Σε κείνον τον τόπο το τοπίο γίνεται άγριο, φρικτά άγριο, μερικές μέρες. Μη, σου πω τις περισσότερες μέρες του χρόνου! Λυσσομανάει ο αέρας πάνω σε όλα. Αναδεύονται τα δέντρα, μάχη δίνουνε. Τόση μάχη που διακρίνεις πεντακάθαρα τα σημάδια της κι όταν σταματάει ακόμα ο αέρας. Παίρνει η σπονδυλική στήλη των δέντρων τη φορά του. Κι έτσι μένουν πλαγιασμένα, λαβωμένα πλην ζωντανά. Κι είναι και κείνα τα εγκαταλειμμένα σπίτια που σ΄αγριεύουν ακόμα περισσότερο. Που δεν έχουν παράθυρα και που οι πόρτες τους έχουν φύγει από τις κάσες τους. Και μοιάζουν με νεκροκεφαλές που στις εγκοπές των ματιών, τις κούφιες εγκοπές, λυσσομανάει η εγκατάλειψη.
Eχω συνηθίσει να τον παρατηρώ σε τέτοια τοπία. Να τρέχει μόνος με έναν σκύλο να τον ακολουθεί. Εχει τόσο εξοικειωθεί με το περιβάλλον, με τα ζώα….Ατρόμητος στην αγριάδα. Σου προτείνει με μεγάλο ενθουσιασμό να πάτε μαζί να δείτε έναν ταύρο ή να παρατηρήσετε ένα φίδι. Ο μικρός μου φιλαράκος είναι υιοθετημένος. Το ξέρει από το πρώτο δευτερόλεπτο που άντεχε να το μάθει. Θυμάμαι μια μέρα που ήταν στο αυτοκίνητό μου και κράτησε στα χέρια του το πρώτο μου βιβλίο. Πόσο να ήταν; 6 ετών;
«Ρέα, γιατί πράγμα γράφεις;», «Γράφω την ιστορία του πατέρα μου, που έχει πεθάνει και της μάνας μου που ευτυχώς ζει». «Τον γνώρισες τον πατέρα σου;». «Ναι». «Πόσο χρονών ήσουν όταν πέθανε;». «14», «Άρα τον γνώρισες. Αυτό είναι το θέμα. Εγώ δεν ξέρω ούτε πώς είναι ο πατέρας μου, ούτε πώς είναι η μαμά μου».
Προσπαθούσα φιλότιμα να βρω μια λέξη, έστω μια, να σπάσω την παγωμένη σιωπή που μας είχε κατακλύσει και δεν έβρισκα μια ριμάδα λέξη και συνέχιζε να ξυρίζει μια φρικτή σιωπή. Πώς είναι να μην έχει η ψυχή ν΄ακουμπήσει σε τόπο; Πώς είναι ν΄ανεμοδέρνεται η ύπαρξη στο κενό ενός αέρα; Σαν χαρταετός που ξέφυγε και πάει και πάει και φλερτάρει κάθε δευτερόλεπτο με άτεχνη πτώση… Και τόσα ηλεκτροφόρα σύρματα ένα γύρω…
Και εκείνη τον φώναξε γιατί κάτι τον ήθελε και κείνος έσπευσε. Και τον άκουσα να λέει «Μαμά». Με τον ίδιο αυτοματισμό που αποκαλώ «μαμά» τη μαμά μου
Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας μουγγοί. Του έκλεισα μόνο συνωμοτικά το μάτι. Χαμογέλασε το μούτρο. Κι έχει το πιο γλυκό μουτράκι το «μούτρο»! Τον θυμάμαι ν΄αποκαλεί τη «μαμά» του με το μικρό της όνομα. Κι εγώ ήμουν αμήχανη πώς να του την αποκαλώ. Αποφάσισα να του λέω «η μαμά σου» γιατί αυτό ήταν. Αλλος αγώνας ο δικός της αγώνας και δεν την ευεργετούσε και η άτιμη η τύχη. Eτυχε να τη σημαδέψει ένας καρκίνος τη στιγμή που τον υιοθέτησε. Πόσος αέρας πια! Ανεξάντλητη η φαντασία της ζωής στο κακό. Προχθές τους συνάντησα. Είναι πια μικρό αντράκι το «μούτρο». Και είχε απομακρυνθεί με τα ζώα του -όπως πάντα- και με μια ομάδα παιδιών σε κείνο το τοπίο που ήταν όμως ηλιόλουστο και ήταν όλα ηλιόλουστα και ζεστά. Και εκείνη τον φώναξε γιατί κάτι τον ήθελε και κείνος έσπευσε. Και τον άκουσα να λέει «Μαμά». Με τον ίδιο αυτοματισμό που αποκαλώ «μαμά» τη μαμά μου. Και σήμερα… Γιορτή της μητέρας… Εγώ, που ευεργετήθηκα με παιδιά, εγγόνια και μ΄έναν σύντροφο που στάθηκε πατέρας πατέρας… Που πρόφερα το «μαμά» σε όλους τους τόνους και σ΄άλλους τόσους το άκουσα κι εγώ… Τι διαδρομή για μια λέξη! «Μα-μά», «Μαμά», «Μανούλα μου», «Μάνα», «Άσε μας ρε μάνα!», «Παράτα με ρε μάνα!», «Χέσε με ρε μάνα», «Μαμά μου», «Μα πού είσαι βρε μαμά; Ανησύχησα», «Τι θες ρε μάνα πάλι;», «Εδώ είμαι μανούλα μου», «Βεττάκι μου γλυκό», «Μαμά μου»…
Κι όμως σήμερα, γιορτή της μάνας, θα δανειστώ το «μαμά» από το στόμα του «μούτρου». Γιατί έμοιαζε, να έχει ακουμπήσει μια ψυχή σε τόπο. Αυτό δεν είναι το «μαμά»; Eνας τόπος να ακουμπήσει η ψυχή του ανθρώπου. Και να προσπαθήσει να τα βγάλει πέρα με τους ανέμους που λυσσομανάνε επάνω του… Αέρας που λυσσομανάει είναι ακόμα και η σχέση μάνας-παιδιού… Αυτό κι αν είναι λυσσασμένος αέρας!.. Μπορεί να σου στρίψει μέχρι και τη σπονδυλική. Τι μανιασμένη ευθύνη η μητρότητα! Αλλά, ζήσε χωρίς τόπο;