίον του Ολυμπιακού, αλλά δεν έχει καταγραφεί σε κάμερα.
Μαζί με τη μεγάλη ομάδα του ’70, στην Τούμπα γεννήθηκε το μίσος για τον Ολυμπιακό και μία από τις μεγαλύτερες παραδόσεις του ελληνικού ποδοσφαίρου. Από τα τέλη του ’60 ως και την εποχή Κόκκαλη, ο Ολυμπιακός έχανε πριν καν πατήσει στο αεροδρόμιο της Μίκρας. Από τον ΠΑΟΚ έχει υποστεί και τη μεγαλύτερη ήττα του στο Πρωτάθλημα (6-1). Εχανε ακόμα και όταν αποσπούσε από τον ΠΑΟΚ παίκτες κομβικής σημασίας, όπως ο Γούναρης, ο Κωστίκος, ο Σκαρτάδος. Ακόμα και όταν του πήρε… τον προπονητή, τον Λίμπρεχτς στην εποχή Κοσκωτά. Πάντως αργότερα ο Ολυμπιακός κόντεψε να πάρει ρεβάνς παράδοσης, καταγράφοντας θετικά αποτελέσματα για σειρά ετών.
Η αντιπαλότητα με τον Ολυμπιακό καλλιεργήθηκε και από την αίσθηση της αδικίας που, ορθώς, αισθάνεται διαχρονικά ο φίλος του ΠΑΟΚ. Για τον φίλαθλο της Βόρειας Ελλάδας, στον Ολυμπιακό προσωποποιείται «το κατεστημένο της Αθήνας» το οποίο, παραδοσιακά, λειτούργησε εις βάρος του ΠΑΟΚ. Σε κάποιο μικρό βαθμό, βέβαια, λειτούργησε και ως άλλοθι ανεπάρκειας. Για να είμαστε, όμως, ιστορικά δίκαιοι, οι τίτλοι που στερήθηκε ο ΠΑΟΚ, ειδικά το ’70 και στις αρχές του ’80, κατέληξαν οι περισσότεροι στον Παναθηναϊκό. Ακόμα και η σφαγιαστική διαιτησία του Σπάθα στο Χαριλάου το 2010, οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος από τον ΠΑΟ. Οχι πως ο ΠΑΟΚ δεν έχει υποστεί άδικες διαιτησίες προς όφελος του Ολυμπιακού -προς Θεού! Απλώς δεν υπέστη απώλεια τίτλων εξαιτίας τους. Από την άλλη όμως, ήταν αυτές οι διαιτησίες (όχι μόνο με τον Ολυμπιακό) που έλεγαν στον ΠΑΟΚ ότι δεν είναι εύκολο να σηκώσει κεφάλι.
Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος για την κόντρα των δύο συλλόγων, εξίσου σημαντικός. Ισως ο σημαντικότερος. Είναι η απώθηση των ομωνύμων. Οι δύο σύλλογοι μοιάζουν σε πολλά. Λαοφιλείς, που γιγαντώθηκαν πάνω σε λαϊκό και προσφυγικό στοιχείο με ενστικτώδη τάση ηγεμονίας επί των πάντων. «Είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, ομάδες του λαού, με καταβολές στην Αριστερά. Επρεπε να έχουμε φτιάξει κοινό μέτωπο» συνήθιζε να λέει ο Σωκράτης Κόκκαλης που δεν έκρυβε την εκτίμηση του για τον ΠΑΟΚ και τον κόσμο του.
Ναι, οι σύλλογοι μπορεί να μοιάζουν. Υπάρχει όμως μία τεράστια, μία θεμελιώδης διαφορά. Ο κόσμος του Ολυμπιακού θρέφεται από τους τίτλους. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ θρέφεται κυρίως από τον πόνο της αποτυχίας και από την αίσθηση της αδικίας. Για τον ΠΑΟΚ ο πόνος είναι ό,τι και η ξενητειά στα τραγούδια του Καζαντζίδη. Ποια άλλη ομάδα θα είχε γεμάτο γήπεδο και θα κέρδιζε καινούργιες γενιές οπαδών μένοντας τρεις δεκαετίες χωρίς πρωτάθλημα; Η Λίβερπουλ, θα ήθελα να απαντήσω, αλλά, εντάξει, δεν πρόκειται για αντίστοιχα μεγέθη.
Οπως συμβαίνει με κάθε σύλλογο, ο ΠΑΟΚ είναι ο κόσμος του. Ωστόσο αυτό συχνά έχει αποδειχθεί και κατάρα για την ομάδα. Κατά τη γνώμη μου το παιχνίδι της Κυριακής ενδέχεται να είναι και ιστορικής επικινδυνότητας. Ελπίζω όμως ότι αυτή τη φορά όλα θα είναι καλά και στη θέση τους. Και δεν χρειάζεται να συνωμοτήσει ούτε το Σύμπαν, ούτε κανένας άλλος. Απλώς να νικήσει η καλύτερη ομάδα. Ξέρουμε όλοι ότι φέτος είναι ο ΠΑΟΚ.