Συνέβη πρόσφατα: Είχαμε μόλις περάσει τον έλεγχο των διαβατηρίων στο αεροδρόμιο της Σόφιας. Εμείς και μια κοπέλα που ξαφνικά γύρισε πίσω, έτρεξε προς τους δικούς της που στέκονταν στο χώρο μετά το προστατευτικό κιγκλίδωμα, και αγκάλιασε μια συνομήλική της. Ενας ακόμα θεατράλε αποχαιρετισμός από τους χιλιάδες που γίνονται καθημερινά στα αεροδρόμια. Ομως, τυχαία, παρατήρησα κάτι που διέφυγε της προσοχής του προσωπικού ασφαλείας: Η συνομήλικη έβγαλε από την τσέπη της ένα πακετάκι και το έριξε αστραπιαία στην τσέπη της «δικής» μας. Δεν ξέρω τι περιείχε, μπορεί κάτι ασήμαντο, όμως στην εποχή που τα ταξίδια, ακόμα και τα ταξίδια αναψυχής, έχουν αυξημένη επικινδυνότητα, που δεν ξέρεις αν θα είσαι εσύ αυτή τη φορά ένας από τους «τυχερούς» που θα συναντήσουν το σχιζοφρενή με τη βόμβα ή με το μαχαίρι, όλες οι κινήσεις σε ένα αεροδρόμιο είναι ύποπτες.
Ευτυχώς η κοπέλα με το πακετάκι δεν προοριζόταν να γίνει «μάρτυρας» κατά τη διάρκεια της πτήσης μας. Όμως το περιστατικό εκείνο το θυμάμαι κάθε φορά που ετοιμάζομαι για ταξίδι. Το θυμήθηκα και τώρα που συμπληρώνονται δύο χρόνια από την τρομοκρατική επίθεση στο παρισινό Μπατακλάν (ήταν 13 Νοεμβρίου 2015). Και αναλογίστηκα πόσο πιο δύσκολες έχουν γίνει οι μετακινήσεις τα τελευταία χρόνια.
Δεδομένου ότι δεν είμαι ο Ιντιάνα Τζόουνς ώστε να τρέφομαι από τους κινδύνους, τώρα πια υπολογίζω διαφορετικά τα πράγματα και έχω πάντα (πιο) ανοιχτά τα μάτια: Αποφεύγω (όσο γίνεται) τις μεγάλες πόλεις που είναι στόχοι, έτσι έχω καιρό να πάω στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Θέλω να ξαναπάω (και θα το κάνω) αλλά κάθε φορά, την τελευταία στιγμή κάτι γίνεται, κάποιος σκοτώνεται, κάποιος εκτοξεύει απειλές, κάποιος προβλέπει νέο αιματοκύλισμα, και επιλέγω έναν λιγότερο ύποπτο προορισμό. Κάπως έτσι σταμάτησα και το (σχεδόν) ετήσιο πήγαινε – έλα στην Κωνσταντινούπολη. Πέρυσι αντ’ αυτής επέλεξα να πάω στην Καππαδοκία, οδικώς από τη Σμύρνη, και πάλι χωρίς να νιώθω απόλυτα σίγουρος πως ήταν η σωστή επιλογή: Πέντε μετρημένες φορές μας σταμάτησαν στο δρόμο για έλεγχο. Πρόβλημα δεν αντιμετωπίσαμε, με το που λέγαμε «tourists, Yunanistan», μας άφηναν να φύγουμε -ωραίος έλεγχος, θα πείτε!- όμως δεν είναι ευχάριστο να ταξιδεύεις αγκαζέ με την Αστυνομία. Ούτε να περπατάς στο σκεπαστό παζάρι της Καισάρειας και να αναζητάς με το μάτι τις εξόδους ασφαλείας, σε περίπτωση που κάποια από τις γιαγιάδες με τις μαντίλες που ψώνιζαν παστουρμά άρχιζε να φωνάζει «Αλλάχ ακμπάρ»! Αυτά τα όλο και πιο συχνά «Αλλάχ ακμπάρ» με έχουν κάνει να αναβάλλω και την επίσκεψη που ονειρεύομαι χρόνια, στην Αλεξάνδρεια – ευτυχώς το Κάιρο πρόλαβα να το δω στην προ ISIS περίοδο.
Δεν υπάρχει, βεβαίως, περίπτωση να μην συνεχίσω να ταξιδεύω, τολμώντας ενίοτε και τολμηρές αποδράσεις, και κλείνοντας τα αυτά στις προτροπές των φίλων «γιατί δεν πας κάπου λιγότερο επικίνδυνα»; Δεν τους ακούω (έτσι νοίκιασα ταξί και πέρασα στην Παλαιστίνη) όμως δεν ταξιδεύω με την άνεση που ταξίδευα. Ο φόβος φρενάρει την περιέργειά μου. Φροντίζω ώστε στα σημαντικά αξιοθέατα να πηγαίνω πολύ πρωί, με το που ανοίγουν, ώστε να αποφύγω τους συνωστισμούς. Αποφεύγω τα μέσα μαζικής μεταφοράς στα πολυσύχναστα κέντρα των πόλεων. Χαίρομαι όταν βλέπω στις εισόδους θεάτρων και μουσείων τους υπαλλήλους να σκανάρουν τσάντες και σακίδια. Οταν βλέπω κανέναν περίεργο τύπο απομακρύνομαι. Γενικώς έχω το νου μου, είμαι ανήσυχος.
Παλαιότερα, τις δύο φορές που πήγα στο Ισραήλ έβριζα εκνευρισμένος από τους εξονυχιστικούς ελέγχους και στο μπες και στο βγες, διαδικασίες που μπορεί να κρατούσαν και δύο και τρεις και τέσσερις ώρες. Τώρα εκνευρίζομαι κάθε φορά που δεν μας ελέγχουν όπως πρέπει. Και ελπίζω πώς στη μετά Μπατακλάν εποχή θα έρθει η στιγμή που θα μπορέσουμε και πάλι να διασχίζουμε τη γέφυρα του Λονδίνου χωρίς να τρέμουμε στην ιδέα του επόμενου βαν που θα πέσει πάνω μας, που θα μπορέσουμε να δούμε από κοντά την Παλμύρα αναστηλωμένη όπως τα χρόνια πριν από τον πόλεμο, που θα χαζεύουμε τις διαφημίσεις στην Τάιμ Σκουέαρ χωρίς να παρακολουθούμε με αγωνία τις κινήσεις της διπλανής μαντιλοφορεμένης αραβίδας που, ενώ το μόνο που θέλει είναι να φωτογραφηθεί στο κέντρο του Μανχάταν, στα μάτια μου προβάλει ως η εν δυνάμει δολοφόνος μου.