«Απαιτείται πράγματι μεγάλη θέληση για να δεχθεί κανείς ότι το άθλιο και ερειπωμένο αυτό χωριό είναι ο θλιβερός απόγονος της ένδοξης πόλης. Η σημερινή Αθήνα αποτελείται από την αγορά, από μία οδό και από τρεις απομακρυσμένες μεταξύ τους συνοικίες. Μεταξύ όλων αυτών βρίσκονται τάφροι, χαντάκια και χέρσοι αγροί. Ανάλογα με την πόλη είναι και τα προάστια, συνοικισμοί ελεεινοί και φτωχοί».
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πόλη με όνομα «βαρύ σαν Ιστορία». Γέννησε τη δημοκρατία και το θέατρο, ενώ οι τέχνες και οι επιστήμες γνώρισαν θεαματική άνθηση. Νίκησε τους Πέρσες στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, και ο Παρθενώνας έγινε το αιώνιο σύμβολο της ακμής της.
Τα χρόνια πέρασαν, έγιναν αιώνες, από τα χώματά της πέρασε κόσμος και ντουνιάς. Ωσπου έφτασε το σωτήριον έτος 1834 και αυτό το ερειπωμένο χωριό των ούτε 7.000 κατοίκων αποφασίστηκε, από μια χούφτα Βαυαρούς που θαύμαζαν απεριόριστα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, να γίνει πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Ετσι, την 1η Δεκεμβρίου 1834 (π.η.) Οθωνας και Βαυαροί έφτασαν περιχαρείς από το Ναύπλιο στον Πειραιά και από εκεί στην Αθήνα. Εγινε επίσημη δοξολογία στο Θησείο – και όταν λέμε Θησείο εννοούμε τον ίδιο τον αρχαίο ναό του Ηφαίστου, όχι γενικά την περιοχή… Εκείνη την εποχή άλλωστε εξακολουθούσε να λειτουργεί μέσα στον αρχαίο ναό ορθόδοξη εκκλησία αφιερωμένη στον Αγιο Γεώργιο. Εκεί λοιπόν έγινε δοξολογία για να γιορταστεί η μεγάλη μέρα της Αθήνας – ήταν μάλιστα και η τελευταία φορά που λειτούργησε ο συγκεκριμένος ναός ως εκκλησία.
Tην 1η Δεκεμβρίου 1834 η Αθήνα μπήκε και πάλι στο προσκήνιο της Ιστορίας μας, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην πόλη του Περικλή. Και αυτό χάρη στην Αντιβασιλεία αλλά και στον Λουδοβίκο Α’, βασιλιά της Βαυαρίας και πατέρα του Οθωνα, ο οποίος επίσης έτρεφε απέραντο θαυμασμό για την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Διότι, μην κοροϊδευόμαστε, το βασικό κριτήριο για να χρηστεί η Αθήνα πρωτεύουσα του κράτους ήταν, προφανέστατα, το λαμπρό παρελθόν της.
Ο γερμανός αρχιτέκτονας Leo von Klenze, στενός φίλος και συνεργάτης του Λουδοβίκου, που πρωτοστάτησε στην ιδέα να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα του κράτους, είχε πει χαρακτηριστικά: «Το όνομα της Αθήνας ‒μόνο του‒ ξαναχτίζει την πόλη και η Αθήνα θα παραμείνει πρωτεύουσα της Ελλάδας για όλον τον κόσμο, ακόμα και αν επρόκειτο να ανακηρυχθεί πρωτεύουσα κάποια άλλη…».
Αυτά από ρομαντικής άποψης, γιατί από πρακτικής η κατάσταση ήταν για γέλια και για κλάματα. Η Αθήνα μετά την Επανάσταση δεν ήταν παρά ένα ερειπωμένο μέρος που εκτεινόταν γύρω από την Ακρόπολη (περίπου από του Ψυρρή έως του Μακρυγιάννη) και είχε ως κέντρο της την περιοχή της Πλάκας (τη λεγόμενη Παλιά Πόλη).
Σύστημα ύδρευσης δεν υπήρχε, αποχετευτικό δεν υπήρχε, δημόσιος φωτισμός δεν υπήρχε, συγκοινωνίες δεν υπήρχαν. Αντικειμενικά ήταν εντελώς ακατάλληλη για να χριστεί πρωτεύουσα. Οταν έφτασαν, μάλιστα, στην πόλη τον Δεκέμβριο του 1834 ο βασιλιάς, η αντιβασιλεία και οι υπάλληλοι του κρατικού μηχανισμού, δεν είχαν καν μέρος να μείνουν.
Για να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα, αρκεί να πούμε ότι στην Αθήνα υπήρχαν εκείνη την εποχή περίπου 1.200 οικήματα, εκ των οποίων μόλις τα 25 μπορούσαν να θεωρηθούν κατάλληλα. Ενα από αυτά ήταν η οικία του χιώτη τραπεζίτη Αλέξανδρου Κοντόσταυλου, που βρισκόταν στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η Παλιά Βουλή, επί της οδού Σταδίου. Αυτό το οίκημα αγόρασε το ελληνικό Δημόσιο προκειμένου να μείνει ο Οθωνας μέχρι να κατασκευαστούν Ανάκτορα.
Αλλά επειδή οι μαρτυρίες τις εποχής είναι αρκετά γλαφυρές ώστε με λίγα λόγια να μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε σαφέστατη εικόνα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν τότε η Αθήνα μας, πάμε να δούμε δύο από αυτές – η πρώτη ανώνυμη και η δεύτερη του πρεσβευτή της Αυστρίας στην Αθήνα, Anton Graf Prokesch von Osten.
«Εδώ το βλέμμα σας πέφτει ξαφνικά πάνω στην πόλη και αναβηματίζετε θλιμμένος, όπως αν αντικρίζατε αγαπημένη φίλη που την είχατε αφήσει στο άνθος της ομορφιάς της και σας υποδέχεται τώρα με παραμορφωμένο πρόσωπο και με μαδημένο κεφάλι. Αυτή δεν είναι η λαμπερή Αθήνα… Είναι θεόρατος σωρός ερειπίων, που πάνω τους υψώνονται μερικές χουρμαδιές και κυπαρίσσια που άντεξαν στη γενική ερήμωση. Αν δεν υπήρχε στη δεξιά πλευρά του δρόμου το Θησείο, αν δεν έμενε στη θέση του το Κάστρο (Ακρόπολη) με τα λείψανά του, δύσκολα θα πιστεύατε πως βρίσκεστε στην Αθήνα… Δεν είναι τίποτε άλλο παρά σωροί από βρόμικα ερείπια που βρίσκονται γύρω από μεγαλοπρεπή λείψανα της αρχαιότητος…».
Πάνω σε αυτά τα βρόμικα ερείπια, λοιπόν, και γύρω από τα μεγαλοπρεπή λείψανα της αρχαιότητας, κτίσαμε –κυριολεκτικά και μεταφορικά– τη σύγχρονη Αθήνα και την κάναμε πρωταγωνίστρια της νεότερης Ιστορίας μας. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά από εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του 1834 η Αθήνα δε θυμίζει σε τίποτα το ερειπωμένο χωριό που αντίκρισαν όταν έφτασαν εδώ ο Οθωνας και οι Βαυαροί.
Είναι πλέον μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, με όλα τα καλά και όλα τα στραβά που αυτό συνεπάγεται. Και εμείς ζούμε μια passive-aggressive σχέση μαζί της, καθαρά διπολική. Τις περισσότερες φορές σιχτιρίζουμε για την καθημερινότητά μας, που γίνεται πιο δύσκολη εξαιτίας της άναρχης δόμησης, του ανυπόφορου κυκλοφοριακού και της έλλειψης πράσινου.
Είναι όμως και κάποιες άλλες φορές που ένας καφές με θέα την Ακρόπολη, μια βόλτα στον Εθνικό Κήπο, ένας περίπατος στην οδό Αδριανού, ένα σαββατιάτικο πρωινό στου Ψυρρή –ακόμα και οι πρώτες ανθισμένες βουκαμβίλιες, που εξακολουθούν να ανθίζουν κάθε άνοιξη, σε πείσμα του άχαρου μπετόν που μας «πνίγει» από παντού– αρκούν για να μας θυμίσουν τη μαγεία που ασκεί αυτή η πόλη ανά τους αιώνες.