Μόλις έφυγε, λίγα μέτρα πιο πέρα, είδε μια αμυγδαλιά! Το δέντρο «της» δηλαδή! Κι έτσι χαμογέλασε, στα μαλλιά της που είχαν μείνει στο πάτωμα | Menelaos Myrillas / SOOC
Απόψεις

Η γυναίκα χωρίς φύλλωμα…

Είχε έρθει η ώρα να ξυρίσει το κεφάλι της. Πέρασαν σκηνές μπροστά της. Κοριτσάκι με κοκαλάκια πασχαλίτσες, κοπέλα να παίζει μια μπούκλα ενώ της μιλούσε «εκείνος». «Ξεκινάω!» είπε ο Γιώργος. Με τον ήχο της μηχανής, όπως την πέρναγε σαν γκαζόν, κατέβηκε στο «τίποτά» της. Κράτησε τον λυγμό - μόλις έφυγε είδε μια αμυγδαλιά! Αναμμένη άνθη!
Ρέα Βιτάλη

Ήταν μέρος της διαδικασίας. «Στις χημειοθεραπείες, από τη 18η ημέρα και μετά τα μαλλιά πέφτουν». Βεβαίως είχε την επιλογή, να περιμένει στωικά και σίγουρα βασανιστικά, το πότε, το φύλλωμά της θα έπεφτε. Αλλά η γυναίκα είχε πάρει τη δική της ακραία απόφαση. Ναι. Τι νόημα είχε να μετράει μέρες; Είχε έρθει η ώρα να ξυρίσει το κεφάλι της. Θα ήταν δηλαδή, για μερικούς μήνες χωρίς φύλλωμα. Πρώτη φορά στη ζωή της. Απροστάτευτη, γυμνή αρχέγονων καλλωπιστικών στοιχείων.

Δευτερόλεπτα πέρασαν σκηνές μπροστά της. Μνήμες σταγόνες. Θυμήθηκε τον εαυτό της, με κοκαλάκια πασχαλίτσες, να μετράει περήφανα, μα κυρίως αγωνιωδώς, το μήκος των μαλλιών της. Θυμήθηκε τον εαυτό της σε κομμωτήριο «για μεγάλες», με τα ποδαράκια της να μη φτάνουν στο πάτωμα και τη μαμά της να προτρέπει την κομμώτρια «Πιο κοντά. Είναι καλοκαίρι! Να δροσίζεται το κεφαλάκι της». Τι καημό την είχε, τη δροσιά της κεφαλής της, η μάνα της! Κι εκείνη, η δυστυχής, η τραγικά δυστυχής, να κόπτεται απελπισμένα «Όχι! Όχι τόσο πολύ!».

Θυμήθηκε τον εαυτό της να παίζει μια μπούκλα ενώ της μιλούσε εκείνος. Πάντα όταν της μιλούσε, ο κάθε φορά «εκείνος», έπαιζε λίγο τα μαλλιά της με τα χέρια της. Κι έτσι επιβεβαίωνε μέσα της, ότι τον «εκείνον», τον έβλεπε αλλιώς απ΄όλους, τους εκείνους εκεί.

«Λοιπόν, προχωράω;» ρώτησε ο Γιώργος και χαμογέλασε ενθαρρυντικά κλείνοντας της μάλιστα το μάτι. Ο Γιώργος στον καθρέπτη της… Κοίτα πώς τα φέρνει η ζωή καμιά φορά… Ο Γιώργος, επί είκοσι χρόνια εργάζεται σε ένα κομμωτήριο για τέτοιες μόνο περιπτώσεις. Κι ήρθαν έτσι, σαδιστικά γελοία τα πράγματα, κι έπρεπε να εμπεδώσει κι έναν καρκίνο πάνω στη γυναίκα του. Πότε; Τρεις μήνες μετά τη γέννα του δεύτερού τους παιδιού και με το πρώτο στην κούνια. Δηλαδή, πάνω στις μεγάλες τους χαρές! Ο Γιώργος από άμυνα στο δράμα, έχει χαρίσει στη γυναίκα του τις πιο πολλές περούκες του κόσμου και ανάλογα το χρώμα, τη βαφτίζει με άλλο όνομα. Είναι το παιχνίδι τους. Μόνικα, Ούρσουλα, Λάουρα.

Ο Γιώργος έχει εξαιρετικό χιούμορ. Η γυναίκα απέναντί του, ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο μέσα από τον καθρέπτη της αναρωτήθηκε, πόσους ενδιαφέροντες ανθρώπους και πόσες ακραίες ιστορίες θ’ άκουγε και θα ζούσε, σε τούτη τη νέα φάση της ζωής της; Πόσους μικρούς ήρωες και πόσες ηρωίδες! «Ξεκινάω!» είπε εκείνος αποφασιστικά. Και εκείνη έστησε τα χείλη της σαν κλόουν και έτσι ξέμειναν. Καημένη μου γενναία! Με τον ήχο της μηχανής, όπως την πέρναγε σαν γκαζόν, κατέβηκε στο «τίποτά» της. Όχι, στο χωρίς συναίσθημα, αλλά στην τόση πλειάδα συναισθημάτων που δεν προλαβαίνεις να ονοματίσεις συναίσθημα. Με τον ίδιο τρόπο που αν περιστρέψεις όλα τα χρώματα του κόσμου σε μια ρόδα αποχρώσεων, θα βλέπεις τελικά μόνο άσπρο!

Και από εκείνο το σημείο… Ενός υπερ-φουλ «τίποτα»… Έτσι χωρίς φύλλωμα… Κάπου, κάπου να πιαστεί… Πιάστηκε ανακουφιστικά από τα μάτια της. Έτσι κι αλλιώς, πλέον, μόνο μάτια είχε. Και με τα μάτια συντροφιά, άρα παρέα με την απόλυτη αλήθεια της… Τι όργανο τα μάτια!… Έδιωξε τον λυγμό που άρχισε να σκαρφαλώνει στον λαιμό της… Δεν έπρεπε στην ώρα λυγμός. Βάρδα μην αρχίσεις κλάμα τέτοιες ώρες… Δεν έπρεπε στην ώρα ούτε παράπονο. Βάρδα μη σε πάρει το παράπονο τέτοιες ώρες…

Μόνο μάτια, μεγάλη μου-μικρή! Δες πάνω σου, μέσα σου, μια μικρή που ξεπροβάλει! Πότε θα ξαναβρείς τέτοια ευκαιρία στη ζωή σου; Εσύ και τα μάτια σου. Κοίτα με ένα ζευγάρι μάτια, πόσα είδες και πόσα ονειρεύεσαι ακόμα να δεις!

Και πώς τα ταίριαξε η στιγμή;… Μόλις έφυγε από εκεί… Άκου ένα μαγικό τυχαίο!… Λίγα μέτρα πιο πέρα, είδε με όλες της τις αισθήσεις, μια αμυγδαλιά! Αναμμένη άνθη! Το δέντρο «της» δηλαδή! Ήρθε και πάλι να τη βρει!  Προσμένουσα υπομονετικά την ανθοφορία των μαλλιών της, γνώριζε πια στο πετσί της, ότι δεν υπάρχει ούτε μια μέρα από τη ζωή μας, χωρίς ανθοφορία. Κι έτσι χαμογέλασε, μελαγχολικά προς στιγμής πλην αληθινά γενναιόδωρα στη συνέχεια, στα μαλλιά της που είχαν μείνει στο πάτωμα. Πάντα λαχταρούσε μυαλά κι όχι μαλλιά, εν ανθοφορία!

Υ.Γ.1: Αφιερωμένο και φέτος στις αμυγδαλιές που άνθισαν… Είναι σαν τάμα μου. Όπως κάθε χρόνο. Και στους ανθρώπους, που σέβονται, που οσφραίνονται τη διεργασία της ανθοφορίας. Μπορεί και σε δέντρα που νομίζουν οι πολλοί ξερά.

Υ.Γ.2:  Λ σύζυγος Δ, σ’ ευχαριστώ βαθιά γι’ αυτό που μοιραστήκαμε.