Φυγή, αποχαιρετισμός | M. Myrillas/SOOC
Απόψεις

Tα «γεια σου» μου

Γεια σου στις ώρες που χαράμισα για ανθρωπάρια. Που είχαν το θράσος να θεωρούν τους εαυτούς τους γίγαντες, που μπορούν να σηκώσουν στους ώμους τους ευθύνες ενός λαού ενώ δεν έχουν ούτε καν σηκώσει την ευθύνη του εαυτού τους
Ρέα Βιτάλη

«Γεια σου». Λέξη ευρύχωρη. Για καλωσορίσματα και για αποχωρισμούς. Τα δικά μου τα «γεια σου», της χρονιάς που έφυγε. «Γεια σου» εν αταξία.

Γεια σου στη μάχη της γυναίκας να γεννήσει φυσιολογικά. Σε μια χώρα που οι γιατροί παίζουν καισαρική. Παίζουν. Γεια σου για κάθε μάχη μας για τα αυτονόητα ιδίως όταν ήμαστε εύθραυστοι. Τι μάχες! Γεια σου σε εκείνο το «Είστε η γιαγιά; Να σας ζήσει ο εγγονός». Άλλο ένα εγγόνι. Άλλος ένας που θα ακούσει παραμύθια, δημιουργίες της στιγμής. Και θα απορεί ότι δεν τα θυμάμαι όταν θα τα ξαναζητήσει. Γειά σου στα μάτια των παιδιών όπως διαβάζεις μέσα τους όλα τα συναισθήματα. Γεια σου στον τρόπο που μου ζητάει μπισκοτάκι η Εριέττα κρυφά από τη μαμά της.

Γεια σου στον αντίχειρά του όπως τον σήκωσε και μου έγνεψε «Θα τα καταφέρω» και μετά με το στόμα συμπλήρωσε «Να μην βλέπω όμως τα μάτια σου». Μεγάλο βάρος τα μάτια των ανθρώπων. Ασήκωτο. Τις μεγάλες μάχες πρέπει να τις δίνουμε για τον εαυτό μας. Σε αυτόν χρωστάμε. Γεια σου στην Αλέκα και στον Καίσαρα τις ώρες που είχαν τρελαθεί οι δείκτες του ρολογιού. Γεια σου στις μνήμες που εισβάλουν σαν ενοχλητικές σφίγγες και δεν σε αφήνουν να δεις καθαρή την εικόνα. Πόσο χώρο κατέχει ο φόβος μέσα μας; Θεέ μου, βοήθα με να καταφέρω, ένα γαμημένο ανόθευτο «τώρα» στη ζωή μου!

Γεια σου στις σαγιονάρες του όπως τις αφήνει. Και εγώ τις κλωτσούσα. Και εγώ τις μισούσα. Και εγώ τις σιχαινόμουν. Και μόλις μου πέρασε από το μυαλό ότι θα φύγει τις αγάπησα. Τις λάτρεψα ακριβώς για τον τρόπο που τις αφήνει. Αν ξέραμε με πόσα «τόσα δα» είναι η παρουσία μας συνυφασμένη! Πόσο τεράστια είναι τα «τόσα δα» του καθενός μας!

Γεια σου στο νησί «μου». Την Τήνο της επιλογής της ψυχής μου. Για αυτό το «μου» γαλήνης και επάρκειας. Γεια σου στη θάλασσα την ιερή, σε εκείνο της το σημείο

Γεια σου στο νησί «μου». Την Τήνο της επιλογής της ψυχής μου. Για αυτό το «μου» γαλήνης και επάρκειας. Γεια σου στη θάλασσα την ιερή, σε εκείνο της το σημείο. Έχει και η θάλασσα τα σημεία της. Εκεί ακριβώς. Όλα τα λόγια και τα γέλια και τα αγκαλιάσματα. Γεια σου στο χωριό Τριπόταμος. Γιατί μετά το αφιέρωμα στον Καστοριάδη και το «τόσα δα» που αξιώθηκα να χωθώ στα μονοπάτια της σκέψης του, νόμιζα ότι άκουγα περπατώντας το, τα πλήκτρα της γραφομηχανής του. Κι είχε και ένα φεγγάρι εκείνη τη βραδιά! Γεια σου στο χωριό Μυρσίνη, στο ταβερνάκι της Τερέζας και στα γενέθλια του Αρίστου μου, από το πουθενά, στα ξαφνικά. Μια ζωή λατρεύω το ξάφνιασμά του, όταν έρχεται μια τούρτα για να γιορτάσει γενέθλια, μέρα που ΔΕΝ έχει γενέθλια. Είναι οι δικοί μας κωδικοί αγάπης. Γεια σου στον παπα-Αντώνη και στα σύννεφα όπως ταξιδεύουν πάνω από το καμπαναριό της Μεγαλομάτας κι απλώνεται ο ψαλμός του σε όλο το τοπίο. Πιστή, όχι σε θρησκείες αλλά σε στιγμές.

Γεια σου στον Απόλλωνα από την οδό Απόλλωνος. Όλα τα σκυλιά μας έχουν το όνομα του δρόμου που τα βρήκαμε. Γεια σου όπως τρέχει όταν το σκάει. Στο νησί και μόνο στο νησί. Όταν τον καβαλάει ο διάβολος των μυρουδιών. Οι ρίγανες και τα θυμάρια και ο έρωτας. Ιδίως ο έρωτας. Και φεύγει σαν μεθυσμένος και δεν ακούει τίποτα. Και κάποτε γυρνάει κατάκοπος. Και δεν επιτρέπω στον Γιάννη να τον μαλώσει. Όχι! Σεβασμός στον έρωτα. Και στις μυρουδιές του.

Γεια σου στην φίλη μου που φόρεσε ένα κίτρινο παντελόνι, πιο κίτρινο από κίτρινο, και ένα κόκκινο κραγιόν, πιο κόκκινο από κόκκινο, και περπατούσε πιο ευτυχισμένη από ευτυχισμένη και όριζε το σύμπαν όλο σε κάθε βήμα της και άστραφταν τα μάτια της και στα ξαφνικά μου ανήγγειλε «Τα άφησα όλα για κείνον. Εσείς πείτε μου “έκανα καλά;”». Και εγώ την αγκάλιασα σφιχτά. Γιατί η στιγμή σήκωνε μόνο σφιχτή αγκαλιά. Ούτε μια λέξη δεν χωρούσε. Αλλά μόνη μου σκεφτόμουν… Τι «ευκολάκι» αυτοί οι έρωτες που τ΄ αφήνεις «όλα» για κάποιον. Άραγε πόσο «όλα» είχες για να τ΄ αφήσεις; Οι άνθρωποι χωρίζουν πριν χωρίσουν. Ωραίο πράγμα ο έρωτας… Κυρίως για τα δήθεν ηρωικά του. Για εκείνα τα δήθεν «όλα» του.

Γεια σου στον Κώστα Τσόκλη και στον ένα χρόνο που περπατούσα τη ζωή του. Μεγάλη υπόθεση το συναπάντημά μας με γοητευτικά πλάσματα

Γεια σου στο Βερολίνο. Στα τερατωδώς ευφυή πλάσματα. Στον Daniel Libeskind που σχεδίασε το Εβραϊκό Μουσείο και ονόμασε το εγχείρημά του «Between the lines». Την αρχιτεκτονική ως ύψιστη τέχνη. Γεια σου στο νησάκι των Μουσείων. Τι ιδέα! Τι εκθέματα! Γεια σου σε εκείνον, τον έναν, μιας φωτογραφίας στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος. Που ενώ όλοι χαιρετούσαν ναζιστικά, εκείνος ο «ένας». Αντεχε να είναι ο «αλλιώς». Θέλει αρχίδια. Γεια σου στο κόκκινο κρασί Oliver Zeter, στο εστιατόριο Lutter e Ibeguer Seit1811 και στα λόγια που σφράγισαν την βραδιά. Όσα είπαμε και όσα εννοήσαμε αν και δεν είπαμε. Γεια σου στον Κώστα όπως πετούσε. Σαν ξωτικό της νύχτας. Όπως πετάει όταν είναι ευτυχισμένος. Γειά σου στα λόγια μιας συζήτησης που αφορούσε ομόφυλα ζευγάρια «Μα, είναι δυνατόν; Και ποιος θα είναι ο μπαμπάς και ποια η μαμά;», «Σιγά! Θα έχει δυο μπαμπάδες! Εδώ υπάρχουν παιδιά χωρίς γονείς,,.» κι ανασήκωσε τους ώμους του σαν να είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Η ζωή μπορεί και να είναι μια πολύ απλή υπόθεση. Και το μέλλον μπορεί και να’ ναι τώρα δα.

Photo: Ρέα Βιτάλη

Γεια σου στον Κώστα Τσόκλη και στον ένα χρόνο που περπατούσα τη ζωή του. Μεγάλη υπόθεση το συναπάντημά μας με γοητευτικά πλάσματα. Γεια σου στο δεύτερό μου βιβλίο, εκείνο το κόκκινο κατακόκκινο εξώφυλλο με τον τίτλο «Δεν πέθανα εγκαίρως». Και εγώ να το κοιτάζω σε βιτρίνες. Ωραίο ταξίδι αξιώθηκα. Οι πιο ενδιαφέρουσες χώρες είναι οι άνθρωποι. Γεια σου στο βλέμμα του Τσόκλη. Το βλέμμα των ανθρώπων! Από τι γερνάει ο άνθρωπος; Μη βιαστείς να μιλήσεις για το σώμα. Από τα μάτια γερνάει ο άνθρωπος. Αν δεν έχει φλυαρία πια το βλέμμα του. Αν δεν διψάνε τα μάτια του να δει με τον νου του κι άλλα. Αν δεν πετάει η κάθε λογής έκπληξη των «τίποτα», βεγγαλικά, στον αέρα της ματιά του. Γεια σου στις παρουσιάσεις του βιβλίου. Σ εκείνα τα βλέμματα, σε εκείνα τα λόγια, στο ιερό «σας διαβάζω» των αναγνωστών. Υπάρχει ιερότερο στα χρόνια της τζούφιας σβελτάδας;

Γεια σου στην ομορφιά της ράτσας μας. Μα, πόσοι μετανάστες έφτασαν στα εδάφη μας; Σε πόσους έδωσε το χέρι ο ανώνυμος Έλληνας; Πώς σε έναν κόσμο άκαρδο διατηρούμε αντανακλαστικά ανθρωπιάς;

Γεια σου στις ώρες που χαράμισα για ανθρωπάρια. Που είχαν το θράσος να θεωρούν τους εαυτούς του γίγαντες, που μπορούν να σηκώσουν στους ώμους τους ευθύνες ενός λαού ενώ δεν έχουν ούτε καν σηκώσει την ευθύνη του εαυτού τους. Γεια σου σε αυτούς που ψηφίζουν για την πάρτη τους. Πότε θα ξεμπερδέψουμε με δαύτους; Γεια σου σ΄ ένα σωρό τσουτσέκια που μεγαλοπιάστηκαν. Σε αξιοθρήνητα μπαλόνια που φούσκωσαν και μετά ξεφούσκωσαν και ανάθεμα και πήραν είδηση. Γεια σου σ΄ αυτούς που έμειναν μοναχικοί καουμπόιδες, κάτι σαν Λούκυ Λουκ της τελευταίας εικόνας και δεν άλλαξαν περπατησιά γιατί συνειδησιακά δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Γεια σου στα μάτια του όταν έλεγε «Να δεις θα είμαι ο μόνος πολιτικός που θα χάσω στην πολιτική όλα μου τα λεφτά». Και τον ένοιωσα. Κι έλεγε αλήθεια. Ανάθεμα στον πρακτικό, αποτελεσματικό άνθρωπο που ανακατεύεται με την πολιτική. Γεια σου, γιατί αναθέσαμε το φιλοσοφείν στους πολιτικούς και την πολιτική σε τρομοκράτες.

Γεια σου στην πολυθρόνα του απέναντι στην πολυθρόνα μου. Γιατί μαζί του είδα πιο πέρα από το πέρα και πιο μέσα από το μέσα κι άκουσα πιο ήχους από ήχους. Και περπάτησα σε όνειρα. Και τ΄ αγάπησα.

Γεια σου στο protagon και στα συναισθήματα που ξεμπρόστιασε η αλλαγή του. Εκείνη η παρέα… Μεγάλο πράγμα οι παρέες! Το μόνο που δεν στήνεται στη ζωή, εξ επιτούτου, είναι οι παρέες. Είναι μεταφυσική υπόθεση. Πού θα πάει; Θα βρούμε περπατησιά. Πρέπει να βρούμε. Δεν παραδίδεις τα όπλα για κάτι που αγαπάς και νοιάζεσαι. Θα βρούμε περπατησιά.

Γεια σου στις αγκαλιές που έδωσα και πήρα. Τις σφιχτές. Όχι τις χλιαρές. Δεν έχω ηλικία και χρόνο για χλιαρές. Γειά σου σ΄εκείνη την αγκαλιά που έφυγα και ξαναγύρισα για να δώσω ακόμα μια. Αγκαλιά αγκαλένια.

Γεια σου στα φεγγάρια που ξεμπρόστιασαν πόθους. Κι ας ξανάμειναν κρυμμένοι. Να’ χει η ψυχή, ρε αδελφέ, να δίνει και μια μάχη άξια λόγου.

Γεια σου στους σημαντικούς μου. Γιατί περπατήσαμε μαζί και τούτη τη χρονιά. Και γιατί καταγράψαμε μέσα μας ένα σωρό «γεια σου» που θα ξεδιπλώνονται σιγά σιγά στα χρόνια και σε κάθε μας «θυμάσαι;» θα ενώνονται οι κλωστές από τις μνήμες μας. Και θα έχουμε ένα δικό μας, ολoδικό μας σύμπαν μέσα στο σύμπαν. Καλή χρονιά.