Οσο κι αν έρθει ο κόσμος τούμπα. Οσο κι αν νομίζουμε, ότι όλα, χρόνο τον χρόνο αλλάζουν. Εγώ, θ΄αφιερώνω όσο ζω, ένα κείμενο μου, στις ανθισμένες αμυγδαλιές. Ολες δικές «μου»! Η δική μου σταθερά. Το, «κάθε χρόνο τέτοια μέρα» ραντεβού μου, με την κανονικότητα της Φύσης. Με τη ρόδα του λούνα πάρκ της. Κοίτα, κοίτα από ψηλά! Κοίτα, κοίτα από χαμηλά!
Φέτος, οι αμυγδαλιές ήρθαν να παντρευτούν στη σκέψη μου, με το δημιούργημα «Σκεπτόμενος Ανθρωπος», του γλύπτη -πατέρα της μοντέρνας γλυπτικής- Ροντέν. Εκείνη τη φιγούρα, την έγκλειστη, στη δική της μοναχικότητα σκέψης. Την αναπαράσταση της απόλυτης ακινησίας. Πόσους μήνες η αμυγδαλιά μου μοιάζει κατάξερη; Ούτε τόσο δα σαγήνης, σ΄ανθρώπου βλέμμα! Ούτε τόσο δα πειρασμός σ΄ερωτευμένου χέρι. Ερημα κλαδιά, ξερά-κατάξερα, που τίποτα πάνω τους δεν υπονοεί τη ζωή που ενυπάρχει. Τη μαγευτική διεργασία, μιας επόμενης άνθησης της. Και ξαφνικά…
Σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο που βάζεις τα λαμπάκια του στην πρίζα… Με την ίδια ακριβώς έκπληξη βεγγαλικού και χαρά ψυχής παιδιού… Στα τόσα «Αχχχ!» μιας ισοπεδωτικής καθημερινότητάς μας, ένα «Ααααααα!» μακρόπνοο. Μια ολάνθιστη αμυγδαλιά στα μάτια σου! Να σου βουρλίζει άνοιξη. Να εξαναγκάζει την άνοιξή σου. Μα πότε έγινε όλο αυτό; Ποια εσωτερικότητα οργάνωσε τόση ακραία άνθηση; Ποιο σκανδαλιστικά παιχνιδιάρικο «τίποτα», δεν ήταν τελικά «τίποτα»;
Οσο κι αν έρθει ο κόσμος τούμπα. Οσο κι αν η «Κραυγή» του Μουνκ καθοδηγεί τις μέρες της ψυχής μου και σηκώνει τα χέρια μου, να κλείνουν με απόγνωση τ΄αφτιά μου… Οσο κι αν… Εγώ, κάθε χρόνο, θ΄αφιερώνω ένα μου κείμενο, στις ανθισμένες αμυγδαλιές. Ολες δικές «μου»! Κοίτα τες!… Μη σταματήσεις ποτέ να θαυμάζεις! Κι όταν πέσουν τα άνθη τους, να σέβεσαι τα άδεια κλαδιά της.