«Για τεντώστε τ’ αυτιά σας, αφήστε ελεύθερες τις αισθήσεις σας, διότι ήρθε η ώρα να απολαύσετε τη διήγηση της πιο απόκοσμης περιπέτειας που μπορεί να τύχει σε άνθρωπο. Εγώ ήμουν ο τυχερός κι από τότε η ταπεινή ζωή μου άλλαξε, λες και τα γεγονότα που θα σας περιγράψω κράτησαν πολλά χρόνια κι όχι μόνο μια τόση δα χειμωνιάτικη νύχτα.
»Να απολαύσετε τη διήγηση όσων βίωσα, όπως απόλαυσα κι εγώ εκείνο το απόγευμα τους ήχους και τα χρώματα από το μακρύ καραβάνι που εμφανίστηκε ξαφνικά στα μέρη μας και κατέλαβε απ’ άκρη σ’ άκρη τον κεντρικό δρόμο του χωριού μας… Τι κεντρικό δρόμο δηλαδή, έναν καρόδρομο γεμάτο λάσπες, σκατά γαϊδουριών, πατημασιές αλόγων και ακαθαρσίες κατσικιών. Έτσι είναι όλα τα χωριά της Ιουδαίας, φτωχά και βρώμικα, με σπίτια χαμηλά και στενάχωρα, χτισμένα με πλίνθους, λάσπη και καλάμια στις σκεπές.
»Τι δουλειά μπορεί να έχουν εδώ οι χρυσοστολισμένοι άρχοντες, με τις διαταγές τους, τα μουγκανητά των ζώων τους και τα πήγαινε-έλα των υπηρετών τους; Ρωμαίοι δεν είναι, το ξέρω. Οι Ρωμαίοι περπατούν σε στρατιωτική γραμμή, φοράνε πετσιά, τα μούτρα τους είναι σημαδευμένα από τις μάχες, κραδαίνουν όπλα, αποπνέουν φόβο και τους συνοδεύει η μπόχα του στρατώνα… Άτιμοι κατακτητές, κάποια στιγμή θα τους πετάξουμε έξω από την Ιουδαία. Τούτοι εδώ ξένοι είναι, αλλά Ρωμαίοι δεν είναι..
»Οι πλούσιοι Ρωμαίοι άλλωστε, προτιμούν τα Ιεροσόλυμα, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια. Στα δικά μας φτωχοχώρια, φτάνουν μόνο οι τελώνες και οι φαντάροι τους. Κοόρτεις πεζικού ή μονάδες ιππικού που κυνηγούν ληστές. Κάποτε είχα δει μια ρωμαϊκή λεγεώνα να αναπτύσσεται κάτω στην πεδιάδα και μ’ έπιασε τρομάρα. Έμοιαζε με πολυπλόκαμο ατσάλινο τέρας. Οι φαντάροι τους είναι πλιατσικολόγοι, βιαστές, δολοφόνοι, αλλά καλοπερασμένοι σαν τούτους δεν είναι. Στο καραβάνι, ο καθένας έχει διαφορετικό σουλούπι και ντύσιμο. Κόκκινα, πράσινα, χρυσαφιά ρούχα τουρλού-τουρλού και δέκα λογιών υποδήματα, σανδάλια και πασούμια. Κάθε καρυδιάς καρύδι.
»Ευδαιμονισμένοι φαίνονται, μαθημένοι να δίνουν διαταγές και να παίρνουν υπακοή. Όχι στρατιωτική υπακοή αλλά από την άλλη, την αβίαστη που εισπράττουν οι προαιώνιοι άρχοντες κι οι αριστοκράτες. Τι να ζητάνε άραγε στις ερημιές μας; Ούτε παλάτια έχουμε, ούτε μέγαρα. Μήπως κάνουν εμπόριο; Και τι να πουλήσουν σε μας τους πάμφτωχους; Ρε, μήπως ψάχνουν τον μεταξόδρομο; Από πού έρχονται άραγε και πώς τους λένε; Ας ρωτήσω ετούτον εδώ τον υπηρέτη μουλαρά, κάτι θα μου εξηγήσει για τ’ αφεντικά του και για τον σκοπό της παρουσίας τους.
»Ποιος είσαι ρε μουλαρά; Ο Αντίνορας; Έλληνας είσαι βρε; Έλληνας λοιπόν. Και τ’ αφεντικά σου; Πως είπαμε ότι τα λένε; Κασπάρ; Μελχιόρ; Βαλτάσαρ; Τι περίεργα ονόματα… Και πού πάτε όλοι μαζί τσούρμο; Προς τα κει που πάει το άστρο; Για να βρείτε έναν Θεό που γεννιέται απόψε; Μάλιστα… Κατάλαβα Αντίνορα. Παλαβός ο κόσμος των πλουσίων. Τρώνε συνεχώς, βάζουν σκλάβους να δουλεύουν γι’ αυτούς, τίποτα δεν τους λείπει και για να καταπολεμήσουν τη βαρεμάρα τους παίρνουν κυνήγι τ’ άστρα ψάχνοντας νεογέννητους Θεούς. Τι να πω…
Ποιος είσαι ρε μουλαρά; Ο Αντίνορας; Έλληνας είσαι βρε; Έλληνας λοιπόν. Και τ’ αφεντικά σου; Πως είπαμε ότι τα λένε; Κασπάρ; Μελχιόρ; Βαλτάσαρ;
»Και πούθε κρατά η σκούφια των αφεντικών σου; Άλλος είναι από την Αφρική, άλλος από την Ασία κι άλλος από την Αραβία; Και πώς συναντηθήκανε όλοι μαζί; Κάποιος θα τους έδωσε ραντεβού. Κανένας; Το άστρο ακολούθησαν για μήνες και χρόνια; Πέρασαν ερημιές, πολιτείες, δάση και ποτάμια, μέχρι να φθάσουν ως εδώ; Σε ποιόν τα πουλάς αυτά μωρέ; Αηδίες ενός μουλαρά, που νομίζει ότι μπορεί να κοροϊδέψει έναν φτωχό αγρότη σαν εμένα, επειδή έχει ταξιδέψει λίγο παραπάνω. Αν είναι έτσι, θα έπρεπε να υπάρχουν τρία άστρα στις άκρες του ορίζοντα, που ακολούθησαν διαφορετικές πορείες κι ενώθηκαν σ’ ένα μεγάλο αστέρι εδώ από πάνω. Κι έπειτα, με την ίδια ταχύτητα προχωρά ένα άστρο στον ουρανό κι ένας μουλαράς στη γη; Πώς το ακολουθήσατε λοιπόν;
»Η αλήθεια είναι ότι εμφανίστηκε ένα φωτεινό αστέρι προς τα δυτικά, ευθεία στον καρόδρομο προς Βηθλεέμ, αλλά εμείς οι Εβραίοι δεν δίνουμε σημασία σ’ αυτά. Αστρολόγους χρησιμοποιείτε εσείς οι ειδωλολάτρες. Τι βλακεία, να στέκονται από πάνω τους οι βασιλιάδες σας για να δουν τι δείχνει ο ουρανός σ’ αυτούς τους κομπογιανίτες. Εμείς δεν καταδεχόμαστε τέτοιες αηδίες. Όλα γύρω μας είναι τακτοποιημένα κατά τη βούληση του Θεού και αρκεί να μελετήσουμε τις γραφές για να αποκαλυφθούν. Η αλήθεια υπάρχει στις γραφές του Δανιήλ, τού Ησαϊα, του Ιερεμία και των άλλων προφητών, όχι στ’ άστρα. Κι έπειτα, Θεός υπάρχει, ο Γιαχβέ, ούτε γεννιέται, ούτε πεθαίνει, μόνο μας βλέπει άγρυπνα και μας κρατά στον ίσιο δρόμο.
»Ο Γιαχβέ ελεεί ή τιμωρεί τους ανθρώπους κι έχει τον περιούσιο λαό του, εμάς τους Εβραίους, τους μόνους σ’ όλη την οικουμένη που έχουν τη σωστή πίστη. Όλα τ’ άλλα είναι παραμύθια των απίστων που θα τιμωρηθούν από το φοβερό σπαθί των Αρχαγγέλων. Αλλοίμονο σας κακομοίρηδες ειδωλολάτρες, τι σας περιμένει την ώρα της κρίσεως. Τι πράγμα; Δεν φταις εσύ που γεννήθηκες Έλληνας και πιστεύεις στον Δία; Έτσι νομίζεις ανόητε μουλαρά, φταις και παραφταίς. Αν ο Γιαχβέ σ’ εμπιστευόταν θα σ’ είχε κάνει Εβραίο όχι άπιστο. Άρα γεννήθηκες για να τιμωρηθείς, αλλά σάματις συλλαμβάνει το ειδωλολατρικό σου μυαλό τίποτα απ’ αυτά; Αν επιτρεπόταν να μπεις στη συναγωγή μας ν’ ακούσεις τους σοφούς μας, θα καταλάβαινες.
»Κάνω χάζι βρε Αντίνορα τις στολές και τα μπιχλιμπίδια που φοράνε ο Κασπάρ, ο Μελχιόρ κι ο Βαλτάσαρ. Αλήθεια τι είναι στον τόπο τους; Βασιλιάδες; Κάτι σαν θρησκευτικοί ηγέτες; Μάλιστα. Συνήθως, η φάτσα των δεσποτάδων είναι πιο σκληρή από των στρατιωτικών και των πολιτικών, ομολογώ πάντως ότι οι δικοί σου έχουνε μια γλύκα. Τι είπες; Είναι μορφωμένοι άνθρωποι, ανήσυχα πνεύματα και γνώστες μεγάλων μυστικών, που δεν τους καταλαβαίνουν ούτε στον τόπο τους; Καλό είναι αυτό για σένα ταλαίπωρε σκλάβε. Αν είναι πράγματι σοφοί, δεν θα σε μαστιγώνουν πολύ όταν βλαστημάς το μουλάρι σου.
»Βαρυφορτωμένο το βλέπω το ζωντανό. Τι κουβαλά; Σκηνές για τη νύχτα, χαλιά ή τρόφιμα; Να μη φωνάζω, γιατί πάνω στο σαμάρι υπάρχουν πολύτιμα πράγματα που δεν πρέπει να μάθει ο κόσμος; Εντάξει, έλα να ξαποστάσεις, αλλά κρασιά εμείς δεν κερνάμε ούτε γουρούνια τρώμε, δεν είμαστε βρώμικοι ειδωλολάτρες. Ένα νεράκι θα σου βάλω. Το ξέρεις ότι οι άνθρωποι σάς ονόμασαν κιόλας μάγους; Όχι εσένα ρε, τα αφεντικά σου. Σκοτεινούς και επικίνδυνους τύπους τούς θεωρούν. Βλέπουν και τους οπλισμένους αράπηδες δίπλα τους, τι να σκεφτούν; Και τι πολύτιμα πράγματα κουβαλάτε, για να ‘χουμε καλό ρώτημα;
»Χρυσάφι, σμύρνα και λιβάνι; Μωρέ μπράβο! Εμπόριο κάνουν; Τι; Θα τα κάνουν δώρο στον νεογέννητο Θεό; Καλά ρε, τρελαθήκανε τελείως; Σ’ ένα μωρό, όλα αυτά τα πλούτη; Αφού θέλουν να τα δώσουν, γιατί δεν τα μοιράζουν στον κοσμάκη που πεινάει; Μήπως μας περνάνε για καλοταϊσμένους εδώ στην Ιουδαία; Με λούμπινα, φακές και φασόλια τη βγάζουμε. Με αγριόσυκα και καμιά καρύδα. Σπάνιο το κρέας, τα κοπάδια είναι των γεωκτημόνων. Και κανένα παστό λιμνόψαρο απ’ τη Γαλιλαία, αν φθάσει φορτίο αλατιού από τα ορυχεία των Σοδόμων. Πείνα σου λέω.
»Αλλά ποιος μας σκέφτεται εμάς; Κάθε τόσο, οι ζηλωτές ξεκινούν μια επανάσταση εναντίων των Ρωμαίων και μόλις δουν τα σκούρα φεύγουνε στην έρημο του Ιορδάνη ποταμού ή στα βουνά της Τύρου. Αφήνουν τους οικογενειάρχες και τα γυναικόπαιδα στο έλεος των εξαγριωμένων λεγεώνων. Από πίσω πλακώνουν οι τελώνες, που παίρνουν ό,τι έχει απομείνει… Μας έχει λιώσει κι η ληστεία. Αν τύχει και τσακώσουν κανέναν οι ρωμαϊκές περίπολοι τον σταυρώνουν αμέσως, αλλά όποιος απομακρυνθεί απ’ τον κεντρικό δρόμο κινδυνεύει να τον περάσουν λεπίδι για λίγα δηνάρια. Ειδικά οι Σαμαρείτες… εγκληματίες είναι όλοι τους.
Χρυσάφι, σμύρνα και λιβάνι; Μωρέ μπράβο! Εμπόριο κάνουν; Τι; Θα τα κάνουν δώρο στον νεογέννητο Θεό; Καλά ρε, τρελαθήκανε τελείως; Σ’ ένα μωρό, όλα αυτά τα πλούτη;
»Η αλήθεια είναι πως κάτι προσπαθεί να κάνει ο βασιλιάς Ηρώδης. Έχει βάλει μπροστά κάτι δημόσια έργα, λιμάνια, γιοφύρια και δρόμους, δουλεύει κόσμος σ’ αυτά, αναπτύσσεται και το εμπόριο. Μπορεί ο Ηρώδης να είναι μανιακός με την εξουσία, μοιχός κι εγκληματίας, αλλά το όνειρο του είναι να μας κάνει κανονική ρωμαϊκή επαρχία, με χτιστές υπαίθριες αγορές, υδραγωγεία και διοικητικά μέγαρα. Δεν το βλέπω να πετυχαίνει. Αντιδρούν οι φανατικοί κι οι μεγαλοκτηματίες, που συγκεντρώνουν σιγά-σιγά τις περιουσίες μας. Σαν κι εσένα θα καταντήσουμε όλοι, Αντίνορα. Αλήθεια εσύ, από την Ελλάδα πως βρέθηκες μουλαράς στην Ιουδαία; Χρεώθηκες για να αντιμετωπίσεις μια κακή σοδειά, τα χρέη δεκαπλασιάστηκαν μέσα σε λίγα χρόνια και τελικά πουλήθηκες σκλάβος στη Δήλο; Εμ, στα λόγια μου έρχεσαι.
»Γι’ αυτό λέω… Εντάξει κύριε μάγε, δώσε χρυσάφι στο μωρό, αλλά δώσε και στα υπόλοιπα φτωχαδάκια. Μ’ ένα νομισματάκι περνώ εγώ έναν ολόκληρο μήνα. Αμ το λιβάνι και τα σμύρνα; Τρία δράμια να ‘χα στη χούφτα μου, θα τα μοσχοπουλούσα στους δικούς μας ιερείς, στον καινούριο ναό του Σολωμόντος που έχτισε ο Ηρώδης μέσα στα Ιεροσόλυμα. Ναι, σ’ αυτό το μεγαθήριο που ξεσήκωσε τους φανατικούς, επειδή ο βασιλιάς κάρφωσε τον ρωμαϊκό αετό στην είσοδό του. Φωνάζουνε ότι είναι βλασφημία -δίκιο έχουν- αλλά μέσα στον ναό οι παπάδες μας θησαυρίζουν. Παζάρι πολυτελείας έχουν κάνει τον περίβολο της εκκλησίας… αυτό δεν είναι βλασφημία δηλαδή; Κάθε φορά που Εβραίος μπαίνει στο ναό, πρέπει υποχρεωτικά να θυσιάσει τουλάχιστον ένα ορτύκι. Οι πλουσιότεροι αρνιά και κριάρια. Κι οι ιερείς έχουν το μονοπώλιο της πώλησης των ζώων για θυσία. Ξέρεις πόσο μάς πουλάνε ένα ορτύκι; Μωρέ αυτό που χρειάζεται, είναι να εισβάλλει κανένας μ’ ένα διπλωμένο σκοινί στο χέρι και να τους πετάξει όλους έξω μαστιγώνοντάς τους…
»Ξεκινάτε πάλι. Ας προχωρήσω κι εγώ μαζί σας, βλέπω ότι πάτε προς την Βηθλεέμ. Απορώ τι θα κάνετε εκεί. Ένα μικρό χωριό είναι, μην κοιτάς που ο δρόμος έχει κόσμο, οι Ρωμαίοι φταίνε με τις απογραφές τους. Ξεσήκωσαν όλο τον πληθυσμό και τον κουβάλησαν στον τόπο γέννησης για να τον απογράψουν, θέλουν να ξέρουν πόσα κεφάλια θα φορολογούν οι άτιμοι, γι’ αυτό πηγαινοέρχονται τόσοι άνθρωποι. Πού θα κοιμηθούν, τι θα φάνε, πως θα επιβιώσουν μέσα στο κρύο, ένας Θεός γνωρίζει, όχι βέβαια αυτός που θα γεννηθεί με τ’ αστέρι πάνω απ’ το κεφάλι του…Αλήθεια, Θεός στη Βηθλεέμ; Πάει ξεπέσανε κι οι Θεοί, καταλήξανε στα λασποχώρια.»
»Μιας και σου ‘λεγα για τον Ηρώδη, πρόσεξε Αντίνορα διότι μέσα στην αθωότητά σας, αγνοείτε ότι κινδυνεύετε θανάσιμα. Ενημέρωσε τ’ αφεντικά σου, τον Κασπάρ, τον Μελχιόρ και τον Βαλτάσαρ, πως αν πάρει χαμπάρι ο Ηρώδης ότι κουβαλάτε τόσο χρυσάφι, θα σας κόψει τους λαιμούς και θα το τσεπώσει. Πώς θαρρείς ότι κερδίζει κανείς την επωνυμία «Μέγας», που κατέχει αυτός; Γλύφοντας όσους φοβάται και πελεκώντας όσους εξουσιάζει. Πιο ρωμαιόφιλος βασιλιάς δεν ματαπέρασε από την Ιουδαία. Τσιράκι των κατακτητών. Και πάντα με τον νικητή. Μυρίζεται τις αλλαγές των αυτοκρατόρων, όπως το άγριο θηρίο μυρίζεται το θήραμα του. Αλλάζει στρατόπεδα χωρίς να ιδρώσει τ’ αυτί του. Στον πόλεμο των Πάρθων με τους Ρωμαίους, ξεκίνησε υποστηρίζοντας τους Πάρθους και κατέληξε να πολεμά με τον Αντώνιο. Όσο ο Αντώνιος με την Αιγύπτια πόρνη του την Κλεοπάτρα ήταν δυνατοί, ο Ηρώδης ήταν ο πιο πιστός τους σύμμαχος. Μόλις μυρίστηκε ότι καταρρέουν, τους πούλησε και πήγε με τον Οκταβιανό Αύγουστο. Φίδι κανονικό. Έτσι κρατά τον θρόνο σαράντα χρόνια.
»Ο μοναδικός Θεός που αναγνωρίζει αυτός, είναι η εξουσία. Μη σε ξεγελούν τα έργα του, πιο αδυσώπητος άνθρωπος απ’ αυτόν δεν έχει ξαναγεννηθεί. Αν υποψιαστεί ότι απειλείται, κάνει σαν λύκος που μπήκε σε μαντρί με πρόβατα. Δεν αφήνει κανένα ζωντανό. Έχει στραγγαλίσει τη μισή του οικογένεια. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, αν το αχανές παλάτι του είναι πιο πολύ σφαγείο ή πορνείο. Τα υπόγεια του μεγάρου αντιβουίζουν από τις οιμωγές και τα παρακάλια αυτών που βασανίζονται. Την ίδια ώρα, τα ψηλά πατώματα τρίζουν από τα ηδονικά βογκητά του αμαρτωλού συρφετού που έχει μαζέψει γύρω του. Διότι μιλάμε και για μεγάλο πόρνο. Δεν έχει αφήσει ηδονή να μην τη δοκιμάσει, γυναίκα να μη την μαγαρίσει αδιαφορώντας αν είναι συγγενής ή ξένη. Να μου το θυμάσαι, ο Θεός θα τον τιμωρήσει με φρικτά μαρτύρια, αλλά ως τότε να φυλάγεστε απ’ αυτόν.
»Τι πράγμα; Περάσατε απ’ το παλάτι του; Σας φιλοξένησε; Το τέρας; Σοβαρά; Και τι σας είπε; Ζήτησε από τ’ αφεντικά σου να γίνουν κατάσκοποί του; Μα τι ρωτώ κι εγώ… Έχει αφήσει κανέναν χωρίς να τον στρατολογήσει ως ρουφιάνο; Και τι θέλει; Να μάθει τον τόπο που θα γεννηθεί ο νέος βασιλιάς τω Ιουδαίων; Ρε βλάκες, βασιλιά των Ιουδαίων ονομάσατε τον καινούριο Θεό; Ωχ, ωχ! Μπροστά στον Ηρώδη; Τον καταστρέψατε τον καινούριο Θεό σας. Θέλει να τον προσκυνήσει; Αυτός; Κι εγώ σου λέω πως μόλις τον βρει τον μικρό, θα του στρίψει τον λαιμό σαν πετεινάρι. Σκασίλα του για τους Θεούς, αλλά οι βασιλιάδες τον εξοργίζουν, είναι ανταγωνιστές του. Καλύτερα να την κοπανήσετε μακριά χωρίς να του αποκαλύψετε που θα τον βρείτε… Αυτός σκότωσε όλους τους γιούς και τις γυναίκες του, ένα τόσο δα Θεουλάκι θα σεβαστεί;
»Ούτε τους δικούς σας λαιμούς βλέπω καλά. Θα σας τον φάει τον θησαυρό το κτήνος. Γι’ αυτό σου λέω ρε Αντίνορα, δε βουτάς κανένα νομισματάκι να το μοιραστούμε; Αλλά και στον μπέμπη να καταλήξουν τα πλούτη, τι να τα κάνει αυτός; Οι Θεοί δεν έχουν ανάγκη από χρυσάφι, οι άνθρωποι έχουν. Κι έπειτα τι τους θέλουμε κι άλλους Θεούς; Δεν μας φτάνουν δηλαδή αυτοί που κάθονται στον σβέρκο μας; Πόσο ν’ αντέξει πια κι αυτός ο σβέρκος του φτωχού; Θεοί, Ρωμαίοι, πλούσιοι, παπάδες… όλοι εκεί πάνω θρονιαστήκανε. Τι είναι αυτά που λέω; Ψέματα λέω ρε; Όλοι οι Θεοί κρεατοφάγοι δεν είναι; Ε, τότε είναι πλούσιοι. Ορτύκια τους θυσιάζουμε και μοσχάρια και κατσίκια και κριάρια. Γιατί κύριε; Πώς εγώ μετά βίας τρώω κρέας δυο φορές τον χρόνο κι εσείς τρώτε κοψίδια κάθε μέρα; Αν εμφανιζόταν ένας Θεός που θα του θυσιάζανε ραδίκια και ξυνίδια που είναι άφθονα στα χωράφια, αυτόν θα τον ακολουθούσα. Αυτή θα ήταν επανάσταση, αν το καλοσκεφτείς. Διότι οι παπάδες του δεν θα ξεζουμίζανε τον κόσμο για να ταΐσουν το αφεντικό τους.
Κι έπειτα τι τους θέλουμε κι άλλους θεούς; Δεν μας φτάνουν δηλαδή αυτοί που κάθονται στον σβέρκο μας; Πόσο ν’ αντέξει πια κι αυτός ο σβέρκος του φτωχού;
»Εγώ στο ξεκαθαρίζω, αν ακολουθούμε το άστρο για να βρούμε έναν ακόμα πλούσιο κρεατοφάγο Θεό, δεν γουστάρω καθόλου. Εσύ ρε Αντίνορα που είσαι Έλληνας, καμιά εκατοστή τέτοιους δεν έχεις; Σ’ ένα βουνό δεν λες πως κατοικούνε; Τι πράγμα; Ξεφτιλιστήκανε οι δικοί σου Θεοί; Πέρασε η δόξα τους; Μάλιστα. Και οι Θεοί των τριών αφεντικών σου παρακμάσανε; Ναι, αλλά αυτοί είναι δεσποτάδες αυτών των Θεών. Είδες εσύ ιερωμένο, να παραδέχεται ότι η θρησκεία του κλονίζεται; Είδες βασιλιά να λέει ότι η εξουσία του πάει κατά διαόλου; Όχι βέβαια. Άρα βρε Αντίνορα, είτε οι μάγοι σου είναι πολύ ανοικτόμυαλοι, είτε ο καινούριος Θεός που ψάχνετε είναι πολύ πειστικός.
»Και πότε πρόλαβε δηλαδή να γίνει πειστικός; Τώρα δεν γεννήθηκε; Άρα είναι μικρούλης, δεν μιλά, δεν επιχειρηματολογεί. Εκτός αν ο Θεός γεννιέται έτοιμος, όχι σαν τους ανθρώπους που ξεκινούν από μπέμπηδες και μεγαλώνουν σιγά-σιγά. Και πώς γεννιέται ένας Θεός; Από Θεούς υποθέτω, όχι από ανθρώπους. Άρα, εκεί που θα πάμε, θα βρούμε τουλάχιστον άλλους δυο Θεούς, τους γονείς του; Μπορεί και κανέναν Θεό ξάδερφο του ή θείο του; Πήξαμε στους Θεούς και δε μ’ αρέσει. Όποτε μαζεύονται πολλοί απ’ αυτούς, αρχίζουν να βασανίζουν τους ανθρώπους για να διασκεδάσουν. Δε θα μας βγει σε καλό, να μου το θυμάσαι.
»Εμένα το μυαλό μου ζητά απλά πράγματα… Αφού πρέπει υποχρεωτικά να έχω έναν Θεό, θέλω να μού βάζει συγκεκριμένους κανόνες. Αν τους τηρώ με στέλνει στο παράδεισο, αν δεν τους τηρώ με καρφώνει στα καζάνια της Κόλασης. Μια ζυγαριά είναι ο κόσμος, Αντίνορα. Στο ένα μέρος είναι ο φόβος για τούτη τη ζωή και στο άλλο είναι η προσμονή μιας καλής πληρωμής στην επόμενη ζωή. Όταν αυτά τα δυο είναι στην κατάλληλη δόση, η ζυγαριά είναι σε ισορροπία. Ο φόβος και η ελπίδα κρατάνε την κοινωνία σε τάξη και ρίχνουν πότε-πότε φαγάκι στο τσουκάλι μας. Τα φιλοσοφικά μπερδέματα είναι για τους χορτάτους και τους τεμπέληδες. Γι’ αυτό κάθε φορά που εμφανίζεται ένα καινούργιο ζύγι, εγώ ανησυχώ. Πάει να διαταραχτεί η ισορροπία του κόσμου και τέτοιες αλλαγές τις πληρώνουν πάντα οι κακομοίρηδες. Τι είπες; Στο χάλι που είμαστε, τι άλλο χειρότερο να πάθουμε; Αχ καημένε σκλάβε, πάντα υπάρχουν χειρότερα για τους νικημένους αυτής της ζωής.
»Ρε συ, όσο μιλώ, προχωράνε οι δικοί σου. Πού πάμε; Περάσαμε την πλατεία της Βηθλεέμ και τίποτα ακόμα. Πού είναι τέλος πάντων αυτός ο Θεούλης κι έχω παγώσει; Ας τον βρούμε επί τέλους, να μπούμε στο σπίτι του, να ζεσταθεί λίγο το κοκαλάκι μας. Να του δώσουν τα δώρα ο Κασπάρ, ο Μελχιόρ κι ο Βαλτάσαρ, μπορεί η οικογένεια να μου χαρίσει κανένα νομισματάκι. Έπρεπε να μείνουμε στη Βηθλεέμ σήμερα. Με τόσο χρυσάφι που κουβαλούν τ’ αφεντικά σου, ο μοναδικός ξενοδόχος του χωριού θα σήκωνε όλους τους ενοίκους απ’ τα κρεβάτια και θα τους πέταγε έξω. Αλλά εμείς συνεχίζουμε την πορεία μέσα στη νύχτα. Τι τους περνάτε ρε τους Θεούς; Πού θαρρείτε πως γεννιούνται;
»Στις ερημιές και τα βουνά; Στις καλύβες των βοσκών ή στις σπηλιές των λόφων; Ρε κορόιδα, οι Θεοί είναι αφεντικά, μεγαλόπρεποι, καλοπερασάκηδες, δεν είναι ξυπόλυτοι μπατίρηδες. Υπερκόσμια εξουσία είναι, πλακάκια με τις κοσμικές εξουσίες τα κάνουνε, μια χαρά περνάνε, αλλοίμονο σε μας τα απλά ανθρωπάκια. Κι έπειτα, ποιος Θεός είναι αυτός που ψάχνουμε; Τίνος Θεού συγγενής, τίνος προφήτη απόγονος; Του δικού μας του Γιαχβέ; Του Ζαρατούστρα των Περσών; Του Άμμωνα των Αιγυπτίων; Της Ιστάρ των Βαβυλωνίων; Του Δία των Ελλήνων; Της Κάλι των Ινδιών; Του Θεού Ήλιου των Ρωμαίων; Για πες μου.
»Τι πράγμα; Τα αφεντικά σου λένε ότι είναι ο ένας και ο μοναδικός, που ξεπερνά όλους τους άλλους; Τώρα μάλιστα. Ρε συ, οι πολυθεϊστές έχουν φτιάξει θεότητες ως και για την τελευταία πέτρα, ενώ τον έναν και μοναδικό Θεό τον έχουμε καπαρώσει εμείς οι Εβραίοι. Δεν υπάρχει χώρος για τον Θεούλη σου. Μπορεί να είμαστε λίγοι, σταγόνα στον ωκεανό της αυτοκρατορίας, μπορεί να μην έχουμε δυνατότητα να τον επιβάλουμε παντού, αλλά μη υποτιμάς τη δύναμή μας, ειδικά σ’ αυτά τα ιστορικά χώματα. Ευτυχώς που οι Ρωμαίοι δεν έχουν πρόβλημα με τις θρησκείες των καταχτημένων λαών και δεν μας ενοχλούν στο θέμα της πίστης. Αυτοί θέλουν ησυχία, εφόδια όταν κάνουν πόλεμο -πάντα δηλαδή- και φόρους… Όλα τα άλλα τα αφήνουν στους ντόπιους.
»Και θ’ αφήσουν οι δικοί μας Γραμματείς και Φαρισαίοι έναν καινούριο Θεό στο χωράφι τους; Χα! Δεν τους ξέρεις καλά μού φαίνεται. Μόλις τον πάρουν χαμπάρι, θα τον ισοπεδώσουν. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πριν καν γεννηθεί αυτός ο νέος Θεούλης, τα ‘χει βάλει μ’ όλο τον κόσμο. Με τους Φαρισαίους μας, με τον Ηρώδη, με τους Ρωμαίους, με τους άλλους Θεούς, πώς θα επιβιώσει ο δύστυχος με τέτοιο μέτωπο απέναντι του; Μια χαψιά θα τον κάνουνε. Όσο χρυσάφι κι αν κουβαλάτε στις γκαμήλες για να του δώσετε, λίγο είναι. Για την πρόσληψη πόσων μισθοφόρων θα φθάσει; Εκατό, διακοσίων, πεντακοσίων; Τι να σου κάνουν μπροστά στις στρατιές των άλλων;
»Κι έπειτα, μού φαίνεται ότι συζητάμε στον βρόντο. Όλο προχωράμε στα σκοτάδια, παγώσαμε και προκοπή δε βλέπουμε. Ρε Αντίνορα, μήπως διακρίνεις κάτι στην απέναντι πλαγιά; Κάτι σαν φωτιά βλέπω να λαμπυρίζει μέσα σε μια σπηλιά… και το άστρο… που πήγε το άστρο; Μήπως κρύφτηκε πίσω απ’ τα σύννεφα; Όχι; Πάνω από κείνο το φως στυλώθηκε; Επιτέλους λοιπόν, φθάσαμε. Μα… μα τι λέω; Στυλώνονται τ’ αστέρια; Κι έπειτα, τι είναι εκεί πέρα; Μια σπηλιά, μια καλύβα, κάτι τέτοιο; Και γεννήθηκε Θεός εκεί μέσα; Σ’ αυτή την τρώγλη; Αυτό ψάχνανε ρε τ’ αφεντικά σου; Έχει μαζευτεί κόσμος, βοσκοί με τα προβατάκια τους παραμάσχαλα και με τα σκυλιά στα πόδια τους, κάτι ταλαίπωροι που κουρνιάζουνε σε διπλανές σπηλιές, κάτι χωριάτες, μια παρέα από χαμίνια. Για μεριάστε… Για αφήστε με να περάσω μπας και ζεσταθεί το κοκαλάκι μου, να δω επιτέλους κι έναν νεογέννητο Θεό που δε μου ξανάτυχε. Άφησε το μουλάρι βρε Αντίνορα, πλησίασε κι εσύ να δεις.
»Η κακόμοιρη η γυναίκα μόλις γέννησε και είναι εξουθενωμένη. Για κοίτα, ο πατέρας είναι γέρος, η κοπελίτσα νεότατη. Το παιδί; Αγόρι, ε; Για κάνετε πιο πέρα να το δω… ένα κανονικό νεογέννητο παιδάκι είναι… Τι Θεός και κουραφέξαλα; Βλέπεις εσύ τίποτα θεϊκό πάνω στον μπόμπιρα; Κλαίει, σαν όλα τα νεογέννητα. Ξεπαγιασμένο θα είναι, με άχυρα το ‘χουν σκεπάσει, δεν και έχει πόρτα η σπηλιά…ανάψτε ρε μια φωτιά να ζεσταθεί το νήπιο. Δεν υπάρχουν ξύλα; Μάλιστα. Τότε, για βοηθήστε με να το κουβαλήσω κοντά στην αγελάδα, το κορμί κι η ανάσα του ζώου βγάζουν ζεστασιά, θα ησυχάσει. Ωραία, μια χαρά είναι τώρα. Τι μια χαρά δηλαδή, που το βλέπω μέσα στη μαύρη φτώχεια. Μμμ, ωραίος Θεός που θα παραμερίσει τους άλλους κραταιούς Θεούς…μωρέ μακάρι να γλυτώσει απ’ τη σημερινή παγωνιά κι ας γίνει ένας απλός αγρότης ή μαραγκός.
Τι Θεός και κουραφέξαλα; Βλέπεις εσύ τίποτα θεϊκό πάνω στον μπόμπιρα; Κλαίει, σαν όλα τα νεογέννητα.
»Να και οι τρεις μάγοι, μπαίνουν με επισημότητα στη σπηλιά με το νεογέννητο. Ανεμίζουν στον κρύο αέρα οι πολύχρωμες χλαμύδες τους, κρατάνε κουτιά και ζεμπίλια στα χέρια… μα τι κάνουν; Βρε Αντίνορα, ολόκληροι άρχοντες γονατίζουν μπροστά σ’ αυτή την άθλια κούνια; Προσκυνούν το αχυροσκεπασμένο μωρό; Τι μουρμουράνε; Προσευχές ακαταλαβίστικες; Αφήνουν και τα δώρα. Η κακομοίρα η μάνα είναι τόσο εξαντλημένη, που μόνο να κουνήσει το κεφάλι της μπορεί. Πάει, αυτό ήτανε; Θα μας τρελάνουν; Για τη στιγμή αυτή περπάτησαν εκατοντάδες μέρες; Γι’ αυτό το ευχαριστήριο νεύμα της μάνας πέρασαν τόσες κακουχίες; Γι’ αυτή τη μικρή υπόκλιση περπάτησαν την οικουμένη;
»Που πάτε ρε; Φεύγετε κιόλας; Αντίνορα περίμενε, θα ‘ρθω κι εγώ μαζί σας. Στη Βηθλεέμ επιστρέφετε για να κοιμηθείτε; Θα σας ακολουθήσω αν μου υποσχεθείς ότι θα με βολέψεις στο δωμάτιο σου. Τσάμπα ήρθα τελικά στις ερημιές, τίποτα δεν οικονόμησα, αλλά… Για περιμένετε δυο λεπτά, μην την κοπανάτε, θέλω να δω κάτι ακόμα στο νεογέννητο, μη φεύγετε ρε… ε, καλά, πηγαίνετε, εγώ λέω να μείνω λίγο ακόμα, κάτι έχει το μέρος ρε Αντίνορα… αλλά σε ποιόν μιλώ; Έφυγε ο μουλαράς, πάει και το καραβάνι.»
»Κι όμως, κάτι υπάρχει εδώ που με τραβά, κάτι που με συγκινεί, σάματις ξέρω κι εγώ τι είναι; Λες να ‘ναι το μωρό; Η μάνα η μελαγχολική; Ο ανήσυχος γέρο-πατέρας; Μην είναι αυτό το απόκοσμο φως που μοιάζει να βγαίνει απ’ τη σπηλιά; Μην είναι αυτοί οι απαλοί ψαλμοί που φθάνουν ανεπαίσθητα στ’ αυτιά μου; Με τ’ αυτιά μου ή με την καρδιά τους ακούω; Μα… τι έπαθα; Τέσσερα παιδιά γέννησα και μεγάλωσα, ποτέ δεν συγκινήθηκα… Τι μου ‘ρθε τώρα και θέλω να κλάψω με τούτο το ξένο νεογέννητο; Σα να μού φαίνεται πως γέρασα.
»Πέρασε η ώρα, ησύχασε ο κόσμος, φύγανε οι βοσκοί, οι γείτονες και τα αλητάκια, μέσα η λεχώνα κοιμάται κι ο ταλαίπωρος ο πατέρας μοιάζει πιο ήσυχος… λαχτάρα που πήρε κι αυτός, για φαντάσου να του γεννούσε η γυναίκα στον δρόμο. Το καραβάνι απομακρύνθηκε μέσα απ’ τα βουνά μακριά από πόλεις, δεν θα τους προλάβει ο Ηρώδης. Καλά είναι εδώ έξω, η παγωνιά έπεσε, γλύκανε η πλάση και η πείνα μού πέρασε, περίεργο αφού δεν έφαγα τίποτα… Μόνο οι ψαλμοί συνεχίζουν ν’ ακούγονται, από πού να έρχονται άραγε; Τώρα… εγώ γιατί κάθομαι εδώ; Τι έχω πάθει; Τόσο πολύ με γοήτευσε ο μπέμπης, που βάλθηκα να τον φυλάω έξω από μια σπηλιά; Καλά, αυτά τα περί νέου Θεού δεν τα συζητώ, ανοησίες των ονειροπαρμένων, αλλά ομολογώ πως κάτι περίεργο το ‘χει η κατάσταση, δεν ξέρω πώς να το εκφράσω, πάντως μια ευφορία απρόσμενη μπήκε στην ψυχή μου, μυστήρια πράγματα… κάτι έχει συμβεί βαθιά μέσα μου για να μη θέλω ν’ απομακρυνθώ από τον μικρούλη…
»Κι όλο πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται αλλόκοτα πράγματα. Να ‘τανε λέει κιόλας μεγάλος ο μπόμπιρας, να μπορούσα να τον ακούσω… νιώθω ότι θα ‘χε πολλά να πει. Μέχρι να μεγαλώσει ποιος ξέρει τι θα συμβεί… λες ρε, τα επόμενα χρόνια ν’ αλλάξει ο κόσμος που ξέρουμε; Όχι να γίνει κανένας παράδεισος, λίγα πραγματάκια να σουλουπωθούνε. Να μην υπάρχουν σκλάβοι ας πούμε, να μη μας αντιμετωπίζουν οι πλούσιοι σαν σκυλιά, κάθε γενιά να ζει λίγο καλύτερα απ’ την προηγούμενη, να γίνει λίγο πιο δίκαιος και πιο ανθρώπινος ο κόσμος. Ως τώρα έκοβα το κεφάλι μου πως κάθε αλλαγή θα έφερνε τα χειρότερα, κι όμως τώρα νιώθω διαφορετικά. Μακάρι…
»Επ, ξεχάστηκα με τις χαζές σκέψεις μου και κάποιος μπαίνει στη σπηλιά. Γνωστός τους θα ‘ναι, αλλά για στάσου… Έτσι που τον βλέπω στην είσοδο είναι σαν σκιά, διάφανος σαν νερό, τι είναι τούτο πάλι; Κι όμως δεν πιστεύω ότι ο μικρός κινδυνεύει, ας μην τους ενοχλήσω, θα τον δω καλύτερα όταν φεύγει… Δεν μπορεί, θα με γελάσανε τα μάτια μου, διαφανείς άνθρωποι δεν υπάρχουν. Ωχ, τι έγινε; Τι έπαθε ο γέρος και τους φορτώνει άρον-άρον στον γάιδαρο; Γιατί άνθρωπέ μου ξεσήκωσες τη λεχώνα και το μωρό; Πού πάτε μέσα στη νύχτα και την παγωνιά, σα να σας κυνηγούν; Στην Αίγυπτο πάτε; Τρελάθηκες μωρέ γέρο; Στην οικτρή κατάσταση που είστε; Γιατί; Τι σας είπε ο επισκέπτης και φοβηθήκατε τόσο; Αν τεντώσω τ’ αυτιά μου, θα καταλάβω; »
»Η αλήθεια είναι ότι άρχισαν να υψώνονται από την πλευρά της Βηθλεέμ κλάματα παιδιών, οιμωγές γυναικών και ουρλιαχτά. Κάτι πολύ κακό συμβαίνει εκεί κάτω, έχει γούστο να έχουν κάνει καμία επιδρομή οι Ρωμαίοι ή οι στρατιώτες του Ηρώδη. Ο Θεός να τους βοηθήσει. Κουκούλωσαν το μωρό όπως-όπως κι έφυγε το ζευγάρι ξεπαπούτσωτο, ας πάω κι εγώ στη Βηθλεέμ να δω τι γίνεται. Όμως πριν φύγω, θα μπω στη φάτνη να δω ποιος ήταν αυτός που τους τρομοκράτησε τόσο. Να, σ’ εκείνη την πέτρα κάθεται. Είναι πράγματι διάφανος, φωτεινός και με κοιτάζει. Δεν τον φοβάμαι, θα τον ρωτήσω:
– “Ποιος είσαι άνθρωπε μου;”
– “Δεν είμαι άνθρωπος. Άγγελος Κυρίου είμαι. Εσύ ξέρεις ποιος είσαι; ”
– “Εγώ; Φυσικά ξέρω. Ο Ελιάσαρ από τη Βησθεδά. ”
– “Λάθος. Είσαι ο Ελιάσαρ, ο πρώτος μαθητής Του. Διότι είσαι ο πρώτος που πίστεψες. Πίστεψες αβίαστα, ακολουθώντας τον μόνο σωστό δρόμο. Τις αμφιβολίες της ψυχής σου.”»
*Το κείμενο είχε δημοσιευθεί για πρώτη φορά, σε συνέχειες, στο protagon το 2010 και πρόκειται για αποτύπωση ραδιοφωνικής αφήγησης. Οι ιστορικές πληροφορίες που περιέχει το κείμενο είναι ακριβείς. Οι υπόλοιπες φιλοσοφικές, θρησκευτικές και κοινωνικές αναφορές αποτελούν απόψεις ή ερμηνείες του γράφοντος, με παράλληλη προσπάθεια να μην αποκλίνει από το κλίμα των ημερών.