Ημουν που λέτε, παίδες μου αγαπημένοι, σε ένα μπαρ στη Τζια. Ωραία ήταν. Ξέρετε: θερινά σουξεδάκια, γκόμενες με ξεφτισμένα σορτς και μαγιό, γκόμενοι με σωβρακοβερμούδες και τατού. Ποτά να ρέουν. Ενίοτε και κανας μπάφος μεταμφιεσμένος σε αγνό στριφτό. Ημασταν τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Ζεύγος ουδέν. Ανοιχτοί στο μέλλον άπαντες. Περνούσαμε πολύ φίνα μεταξύ μας αλλά δεν θα μας χάλαγε καθόλου και κανένας ξαφνικός έρωτας ρε παιδί μου. Ενα κάτι τι που να μας κάνει το καλοκαιράκι αξέχαστο (όχι τρομερά αξέχαστο. Μέχρι τέλος Αυγούστου).
Αρχίσαμε λοιπόν όλοι να πίνουμε, να ψιλοχορεύουμε και να ρίχνουμε διερευνητικές ματιές στα πέριξ. Τι είδαμε; Αφού ξέρετε γιατί ρωτάτε; Είδαμε αυτό που βλέπετε κι εσείς: Φλερτ αχαλίνωτο τύπου με κοιτάς, σε κοιτώ, κοιταζόμαστε, αλλά τίποτα άλλο. Κανείς δεν πλησίαζε κανέναν. Μόνον έναν ξέμπαρκο είδαμε να κατευθύνεται καρφί κατά πάνω μας και πριν η Μάρη ψιθυρίσει στ΄αυτί μου «μαλάκα αυτός με γουστάρει», ο τύπος έφτασε τρικλίζοντας και απλά ξέρασε πάνω στο τζιν της.
Ο Θανάσης αγανάκτησε. «Είστε μοσχάρια ρε, μας είπε, γιατί περιμένετε να κουνηθεί ο άλλος; Κουνηθείτε εσείς!»
«Για κάνε αρχή ρε μεγάλε γιατί από θεωρία πήξαμε», του είπε η Τζόις.
«Κοίτα με, στοίχημα, θα γυρίσω με το τηλέφωνό της», είπε αυτός κι έβαλε πλώρη προς μια τύπα με γοργονί μαλλί (δηλαδή κάτι προς το τιρκουάζ) και 56 κρίκους στο στόμα. Η γοργόνα ήταν με μια φίλη της που έφερνε κι αυτή σε θαλασσινό αλλά πιο κατωτέρας ποιότητας (γαύρο). Ο Θανάσης ορμάει, τις χωρίζει κι αρχίζει να παρλάρει σαν μανιακός κουνώντας χέρια και πόδια για έμφαση. Η Τζόις κούνησε θλιβερά το κεφάλι. Τώρα θα τον στείλουνε, μουρμούρισε. Σε 5, σε 4, σε 3, σε 2, σε 1, μπουμ!
Πράγματι οι κοπέλες με μια κίνηση ματ έφυγαν – η γοργόνα από τα δεξιά και ο γαύρος από τα αριστερά του Θανάση αφήνοντάς τον με τη μπύρα στο χέρι. Οταν ο ατυχής εραστής του ελέους γύρισε με κατεβασμένα αυτιά στο παρεάκι η Τζόις τον άρπαξε απ΄ τα μούτρα: «καλά ρε Θανάση τόσο ερασιτέχνης είσαι αγόρι μου; ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΑΣΤΑΚΩΝΟΜΑΣΤΕ σε μια άγνωστη που γουστάρουμε. Πάμε, λέμε μια εξυπνάδα, ένα κάτι τι σπιρτόζικο και σέξι και την κοπανάμε ώστε ΑΝ γουστάρει να κάνει αυτή το δεύτερο βήμα».
– «Είπα ένα σπιρτόζικο», απολογήθηκε αυτός. «Αλλά οι βλαμμένες δεν είχαν χιούμορ.»
-Τι είπες;
-Είπα, «κορίτσια, ας μιλήσουμε ανοιχτά, ποια από σας με θέλει»;
Ξαφνικά το μπαρ τραντάχτηκε από τα γέλια μας. Λίγο τα τέσσερα κανατάκια τζιν τόνικ, λίγο που μας είχε βαρέσει ο ήλιος για 9 ώρες, οι αναστολές και η συμπόνοια προς τον ατυχή μας φίλο εξαφανίστηκαν κι εμείς κοπανιόμαστε κάτω σαν να μην υπήρξαμε στη θέση του ποτέ.
«Τι γελάτε ρε κότες;» Είπε δίκαια αγανακτισμένος ο Θανάσης. «Εγώ τουλάχιστον τόλμησα να την πέσω σε αυτή που μ’ άρεσε. Εσείς κάθεστε και τους κοιτάτε σαν να πήγατε σινεμά. Μαλάκες, ε, μαλάκες! Άλλωστε δεν την ξέρετε όλη την ιστορία. Εγώ το κέρδισα το στοίχημα: Το πήρα το τηλέφωνό της!»
«Αλήθεια; Για δείξτο μας», του επιτέθηκε ξανά η Τζόις που φοβήθηκε ότι θα κερνάει μπύρες στον μυθομανή.
-Να το! Είπε ο Θανάσης κι έβγαλε από την κωλοτσέπη της σωβρακοβερμούδας του ένα Iphone 4.
Πώς δεν το είχαμε σκεφτεί ποτέ παίδες μου; Ο πιο ασφαλής τρόπος να κάνουμε κάποιον να μας τηλεφωνήσει είναι να κλέψουμε το τηλέφωνό του. Αλλά, έλεος, όχι τόσο παλιό μοντέλο!