«Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό». Από αυτό το παιδικό ποιηματάκι, άρα πριν πολλά πολλά χρόνια, ξεκίνησε η αγαπησιάρικη σχέση μου με τα καράβια. Στο νησί «μου» όμως, πήρε άλλη αξία και ουσία.
Θυμάμαι το πανηγύρι της Μεγαλομάτας, την πρώτη μας χρονιά. Τότε που όλα τα χαζεύαμε σαν ξένοι και όλα μας φάνταζαν γοητευτικά. Καθίσαμε ο ένας, σφιχτά δίπλα στον άλλον, σ’ ένα δωμάτιο σπιτιού που ήταν η επιβεβαίωση, του «όλοι οι καλοί χωράνε». Οι προκομένες γυναίκες έφερναν και ξαναέφερναν καλούδια σε πιατέλες, το κρύο ρακάκι έσταζε από ποτήρι σε ποτήρι, γέλια, σιγοτραγουδίσματα, αργότερα ψαλμοί… Τι εντύπωση μας έκαναν οι ψαλμοί!
Κουβέντες, νέα, άστα βράστα «τα νέα», τα «παλιά», μετά από μερικά ποτήρια ρακί, έχουν άλλη γλύκα. Κι άρχισαν που λες, τις διηγήσεις τους. Και συνειδητοποίησα, ότι αυτόματα και αυθόρμητα όλες οι μνήμες τους παντρεύονταν με ονόματα καραβιών. Με καράβια δηλαδή μετρούσαν τον δικό τους χρόνο. «Αυτό συνέβη, τότε που ερχότανε το ΕΛΣΗ. Δηλαδή ’59 το πολύ ’60…», «Μωρέ εγώ θυμάμαι ότι παντρεύτηκα, όταν έπιανε λιμάνι το ΠΑΝΤΕΛΗΣ », «Το ΠΑΝΤΕΛΗΣ διαδέχτηκε το ΔΕΣΠΟΙΝΑ», «Πού το θυμήθηκες; Έπιανε 14 μίλια», «Εγώ θυμάμαι πήγα με την κυρά στην Αθήνα με το ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ, που ήταν το σούπερ καράβι καθώς έπιανε 20 μίλια». Και προχωρούσαν οι ιστορίες, όλο και πιο βαθιά στα χρόνια… Φτάσαμε μέχρι «ΦΡΙΝΤΟΜ» και «ΣΟΦΙΑ ΤΟΓΙΑ». Καραβάκια έπλεαν σε στιγμές και μνήμες.
Καθώς η Τήνος, δεν στήριξε την τύχη των κατοίκων της στην ναυτιλία, τα καράβια δεν προέκυψαν λαχνοί, επαγγελματικής τύχης για τους κατοίκους αλλά κάτι σαν «δικοί τους άνθρωποι». Συγγενείς αγαπημένοι. Σ’ αυτά μπαίνει το κορίτσι, με την κοιλιά στην ώρα της, να ταξιδέψει. Και μ’ αυτά γυρίζει όλο καμάρι, με το αμπαλαρισμένο μωρό στην αγκαλιά της. Στο καράβι συνοδεύει η γυναίκα τον άνδρα της «Πάμε στην Αθήνα για εξετάσεις. Να δούμε τι έχει». Τα καράβια είναι οι γέφυρες τους, με μια γη. Είναι αυτά, που από μικρά παιδιά αναγνωρίζουν, με το που σκάνε μύτη στον ορίζοντα. Και σε διορθώνουν όλο σιγουριά «Είναι το Super Ferry, όχι ο Θεολόγος». Κι απορείς, με το τι σόι σημάδια τα έχουν καταχωρήσει στο κεφαλάκι τους και τ’ αναγνωρίζουν! Τα καράβια της γραμμής προέκυψαν με τον χρόνο και το δικό μου ιερό… Εκείνο, το καράβι της νύχτας. Με τα φωτάκια του. Που φανερώνεται πάνω στην ξερολιθιά του κήπου μας και μετά στολίζει η γιρλάντα του τα κλωνάρια της ελιάς μας και θαλασσοπερπατάει στο παράθυρο της κουζίνας μας και στρίβει για να καμαρωθεί ολόκληρο στο καθιστικό μας… Κάθε νύχτα, ίδια ώρα… Δικός μου άνθρωπος! Αγαπημένος!
Η Τήνος μου -νησί επιλογής της ψυχής μου- σε προσγειώνει, στα πιο χώμα-ισοπεδωτικά-ρεαλιστικά της ζωής. Αλλά και σε απογειώνει, στα πιο μαγευτικά σουρεαλιστικά. Να, όπως κάποτε σ’ εκείνο το ταβερνάκι. Ταβερνάκι, ένα με το θαλασσινό νερό. Και τρώγαμε και πίναμε κι έπεφτε το σκοτάδι. Και διακρίναμε στο τέρμα γης ένα καράβι. Ολοφώτιστο με μια γιρλάντα. Σαν Χριστούγεννα μέσα σε Ιουνίου νύχτα. Κι έτρεξε ο Άρης και φώναξε την Αντωνία. «Έλα, βγες! Περνάει ο Βαγγέλης! Σβήσε τα φώτα!» και κείνη τα αναβόσβησε. Και περίμεναν όλο λαχτάρα. Κι αυτόματα, ένας καπετάνιος Βαγγέλης από ένα καράβι, καράβι του τέρμα γης, αναβόσβησε για λίγο τη δική του γιρλάντα. Κι όλοι, με δικό τους τρόπο, συνεννοηθήκανε. Και ‘γω, πολύ συγκινήθηκα με τη σκηνή… Πες, ότι αναβόσβησαν ψυχές κι έστειλαν αγάπη.
Η Τήνος «μου». Η δική μου Τήνος. Και κείνα τα καράβια της γραμμής… Ψυχές… Σε άστατη ή ευλογημένη νύχτα. Παρέα…