Πόσα λιβάδια χάνουμε; Αυτό σκέφτομαι κάθε φορά τέτοια εποχή. Πράσινα, καταπράσινα λιβάδια. Κι ανάμεσα στις μαργαρίτες αιμορραγούνε κατακόκκινες παπαρούνες. Με τις μαργαρίτες, τις άσπρες συγκεκριμένα, έχω ένα θέμα. Τις αγαπάω. Για εκείνη την κίτρινη σταγόνα που φεύγει από το κέντρο τους, σπάει γλυκά τα δεσμά του καθορισμένου πλαισίου και στάζει στα φύλα, τόσο δα, ίσα που να ορίσει το δικό της κέντρο – χώρο. Το δικό της «έτσι μ’ αρέσει».
Και τις παπαρούνες τις αγαπάω. Μου θυμίζουν παιδικό χεράκι να τις κόβει και να τις κρατάει σφιχτά.
Τέτοια εποχή, θυμάμαι και εκείνον. Βεβιασμένο, ένα δήθεν χαμόγελο για την ανάγκη μιας πόζας, σε φωτογραφία εκδρομής. Μα, ακόμα και στη φωτογραφία, το βλέμμα του αλλού. Δούλευε άπειρες ώρες. Κι όταν δεν δούλευε, δουλειές σκεφτόταν.
Μια μέρα του παραπονέθηκα. Καθώς ο πατέρας της καλύτερής μου φίλης, μας μαγείρευε συχνά λουκουμάδες, του είπα δηκτικά «Εσύ, ποτέ δεν μας μαγείρεψες λουκουμάδες». «Εγώ σου ετοιμάζω λουκουμάδες για μια ζωή. Κάποτε θα το καταλάβεις» μου απάντησε εξίσου δηκτικά.
Και το ‘χω το βλέμμα του, έχω και το δικό μου. Δυο βλέμματα – δυο παράπονα που ενώθηκαν στον αέρα. Έλεγε και κάτι άλλο συχνά. «Έχουμε χρόνια Βεττάκι μου!» όταν κι η μάνα μου, του παραπονιόταν για τις άπειρες ώρες που εργαζόταν. «Έχουμε χρόνια Βεττάκι μου!».
Πέθανε στα 39 του χρόνια. Δεν είχε τελικά, ρε γαμώτο, χρόνο. Επιχειρηματίας με πολλές ευθύνες. Κι ας τους σκηνοθετούσαν, οι ασπρόμαυρες ταινίες της εποχής, τους επιχειρηματίες, σαν τον ανέμελο Λάμπρο Κωνσταντάρα που μόνο υπέγραφε κι έφευγε με σπορ αυτοκίνητο για να διασκεδάσει.
«Λουκουμάδες για μια ζωή». Αλήθεια μου είπε. Όχι με την έννοια των υλικών αγαθών που άφησε κληρονομιά, αλλά με τη μεταλαμπάδευση της έννοιας «κόπος», «εντιμότητα», «περηφάνια», «αξιοπρέπεια», «ενσυναίσθηση». Λουκουμάδες. Του τις χρωστάω.
Πόσα λιβάδια χάνουμε; Αυτό σκέφτομαι κάθε φορά τέτοια εποχή. Που η φύση πιέζει «δες έξω, δες μακρύτερα». Ένας κόσμος ομορφιά. «Εκδρομή» ήρθαμε. Και ‘μεις;… Πόσες ώρες χαρίζουμε στον φόβο; Πιο πολύ απ’ αυτό που ζούμε, είναι τραγικό, το τι χαραμίζουμε στον φόβο αυτού, που νομίζουμε ότι θα ζήσουμε, σαν συνέπεια αυτού που ζούμε. Μα ποιος αλήθεια ξέρει το αύριο;
Σκηνοθετώ συχνά μια σκηνή. Βάζω έναν γιατρό απέναντί μου, να μου μετράει μέρες. Την έχω ζήσει τη σκηνή. Για κάποιον αγαπημένο. Ενα μουστάκι σ’ ένα διάδρομο νοσοκομείου, μια ανακοίνωση, με φώτα νύχτας. (Οι νύχτες σε νοσοκομείο είναι άλλες νύχτες). Και τότε… Σ΄εκείνη τη θύμηση… Αφού τιθασεύσω το βούρκωμα, που μ’ αυτοματισμό ετοιμάζεται για δάκρυ… Stop! Όχι, φιλαράκο! Όχι! Δεν θα χαραμίσω τα λιβάδια, τα ολάνθιστα. Δεν θα χαραμίσω την πραμάτεια μιας ευλογημένης άνοιξης. Δεν θέλω ν’ αφήσω φωτογραφίες, μιας δήθεν εκδρομής, με ένα βεβιασμένο χαμόγελο πόζας.
Θέλω αληθινά λιβάδια. Λιβάδια… Τα γέλια μας, οι εξομολογήσεις μας, τα πειράγματά μας. Τα βλέμματα «εδώ», οι εκφρασμένες μας αγωνίες. Αυτές και αν!.. Αλλά και τις καταλήξεις τους. Αυτό λατρεύω! Εκείνο, το «Δε γαμιέται!», μιας ευλογημένης παρέας. Προσέξτε. Όχι αυτό, που απορρέει από «γραψαρχιδισμό» αλλά το «Δε γαμιέται!» το βαθυστόχαστα ελληνικό. Ως καταστάλαγμα, απολύτως υπεύθυνων, υποψιασμένων – ανυποψίαστων ανθρώπων.
Βγείτε έξω, αναγνώστες. Πώς το λέει ο φίλος μου ο Πάνος Κ; «Let the music play!». Τα λιβάδια ανθίζουν για όλους εμάς. Και… Δεν έχουμε χρόνο (Βεττάκι μου).