Στο «Sleeper» ο Γούντι Αλεν, ιδιοκτήτης του health food store «Happy Carrot» κλείνεται σε ψυκτικό θάλαμο. Οταν μετά από 200 χρόνια τον αποψύχουν ζητάει για πρωινό, σιτάρι και οργανικό μέλι. Ο γιατρός εξηγεί στην συνάδελφο του ότι την εποχή που ζούσε ο Γούντι Αλεν ο κόσμος πίστευε ότι αυτά τα προϊόντα δίνουν στοιχεία μακροζωίας. «Εννοείς ότι δεν έτρωγαν ακόρεστα λίπη, μπιφτέκια και γλυκά με κρέμα και ζεστή σοκολάτα ;» απαντάει η γιάτρισσα. «Εκείνη την εποχή νόμιζαν ότι τέτοιες τροφές είναι ανθυγιεινές. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ξέρουμε σήμερα» ολοκληρώνει το θέμα ο γιατρός.
Την σκηνή θυμάμαι όταν ρωτάω αν ξέχασαν να ξεπλύνουν το μαρούλι στη σαλάτα για να πάρω την απάντηση «δεν είναι χώμα. Είναι κινόα» ή η μοίρα με φέρνει αντιμέτωπο με τα γκότζι μπέρι, τους σπόρους chia και όποιο άλλο καταραμένο power food είναι της μόδας, στην προσπάθεια να ξορκιστεί ο θάνατος.
Ανάλογο είναι και το άρθρου της Corriere della Sera, που ανέβηκε στο Protagon. Σύμφωνα με το οποίο, δυο ερευνητές του ιδρύματος Barilla Center for Food and Nutrition ταξίδεψαν σε πέντε μέρη, που φημίζονται για την μακροβιότητα τους. Στην Σαρδηνία, την Ικαρία, την Λόμα Λίντα της Καλιφόρνια, την Οκινάουα της Ιαπωνία και την Νικόγια της Κόστα Ρίκα, οι κάτοικοι χρωστάνε τη μακροβιότητα τους στη φυσική ζωή, την άσκηση, την κοινωνικότητα και την διατροφή. Η οποία όπως μαντεύετε αποτελείται από λαχανικά, φρούτα, αμύγδαλα, μανιτάρια και το πάντα δημοφιλές και γευστικό τοφού.
Στο διατροφικό σύνθημα «Υστερία ή θάνατος» ανά πάσα στιγμή θάνατος. Καλύτερα ένα τιμημένο τέλος με τη χοληστερίνη στα κόκκινα παρά μια ζωή με σκυμμένο το κεφάλι για να διαβάζω τις ετικέτες συσκευασίας αν η σοκολάτα που ετοιμάζομαι να δαγκώσω έχει ζάχαρη ή στέβια. Στο κάτω, κάτω εάν ο Αζραελ, άγγελος του θανάτου είναι να σε βρει, θα σε βρει όπου και αν πας. Οπως είναι γνωστό από την ιστορία του Αγγλου που το ’38 έφυγε από την Αγγλία για να γλυτώσει τον πόλεμο και αγόρασε κτήμα στο Γκουανταλκανάλ. Και όπως όλοι οι σινεφίλ ξέρουν από την σκηνή με τον Αζραελ και τον Βεζύρη, στο «Κοτόπουλο με Δαμάσκηνα».
Ούτως ή άλλως κάποτε ο θάνατος αποτελούσε παράσταση. To «The Hour of our Death», του Φιλίπ Αριές είναι η εξιστόρηση της αλλαγής στον τρόπο της αντιμετώπισης του θανάτου στη δυτική κοινωνία την τελευταία χιλιετία. Η αλλαγή ανάμεσα στην παράσταση που ήταν ο θάνατος για τους πολίτες του Μεσαίωνα, ιδιαίτερα της αριστοκρατίας και τον ενοχικό τρόπο τού σήμερα, που ο μέλλων μακαρίτης πρέπει να τον αντιμετωπίσει με τους άγνωστους σε αυτόν γιατρούς και νοσοκόμες.
Στον Μεσαίωνα ο θάνατος ήταν μία παράσταση που είχε τον ετοιμοθάνατο πρωταγωνιστή και σε supporting cast την εκκλησία και όσους γνώριζε. Με τον παπά για τα last rites να παρακολουθεί, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί παρήλαυναν δίπλα από το κρεβάτι με τον ασθενή να τους δίνει τα υπάρχοντα του, που ήταν από τα σημαντικά όπως η ακίνητη περιουσία του μέχρι τα ασήμαντα όπως το σκαμνί της κουζίνας.
Οι επισκέπτες εξέφραζαν την λύπη τους με θρήνους και ο υπ’ ατμόν τους συγχωρούσε στην περίπτωση που τον είχαν βλάψει. Δίπλα στο κρεβάτι ο παπάς έτοιμος να δώσει την τελευταία μετάληψη και πάντα επικίνδυνος να σκύψει το αυτί πάνω από το στόμα του ετοιμοθάνατου και να πει «τα τελευταία του λόγια ήταν ότι αφήνει όλα στην εκκλησία».
Ανάμεσα στη Ben Hur υπερπαραγωγή του Μεσαίωνα και την θέατρο της οδού Κεφαλληνίας αποχώρηση του σήμερα, κάθε στιγμή η πρώτη. Με την αγέρωχη κραυγή «fuck quinoa, chia seeds. And goji berry»!