Πάντα το λεγα παίδες μου αγαπημένοι, πως το ποδόσφαιρο -ή μάλλον όχι το ποδόσφαιρο, το φανατικό οπαδιλίκι- είναι πολύ ύποπτο πράμα. Πολύ κακό, πολύ βαβούρα και για ποιο πράμα; Για το αν θα κλωτσήσει επιτυχώς ένας μαλλιαρός τύπος μια μπάλα. Δε λέω πλάκα έχει το παιγνιδάκι κι επειδή είναι και απλοϊκό δεν χρειάζεται και ντοκτορά ή φράγκα, μπορούν να παίξουν όλοι.
Καταλαβαίνω δηλαδή γιατί το γουστάρουν τόσοι πολλοί τόσο πολύ. Χαλάρωση, ομαδικότητα, στρατηγική, φαν, δημοκρατία στην πράξη κλπ. Αλλά να διακινούνται άσπρα, μαύρα και γκρι εκατομμύρια, να γαμιέται ο Δίας, να σκοτώνονται άνθρωποι, να πέφτουν κυβερνήσεις; Βάλτε μια στιγμή το κεφάλι σας στο mode σκέψη και πες τε μου αν είναι λογικό. Ελεος δηλαδή. Θα μας βλέπουν οι εξωγήινοι στο Earth Channel και θα ξεραίνονται στο γέλιο.
Οπως καταλαβαίνετε ούτε έξω από τα γήπεδα δεν περνάω. Η μάζα σε έξαρση δεν είναι το καλύτερό μου -ούτε εγώ το καλύτερό της γιατί τα παίρνω εύκολα. Μια φορά όμως πριν κάτι χρόνια έχασα ένα στοίχημα με το τότε ζετέμ μου, τρελή φανατίλα πανάθα, και κατέληξα στην εξέδρα του Ολυμπιακού Σταδίου. Το τι ξετυλίχτηκε εκεί δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ο ευγενέστατος, τζέντλεμαν, σούπερ κουλ διδάκτορας Βιολογίας γκόμενος μεταμορφώθηκε στα πρώτα τρία λεπτά τους ματς μπροστά στα μάτια μου σε μαύρο σκυλί, οχετό και αλάνι. Καταριόταν, μούτζωνε, έφτυνε, έσπρωχνε τον μπροστινό (γιατί όπως έμαθα θεωρήθηκε γκαντέμης!!! Γιατί θεωρήθηκε γκαντέμης; Γιατί ήταν γαλανομάτης!!!! Γιατί ο γαλανομάτης είναι γκαντέμης; Άσε μας μωρή τώρα με τα γιατί σου. Εδώ μας παίρνουν τα σώβρακα οι γαμογάβροι!= πραγματικός διάλογος. Ναι, η μωρή είμαι εγώ, η τέως αγάπη μου, μωρό μου, honey)
Μόλις τελείωσε ο αγώνας το άτομο ξαναμπήκε στο κανονικό του mode αλλά σε βαριά καταθλιπτική βερσιόν γιατί είχε χάσει το παιγνίδι. Ναι, απ΄ότι κατάλαβα, ο ίδιος το έχασε, όχι η ομάδα. Οπως και ο ίδιος θα το κέρδιζε, αν ήταν τυχερός, αν η πουτάνα η ζωή τον αγαπούσε, αν δεν εμφανίζονταν ο μαλάκας ο γαλανομάτης μπροστά του, αν η μάνα του ήταν λιγότερο φάουσα, αν ο πατέρας του δεν τον έλεγε τόσο συχνά άχρηστο, αν η δουλειά του ήταν πιο καλοπληρωμένη, αν το κόμμα δεν ήταν τόσο πουλημένο, αν το αφεντικό του δεν τον έλεγε μαλάκα σ΄εκείνο τον καυγά, αν είχε πηδήξει πάνω από 5 γκόμενες στη ζωή του, αν δεν είχε διαβάσει μόλις εκείνο τον στίχο της Γώγου (Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο).
Χωρίσαμε γρήγορα αλλά από τότε μου ‘μεινε τικ. Τώρα που κατάλαβα τι τρελά και σκοτεινά φορτία ξεφορτώνονται μέσα στα γήπεδα από όλους τους θεατές, παρακολουθώ τα τεκταινόμενα στα διεθνή γήπεδα με άλλο μάτι. Το γκαζόν δεν είναι γκαζόν, ούτε η κερκίδα κερκίδα. Το κρεβάτι του ψυχαναλυτή είναι στο πιο αξελερέ. Oπως ο πελάτης στο «Ανάλυσέ το» που πυροβολούσε τα μαξιλάρια, ο καθένας εκεί πηγαίνει για να έχει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ το ελεύθερο να εκπυρσοκροτεί με ότι έχει και για ότι έχει.
Κι επειδή η ζωή γίνεται κάθε μέρα και πιο πολύπλοκη, ο πελάτης έχει κάθε μέρα και πιο πολλά. Μέσα στα άλλα μπήκε και ο πατριωτισμός – αλλά όχι η αγάπη στην πατρίδα του, όχι, η αγάπη είναι μαλθακή, δεν είναι καλός πατριωτισμός. Το μίσος προς τις πατρίδες όλων των άλλων. Και προς τις γαμημένες τις θρησκείες τους. Τα μισώ τα ζώα, μουγκρίζει από μέσα του. Τα μισώ τα σκουπίδια. Αν δεν κάνω κάτι θα σκάσω σαν μπαλόνι στον ουρανό. Σκάει λοιπόν σαν βόμβα στα γήπεδα. Όχι ρε κουφάλες! Δεν θα του βουλώσετε άλλο το στόμα, μπαμπάδες, μαμάδες, γκόμενες, προϊστάμενοι, εχθροί του λαού του, εχθροί του φύλου του, του φίλου του, να πάτε να γαμηθείτε κουφάλες. Θα τα κάνω όλα λίμπα εδώ μπροστά στα μάτια σας και ας με δείξουν και οι κάμερες κι ας καταλήξω στο χώμα ή στη φυλακή! Στα παπάρια μου! Η ζωή μου είναι χειρότερη φυλακή.