Βγαίνοντας, τράβηξε άτσαλα την πόρτα που έκλεισε πίσω του με πάταγο. Στο αριστερό του χέρι βιβλία και τετράδια δεμένα μεταξύ τους με λάστιχο. Την τσάντα την είχε καταργήσει, όπως και οι περισσότεροι της παρέας στο λύκειο. Προχώρησε προς την Αγίων Αναργύρων. Πρόσεχε το ντύσιμο, το περπάτημα, την εικόνα του στη γειτονιά. Δεν το αγαπούσε το Ψυρρή –άκου όνομα!–, απλώς το ανεχόταν. Το αντιμετώπιζε σαν ένα άχαρο διάλειμμα στην πορεία για τη ζωή που ονειρευόταν να ζήσει. Οταν περπατούσε μόνος, όπως τώρα, από τη Σαρρή στο Πρώτο το σχολείο του στην Πλάκα, ταξινομούσε αναμνήσεις, παραδινόταν σε επιθυμίες· το μυαλό του σκορπούσε. Το είχε από μικρός, από το δημοτικό. «Για τρία πράγματα σε στέλνω στον μπακάλη, με ενάμισι γυρίζεις!» γκρίνιαζε η μάνα του. Η ζάχαρη, το οινόπνευμα, το ρύζι τού ήταν ενοχλητικές παρεμβολές στα ταξίδια του μυαλού του.
Έριξε μια κλεφτή ματιά στο σφαιριστήριο του Τσαλαπάκου στη γωνία με την Αγίων Αναργύρων. Πήγαινε ακόμη, αλλά λιγότερο από παλιά· παρηγορήθηκε. Μύριζε υγρή κλεισούρα και θειάφι. Δεν ήταν μόνο σφαιριστήριο. Ήταν μαζί και πρακτορείο ΠΡΟΠΟ και «σαρωθροποιείον», όπου ένας δυο εργάτες έφτιαχναν σκούπες. Το σιχαινόταν, αλλά έπαιζε ακόμη κάνα ποδοσφαιράκι. Μόνο στοίχημα τα τάλιρα, δυάδα με τον Κεφάλα. Αν κατάφερναν να στριμώξουν κάποιο θύμα μπορούσε να βγει και ένα πενηντάρι χαρτζιλίκι, ιδίως τις Κυριακές. Παλιότερα του γεμίζανε τα φλιπεράκια με «ψεύτικα» και τα οριζοντίωναν με τα πόδια μέχρι να πέσουν 3-4 παιχνίδια. Τα ψεύτικα τα αγόραζαν από τον χοντρό στην πλατεία Αβησσυνίας τις Κυριακές, πέντε ψεύτικα-μια δραχμή. Ο χοντρός είχε καλούπι και χτύπαγε σε πρέσα. Ο Τσαλαπάκος, στρογγυλοπρόσωπος και λιγομίλητος, φθηνοκουστουμάτος με ένα τσιγάρο μονίμως στο στόμα που η στάχτη του μάκραινε μέχρι να πέσει στη γραβάτα του, ασχολιόταν μόνο με τον τζόγο και το ΠΡΟΠΟ. Για τα άλλα είχε τον υποτακτικό του τον «Βλάση τον Χίτη».
Ο Βλάσης, σχεδόν πενηντάρης, είχε πάθει αγκύλωση και είχε αδύνατη όραση –από τις κατάρες για τα κατορθώματά του– έλεγε η γειτονιά. Καθόταν μονίμως σε μια πολυθρόνα τεντωμένος, άκαμπτος μέχρι τα γόνατα, με ωχρό πρόσωπο και τα χέρια κίτρινα από το τσιγάρο. Βαμμένος δεξιός, αλλά οι αρρώστιες τον είχαν μαλακώσει. Κατά καιρούς, όταν τον στηρίζανε να ανέβει τις σκάλες του σπιτιού του τα βράδια, τους έλεγε ιστορίες από τα Δεκεμβριανά. Αφηγούνταν ουδέτερα, σαν πολεμικός ανταποκριτής. «Ξεκινήσαμε από το Θησείο. Μπροστά ήταν οι Άγγλοι με τα εικοσάτονα τα τανκς και από πίσω εμείς. Οι κομμουνιστές ήταν ταμπουρωμένοι εδώ γύρω Σαρρή και πιο μέσα. Βάραγαν τα τανκς και συνεχίζαμε εμείς. Σε λίγες μέρες δεν είχε μείνει ρουθούνι. Άγρια πράγματα, σας λέω». Μετά από κάτι τέτοιες βραδιές πήγαινε και ξανακοίταγε το γαζωμένο από σφαίρες διώροφο στην Αγίων Αναργύρων και Λουκά Νίκα. «Πόσους να ’φαγε εδώ ο Βλάσης;» Τον Βλάση δεν τον ένοιαζαν πλέον τα πολιτικά, τον ένοιαζε όταν άνοιγε τους κερματοδέκτες που τα μισά ήταν ψεύτικα. «Γιατί, ρε κωλόπαιδα;» Μια φορά τούς πέταξε τη μαγκούρα και έσπασε το τζάμι του φλίπερ.
«Οι κομμουνιστές ήταν ταμπουρωμένοι εδώ γύρω Σαρρή και πιο μέσα. Βάραγαν τα τανκς και συνεχίζαμε εμείς. Σε λίγες μέρες δεν είχε μείνει ρουθούνι. Άγρια πράγματα, σας λέω»
Η Αναργύρων είχε ήδη κίνηση. Μηχανάκια, τρίκυκλα, καρότσια και αυτοκίνητα μπλεγμένα με αγριοφωνάρες, ψευτοκαβγάδες και ανόρεχτες καλημέρες. Έφτασε στην πλατεία. Η πλατεία Ηρώων είχε στη μέση –αντί για κάποιο άγαλμα– υπόγεια δημόσια ουρητήρια και αριστερά το καμπύλο κτήριο των δημοτικών ιατρείων. Μύριζε κατουρλιό, τυρίλα και κρέας. Ήταν το κέντρο της αξιώτικης παροικίας. Ξεχώριζε τις φυλές του Ψυρρή από τις μυρουδιές. Το τσαγκαριό μύριζε δέρμα και βενζινόκολλα, οι τυπογράφοι μελάνι και τσιγάρο, και οι Αξιώτες τυρίλα. Ανάμεσά τους σπιτικά με οικογένειες και εργένηδες που ανέδιδαν μαγειρεμένο φαγητό, μπουγάδα και μούχλα υγρών τοίχων. Οι Αξιώτες ήταν δεμένοι με τον τόπο τους. Πούλαγαν τυριά και κρέατα. Τη Μεγάλη Βδομάδα ανέβαζαν ζωντανά, αρνιά και κατσίκια, τα έσφαζαν στους δρόμους, που γέμιζαν αίματα, και πούλαγαν το κρέας. Κάποτε σταμάτησε αυτό. Το τσαγκαριό κυριαρχούσε. Στη Μιαούλη ήταν μαζεμένοι οι δερματέμποροι, σε όλη τη συνοικία σπαρμένες βιοτεχνίες παπουτσιών και προς την πλατεία Κουμουνδούρου κάποια μικρομάγαζα πούλαγαν έτοιμα παπούτσια.
Οι τυπογράφοι ήταν η «διανόηση» της συνοικίας. Ήταν μαζεμένοι γύρω από τον κινηματογράφο ΗΒΗ και στα στενά κοντά στην Ευριπίδου μέχρι και την Πειραιώς. Προτιμούσε τους τυπογράφους. Μπορούσε να πει δυο κουβέντες της προκοπής μαζί τους. Παρακολουθούσε τη στοιχειοθεσία και τους τσίγκους, συμπάθησε τη μυρωδιά του μελανιού όταν το πασάλειβαν στις μικρές και μεγάλες μηχανές «Χαϊδελβέργης» πριν το τύπωμα. Πολλές φορές περνώντας από την Πειραιώς σταματούσε να χαζέψει το τεράστιο πιεστήριο της Βραδυνής, αλλά εκεί που άνοιγαν τα σαγόνια του ήταν όταν χάζευε τους λινοτύπες μπροστά στις θαυματουργές μηχανές τους στο ισόγειο της Εστίας, όταν καμιά φορά πήγαινε στη βιβλιοθήκη της Παλιάς Βουλής για διάβασμα.
Του άρεσε η μυρωδιά του δέρματος που ανέδιδε η Μιαούλη. Τα κρεμασμένα χρωματιστά δέρματα έμοιαζαν μοναδικά και πολύτιμα και τα δερματεμπορικά μοσχοβολούσαν οικονομική άνεση. «Το εμπόριο έχει τα λεφτά», έλεγε η μάνα του. Προσπέρασε τον γωνιακό φούρνο στην Αγίας Ελεούσας ρίχνοντας μια λοξή ματιά στο ερείπιο του «Κακουργιοδικείου». «Πότε να γίνονταν δίκες εδώ;» αναρωτιόταν κάθε φορά που περνούσε. Στο μυαλό του, Κακουργιοδικείο σήμαινε εκτέλεση. Του άρεσε να παρακολουθεί δίκες. Αρκετές φορές είχε χωθεί στις αίθουσες της Σανταρόζα. Παρακολουθούσε την αγωνία του κατηγορούμενου, τους ψυχρούς δικαστές, τους συνήθως φοβισμένους μάρτυρες. Στο τέλος η ετυμηγορία, οι αντιδράσεις του καταδικασμένου, η χαρά των απαλλαγμένων.
Διέσχισε την Ερμού και πάτησε στην πλατεία, αποφεύγοντας να περάσει μπροστά από το μαγαζί τους. Έριξε μόνο μια ματιά προς την ταβέρνα του Σιγάλα. Στο τέλος της Ντέκα, σχεδόν από τις στάσεις των λεωφορείων μέχρι και το φανάρι της Ερμού που πριν άραζαν τα πειρατικά Μόσκοβιτς με το χαρακτηριστικό πακέτο από τσιγάρα μέσα από το παρμπρίζ, τώρα είχε ταξί. Οι οδηγοί τους απέξω περίμεναν να γκρουπάρουν πελάτες. Απέναντι παρκαρισμένα τρίκυκλα για μεταφορές. Το Μοναστηράκι, φτιασιδωμένο με το απριλιάτικο φως, δεχόταν κι έστελνε ανθρώπους στους γύρω δρόμους και τον Ηλεκτρικό. Στο βάθος ο σταθμός, το τζαμί και ψηλά από την Άρεως, η Ακρόπολη. Αθηνάς και Ερμού πηγμένες στο ανθρωπομάνι και τα αυτοκίνητα.
Σε κάποια κομμάτια που η άσφαλτος είχε λιώσει γυάλιζαν οι θαμμένες γραμμές του τραμ. Θυμάται σαν σε όνειρο το τραμ για τα Πετράλωνα με τα χαμίνια να κρέμονται στους προφυλακτήρες. Ο τροχονόμος στη γωνία Ερμού και Αθηνάς σφύριζε και χειρονομούσε αγχωτικά. Άνοιξε το βήμα του και μπήκε στην Πανδρόσου. Από εδώ και πέρα, η ατμόσφαιρα άλλαζε και αυτό του άρεσε. Σχεδόν πάντα κοντοστεκόταν στο μαγαζί του τσαγκάρη-ποιητή με τα αποκόμματα εφημερίδων στην τζαμαρία και έριχνε μια φευγαλέα ματιά στο «Μαρτίνος 50». Θαύμαζε αυτό το μαγαζί για την αλαζονεία και εσωστρέφειά του λες και υπήρχε μόνο για το κέφι του ιδιοκτήτη του. Τα υπόλοιπα τα προσπερνούσε αδιάφορα.
Έστριψε δεξιά στην Αιόλου και κάθισε για λίγο στο στηθαίο της Βιβλιοθήκης του Ανδριανού. Έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει τελικά. Είχαν δυο ώρες αθλοπαιδιές στον Εθνικό το πρωί. Μετά «Αγωγή του Πολίτου» όπου η Τσούρη θα τους διάβαζε λογοκριμένες εφημερίδες με «τα επιτεύγματα της «Εθνικής Κυβερνήσεως». Μετά… Το είχε ήδη πάρε απόφαση. Αυτήν τη μέρα θα τη δώριζε στον εαυτό του. Ήταν Απρίλιος και δεν είχε ούτε 15 απουσίες· κι αυτές από αποβολές. Και τι αποβολές. Μια μέρα από τον παπά των θρησκευτικών όταν τόλμησε και τον ρώτησε «πώς ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν άγιος αφού ήταν παγανιστής μέχρι να πεθάνει ή το λιγότερο προστάτης του Αρείου;» Το είχε διαβάσει στην Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Βασίλιεφ που την είχε αγοράσει μεταχειρισμένη από το υπόγειο του Νασιώτη στην Ηφαίστου. «Έξω, βλάσφημε!» ούρλιαξε ο νταυραντόπαπας. Και την επόμενη βδομάδα διήμερη, γιατί πέταγε χαρτάκια πάνω από τον μαντρότοιχο στα κορίτσια της Χιλλ. Τρίχες! Πολλοί το έκαναν. Ηλίθιο, γιατί κανείς δεν είχε βγάλει γκόμενα και αυτός, λόγω παπά, ήταν ο επιλέξιμος για την αποβολή. Πέρυσι, για κάτι παρόμοια, του είχαν βάλει «Κοσμία». Μπορούσε να διαχειρίζεται την κατάσταση επειδή ήταν καλός στα μαθήματα, αλλά τους περιφρονούσε κι αυτοί το ήξεραν. Στην ουσία επρόκειτο για βεντέτα.
Χάζεψε λίγο προς τα αρχαία. Η γη οργίαζε. Τσουκνίδες, μαργαρίτες, μολόχες, χαμομήλια και παπαρούνες έπνιγαν τις πεσμένες κολόνες. Ένα χλιαρό αεράκι φορτωμένο με μυρουδιές μπήκε μέσα του και ανατρίχιασε. Κοίταξε στο βάθος το «Ρολόι», εκεί που τελείωνε η κατηφόρα των Αέρηδων, και φρέναρε το «αεροπλανάκι» που έφτιαχναν με ρουλεμάν στην έκτη. «Θα σκοτωθείς, τύραννε!» ούρλιαζε η μάνα του όταν έβγαινε κλεφτά από το σπίτι κουβαλώντας το.
Ο κυρ Αντώνης ήταν αριστερός και δεν το ’κρυβε. Το ’58, με τη νίκη της ΕΔΑ, κέρασε όλη τη γειτονιά
Στην Πλάκα άρχισε η ζωή του. Το σπίτι της Θόλου, τα σκαλάκια της Μνησικλέους, που κουτρουβαλούσε κάθε πρωί μέχρι να φτάσει στη Φλέσσα, στο δημοτικό του «Καμπάνη».Τα μεσημέρια , στα γρήγορα, διάβασμα, γράψιμο και μετά ξεκινούσαν τα συναρπαστικά απογεύματα στους δρόμους. Κάποια βράδια πήγαιναν με τη μάνα του στο Ζάππειο όπου, με ακουμπισμένο το κεφάλι στο πάλκο της Αίγλης μαζί με άλλους πιτσιρικάδες, άνοιγε διάπλατα το στόμα του χαζεύοντας τα πόδια των φανταχτερών ντιζέζ με τα ασημένια φουστάνια, κολλητά σαν να ήταν το δέρμα τους. Άλλα μεσημέρια παρακαλούσε να τύχει σε χαμένους τουρίστες που αναζητούσαν τον δρόμο για την Ακρόπολη. «Διζ γουέι πλιζ!» Έτσι άρχισε να καπνίζει όταν καμιά φορά του έδιναν κανένα αμερικάνικο. Ώσπου μια μέρα τον μύρισε η μάνα του κι άρχισε να χτυπιέται. Εκεί φοβήθηκε για πρώτη φορά ότι θα τη χάσει και το ’κοψε.
Ετσι γνώρισε και τον Φρανς, τον ολλανδό δημοσιογράφο, που τελικά έπιασε σπίτι στην Πλάκα και έτρωγε κάθε μεσημέρι στης κυρα-Ρουμπίνας, στον «Γέρο του Μοριά», παρέα με έναν πάκο εφημερίδες. Ο καλοσυνάτος Φρανς μιλούσε αρκετά καλά ελληνικά και του έδινε γραμματόσημα από την αλληλογραφία του. «Μακριά από αυτούς τους πράκτορες, αγόρι μου. Μακριά!» του έλεγε ο κυρ Αντώνης ο τσαγκάρης στα σκαλάκια. «Σκατά δημοσιογράφος. Όλοι αυτοί είναι πράκτορες των Αμερικάνων». Ο κυρ Αντώνης ήταν αριστερός και δεν το ’κρυβε. Το ’58, με τη νίκη της ΕΔΑ, κέρασε όλη τη γειτονιά.
Το αγαπημένο του κρησφύγετο ήταν το μετόχι του Πανάγιου Τάφου στο τέρμα της Θρασυβούλου. Περιτοιχισμένο κάστρο με εκκλησία, σπιτάκια, δέντρα και «παλάτι» που έμενε ο δεσπότης-έξαρχος. Εκεί αναζητούσε το φιλαράκι, τον Γιαννάκη, που η μάνα του ήταν ηθοποιός, αλλά τον είχε αφήσει και έμενε στο μετόχι σε ένα κελί με τη γιαγιά του, μια συνταξιούχο νοσοκόμα. Για μια εποχή ήταν κολλητοί. Μαζί κατηφορίζανε για τον Ζέφυρο στα Πετράλωνα για να δούνε τα μούσκλια του Στιβ Ριβς, για τα οποία τρελαινόταν ο Γιαννάκης, και κερνούσε τα εισιτήρια. Μαζί παραμόνευαν κάποια απογεύματα από το χαγιάτι των κελιών τον έξαρχο και τις κυρίες που κοσμούσαν τα απογευματινά τσάγια του στον εξώστη του «παλατιού». Ο Γιαννάκης τού μιλούσε για παράξενες λιγωμένες φωνές που άκουγε κάποια μεσημέρια, αλλά ποτέ δεν έτυχε να τις ακούσουν παρέα. Η Πλάκα των παιδικών του χρόνων, παρά τη φτώχεια, είχε αισιοδοξία και χρώματα. Την είχε αγαπήσει.
Γύρισε αριστερά κοιτώντας προς το βάθος της Αιόλου και σηκώθηκε. Περπάτησε μέχρι την Αγία Ειρήνη. «Εδώ σε έφερα και σε κοινώνησε μικρό ο Μακάριος όταν ήρθε στην Αθήνα» συνήθιζε να του υπενθυμίζει η μάνα του. Λίγο μετά το ξενοδοχείο πλησίασε και χτύπησε το κουδούνι: «Στέλλα Μάνου – Atelier».
Η πόρτα άνοιξε και άρχισε να ανεβαίνει αργά στην ξύλινη σκάλα. Η Στέλλα ήταν αγαπημένη φίλη της μάνας του. Στο ατελιέ έραβε για κυρίες. Καμιά φορά οργάνωνε και επιδείξεις με κορίτσια που φορούσαν τα φουστάνια της και στο πλάι καμιά δεκαριά κυρίες σχολίαζαν και χειροκροτούσαν. Είχε και κοπέλες που γάζωναν και έραβαν. Στη Στέλλα οφειλόταν το ότι πήγαινε στο Πρώτο στην Πλάκα και όχι στο Ένατο της πλατείας Κουμουνδούρου. Στα χαρτιά, το σπίτι του ήταν εκεί. Με χυμώδη κομψότητα και χωρίς ηλικία, πυροδοτούσε τις εφηβικές του φαντασιώσεις. Ιδιαίτερα όταν του χάιδευε το κεφάλι και του έλεγε μπροστά στη μάνα του «Να περνάς, χρυσό μου, καμιά φορά. Αφού είναι στον δρόμο σου για το σχολείο. Να με ενημερώνεις και πώς πας γιατί μπορεί να πάρουν τηλέφωνο να με ρωτήσουν κάτι!» ολοκληρώνοντας με το παιχνιδιάρικο, βραχνό της γέλιο. Αυτή διαχειριζόταν «κοσμίες» και αποβολές που αποτέλεσαν το πρώτο μυστικό τους. Μόλις έφτασε στον δεύτερο τον περίμενε στην πόρτα.
– Καλώς το χρυσό μου! Πέρασε. Δεν είχες σχολείο σήμερα;
Φόραγε ένα πράσινο φόρεμα από τρεβίρα με μεγάλα άσπρα πουά και τετράγωνο ντεκολτέ μέσα στο οποίο ασφυκτιούσε το στήθος της. Μια ραμμένη στο φόρεμα ζώνη, που έδενε φιόγκο στο πίσω μέρος, τόνιζε τη μέση της, αλλά κυρίως τους αυθάδεις γοφούς της. Άσπρα μεγάλα σκουλαρίκια σαν τα πουά και άσπρες γόβες συμπλήρωναν την εμφάνισή της που πάντα φρόντιζε να υποστηρίζει τη δουλειά της.
– Μας πήγαν ημερήσια στην Ακρόπολη και την κοπάνησα μετά τις απουσίες, είπε ψέματα. Έχεις δουλειά, ενοχλώ;
– Δεν ενοχλείς ποτέ! Βλέπω κάτι υφάσματα. Θα πας στην κουζίνα να πιεις κάτι και θα έρθω σύντομα.
Τον οδήγησε στον διάδρομο που έβγαζε στην κουζίνα και γύρισε προς το σαλόνι. Της έριξε μια κλεφτή ματιά ενώ η στύση του τον εξέθετε. Η Στέλλα κούτσαινε ελαφρά, σχεδόν με χάρη, αφού είχε χάσει το δεξί της πόδι κάτω από το γόνατο σε ατύχημα και φορούσε ένα ξύλινο φτιαγμένο στον Καναδά. Η σπιρτάδα, η γοητεία και το ντύσιμό της έκαναν το κουσούρι της να φαίνεται σχεδόν χαριτωμένη ιδιοτροπία.
Κατέβαινε τη σκάλα ανάλαφρα στον ρυθμό της γλυκιάς του κούρασης. Ήταν η τρίτη φορά που τη συναντούσε μόνος. Η Στέλλα ήταν επαγγελματίας σε όλα της. Τον αγκάλιαζε και τον ρώταγε με ψίθυρους στο αυτί του «πώς τα πας με τα κορίτσια;» χωρίς να περιμένει απάντηση, ενώ τα χέρια της δούλευαν με αργές επιδέξιες κινήσεις. Την πρώτη φορά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτε άλλο. Τις άλλες καθόταν στην καρέκλα και έσκυβε μπροστά του. Αυτός ποτέ δεν θυμόταν, ήταν χαμένος στον άγουρο ξεσηκωμό του μέχρι που ξέσπαγε και ένιωθε να μην τον κρατούν τα πόδια του. Μετά του σκούπιζε τα ίχνη του κραγιόν της από το πρόσωπό του και γυρίζοντας σε έναν καθρέφτη έφτιαχνε πρώτα τα μαλλιά της, μετά το φόρεμά της και, τέλος, τακτοποιούσε το μακιγιάζ της. Τον πήγαινε μέχρι την πόρτα λέγοντάς του να προσέχει και να περνάει όποτε θέλει.
Τον αγκάλιαζε και τον ρώταγε με ψίθυρους στο αυτί του «πώς τα πας με τα κορίτσια;» χωρίς να περιμένει απάντηση, ενώ τα χέρια της δούλευαν με αργές επιδέξιες κινήσεις.
Η Αιόλου όριζε τα σύνορα των κόσμων του. Η μια της άκρη ήταν τα Χαυτεία και οροθετούσε το τέλος της Αθήνας που γνώριζε. Η άλλη άκρη στους Αέρηδες ήταν η είσοδος στην Αθήνα των παιδικών του χρόνων. Από την άλλη χώριζε την Αθήνα του στην πάνω και στην κάτω. Η κάτω ήταν αυτή που ήθελε να προδώσει. Η άνω ήταν αυτή που τώρα γνώριζε και προτιμούσε.
Τα Χριστούγεννα η Αιόλου γινόταν παιχνιδούπολη. Δεκάδες πάγκοι στήνονταν στη μέση και πλανόδιοι πούλαγαν χριστουγεννιάτικες πραμάτειες και φτηνά παιχνίδια. Ο Τράκος, ένας αετονύχης Ψυρριώτης κατεργαράκος που δούλευε στην αγορά στην Αθηνάς, τον είχε πείσει πριν από δύο χρόνια να στήσει ένα τραπεζάκι και να πουλάει παρταόλες για την Πρωτοχρονιά. Τις προμηθεύτηκε εξήντα λεπτά το κομμάτι από μια αποθήκη στην Πολυκλείτου. Πούλαγε δυο δραχμές το κομμάτι. «Πάρτε, κύριοι! Το πιο τίμιο παιχνίδι! Πάρτε τα όλα, πάρτε τα όλα! Μόνο με δύο, δύο, δύο…».
Πήγαινε καλά μέχρι που την παραμονή Πρωτοχρονιάς το μεσημέρι, στο φόρτε της δουλειάς, πρόβαλε στη μύτη του το στήθος της Στέλλας. «Είναι δουλειά αυτή για το χρυσό μου; Όταν θέλεις να δουλεύεις να μου το λες να σε στείλω κάπου που να κάνει για σένα». Κι έτσι έγινε. Κάθε διακοπές του σχολείου, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρια δούλευε σε εμπορικά της «πάνω Ερμού». Bambino, Bebe Rose, κάποτε στον Διαμαντή και στου Ζέππου με τις τσάντες. Με τα χρήματα που κέρδιζε αγόραζε ανεξαρτησία. Η Στέλλα τού άνοιγε διακριτικά σύνορα και εμπειρίες.
Στράφηκε προς τα Χαυτεία. Χάζεψε λίγο στα υφασματάδικα. «Αγγλικά κασμίρια», «Κασμίρια 3Α», στις βιτρίνες ανοιγμένα αντρικά φιγουρίνια με κομψούς κουστουμάτους. Κάθε συνάντηση με τη Στέλλα τον γέμιζε αυτοπεποίθηση. Κοίταξε το είδωλό του στη βιτρίνα και χτένισε φιλάρεσκα τα μαλλιά του με τα χέρια του. Αισθανόταν τη ζωή μπροστά του και η ανοιξιάτικη έξαψη πολλαπλασίαζε στο μυαλό του την απειρία των μελλοντικών επιλογών του.
Πλησίαζε μεσημέρι και τρύπωσε αριστερά στο μικρό πέρασμα της κρεαταγοράς. Φωνές από τους χασάπηδες και στριμωξίδι. Χαμίνια πουλούσαν τσάντες και λεμόνια. Γιατί μπήκε εδώ; Αριστερά του τα δύο πατσατζίδικα, του Σιδέρη και του Παπανδρέου, είχαν αρχίσει να γεμίζουν. Ένα Σάββατο πέρυσι τον χειμώνα, μετά από ένα γιορτινό ξενύχτι στο σπίτι, ο πατέρας του τον είχε φέρει στου Παπανδρέου. «Μη σιχαίνεσαι! Τρώνε και οι χασάπηδες εδώ. Αυτοί τους τα πουλάνε». Ο πατσάς και το ποδαράκι είναι το φαγητό της νύχτας. Του άρεσε.
Βγήκε Αθηνάς, πέρασε με κόπο απέναντι στη λαχαναγορά και έφτασε στου Χαραμή που έκαναν ουρά για φέτα. Στη γωνία ο Τράκος έστηνε τις απογευματινές εφημερίδες ουρλιάζοντας. «Πράματα πολλά! Γεγονότα! Γεγονότα! Εφημερίιις!» Ο Τράκος ήταν φαινόμενο επαρχιώτη που μπόρεσε και αφομοιώθηκε αυτόματα στη ζούγκλα της Αθηνάς και του Ψυρρή. Στην ηλικία του, κοντός αλλά δεμένος, σχεδόν σπανός, ξανθός με ξεπλυμένα γαλανά μάτια, θρασύς και μπερδεψούρας, έτρεφε πολλά στόματα με την καπατσοσύνη και τις μικροκομπίνες του. Η βασική του δουλειά ήταν να κρατάει τον πάγκο με τις εφημερίδες στο πόδι του αφεντικού του που είχε την άδεια. Πριν παραλάβει τα φύλλα πούλαγε λεμόνια και τσάντες στην κρεαταγορά, έκανε θελήματα και ό,τι έβαζε ο νους σου. Το χόμπι του όμως ήταν να σε ρίξει. Δεκάδες φορές του είχε εξηγήσει την κομπίνα με τις επιστροφές των φύλλων, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να την καταλάβει. Με τον Τράκο συνέβαινε το εξής: ακόμη κι όταν τον έπιανες να σε κλέβει κοίταγες να το λύσεις φιλικά, γιατί απλούστατα δεν έβγαζες άκρη. Μπορούσε να βάλει τις φωνές ή τα κλάματα. Να σε πρήξει με ανόητες δικαιολογίες ή να σου ρίξει μια ξαφνική μπουνιά και να το σκάσει.
Έλεγαν για τον Κάστρο και την επανάσταση που κόντευε τα δέκα χρόνια χωρίς να μπορεί να την πνίξει το θηρίο. Για τους Πάνθηρες και την Άντζελα που απειλούσαν την καρδιά του θηρίου. Για τα φέρετρα που έφταναν από το Βιετνάμ.
Έστριψε στην Αρμοδίου για να τον αποφύγει. Έπεσε επάνω στον Δεμέναγα τον τυπογράφο που διάλεγε ντομάτες. Ο Δεμέναγας ήταν ένας καλόκαρδος πενηντάρης ψηλός με μουστάκι και ψαρά μαλλιά. Είχε ένα μικρό υπόγειο τυπογραφείο στην πλατεία Θεάτρου στη Διπλάρειο. Πήγαινε συχνά εκεί γιατί στήνονταν πολιτικές συζητήσεις με τσιμπούσια.
«Σχόλασες νωρίς σήμερα; Ψώνισα να τσιμπήσουμε. Θα ’ναι και κάτι καλά παιδιά, φοιτητές. Θες να ’ρθεις;»
Οι μηχανές δεν δούλευαν και μύριζε πετρέλαιο και μελάνι. Ήταν μαζεμένοι στο μικρό γραφειάκι που έκλεινε με τζαμαρία και έπιναν μπίρες. Ο Δεμέναγας είχε ανάψει στο πεζοδρόμιο τη φουφού για να χωνέψουν τα κάρβουνα και είχε κατέβει να κόψει ντομάτες. Τον σύστησε. Ήταν μια κοπέλα και δυο ακόμη γύρω στα είκοσι. Μετά τις συστάσεις συνέχισαν την κουβέντα. Έλεγαν για τον Κάστρο και την επανάσταση που κόντευε τα δέκα χρόνια χωρίς να μπορεί να την πνίξει το θηρίο. Για τους Πάνθηρες και την Άντζελα που απειλούσαν την καρδιά του θηρίου. Για τα φέρετρα που έφταναν από το Βιετνάμ. Για τον Μαρκούζε και τον Γκοντάρ που έψαχναν να του βρουν την «Κινεζούλα» στο τελωνείο ενώ αυτός τους έδειχνε το κεφάλι του. Για τον Μάο και τους Κινέζους συντρόφους που έδιναν μαθήματα στους σοβιετικούς γραφειοκράτες. Για τον συνταγματάρχη στη Λιβύη που ανέτρεψε τον διεφθαρμένο βασιλιά και ανανέωσε την ελπίδα στις καρδιές των Αράβων. Για τον Τσε που απαρνήθηκε τη θαλπωρή της νικηφόρας επανάστασης και δολοφονήθηκε διψασμένος στα βουνά της Βολιβίας πίνοντας το κάτουρό του. Για τα οδοφράγματα του Μάη και την προσωρινή ανάπαυλα της επανάστασης στην Ευρώπη. Για τη δικιά μας χούντα που δεν έπρεπε να τη συνηθίσουμε. Για τις γκρούπες αντίστασης στα πανεπιστήμια και το καθήκον των μαθητών να κάνουν το ίδιο. Σε λίγα χρόνια ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός. Η άνοιξη είχε κυριεύσει όλον τον πλανήτη.
Τον κοίταζαν.
Το βλέμμα του αγκάλιασε τη σκάλα που έφερνε φως με νιφάδες σκόνης, φωνές και ανατολίτικες μυρωδιές της αγοράς. Ήθελε να τρέξει, να φύγει, να δραπετεύσει. Πάντα ήθελε να δραπετεύει.
Μάρτιος 2013