Aκροδεξιά τάγματα ανεγκέφαλων στην Ελλάδα προκαλούν επεισόδια στον Εβρο και αλλού και θεωρούν για τον εαυτό τους ότι είναι νόμιμο να εμποδίζουν μετανάστες να μπουν στη χώρα, αλλά και να επιτεθούν εναντίον όσων θεωρούν πως μας «απειλούν». Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να τους «μαζέψει» το νωρίτερο δυνατόν – μας κάνουν ζημιά όλοι αυτοί οι παραστρατιωτικοί τύποι.
Με απασχολεί επίσης η απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης να στείλει στην Ελλάδα μια Μηχανοκίνητη Μονάδα Αμεσης Δράσης της Αστυνομίας της (ΜΜΑΔ), για να βοηθήσει, λέει, την Ελλάδα να φυλάξει τα σύνορά της. Η Μονάδα αυτή, σημειώστε, είναι κάτι σαν τα δικά μας ΜΑΤ, και χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων για την καταστολή επεισοδίων σε διαδηλώσεις, οι οποίες στην Κύπρο δεν είναι πολλές. Οπως και να ‘χει, θεωρώ ότι η απόφαση αυτή, ακόμα και αν κρύβει αγαθές προθέσεις, είναι κακή, αχρείαστη και μόνο συμβολική-διαφημιστική (;).
Ο πρώην διοικητής της Μονάδας, Σάββας Χρήστου, είπε ότι μόλις το έμαθε αυτό από τα ηλεκτρονικά μέσα, νόμιζε ότι πως ήταν κάποιο αστείο. «Ποιον ουσιαστικό ρόλο θα παίξουν τα είκοσι αυτά άτομα εκεί; Σε ένα χώρο άγνωστο, που βλέπουμε από τις κάμερες ότι πιάνει έκταση χιλιόμετρα, υπάρχουν χιλιάδες μετανάστες, υπάρχουν χιλιάδες ελληνικού στρατού και αστυνομίας και έτσι απλώς διερωτώμαι συνεχώς ποιο ρόλο θα παίξουν αυτά τα άτομα», δήλωσε στην τηλεόραση του Alpha Κύπρου.
Εδώ και περίπου 10 μέρες, η κυπριακή κυβέρνηση έχει κλείσει τέσσερα οδοφράγματα στην Πράσινη Γραμμή ως μέτρο προληπτικό λόγω του κορονοϊού. (Παρεμπιπτόντως, τη Δευτέρα επιβεβαιώθηκαν τα δύο πρώτα κρούσματα στην ελεύθερη Κύπρο – ο ένας είναι διευθυντής της καρδιοχειρουργικής κλινικής του Νοσοκομείου Λευκωσίας, ταξίδεψε από την Αγγλία, και επιστρέφοντας είδε και αρκετούς ασθενείς, όπως δήλωσε ο ίδιος).
Από την άλλη, υπάρχουν στον κατεχόμενο Βορρά μερικές χιλιάδες ξένοι από χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ασίας – κάποιοι ως φοιτητές, κάποιοι ως εργάτες. Φτάνουν στην Κύπρο κυρίως μέσω Τουρκίας, αφού στο αεροδρόμιο στα κατεχόμενα λίγες εταιρείες πετούν. Ενα κρούσμα έχει αναφερθεί στα κατεχόμενα και αυτό είναι μια Γερμανίδα. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν έχει εμπιστοσύνη ότι τηρούνται ή πραγματοποιούνται εκεί έστω και οι τυπικοί έλεγχοι. Ετσι, έκλεισε τις τέσσερις πύλες από τις οποίες περνούσαν οι περισσότεροι.
Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις και στη δική μας πλευρά, όπως γράψαμε προ ημερών. Στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας στη Λευκωσία, που κακώς λέγεται και «φυλάκιο» (η περιοχή εκεί είναι αποστρατιωτικοποιημένη, γι’ αυτό και ονομάζεται «νεκρή ζώνη»), έγιναν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας από πολίτες που έκριναν ότι δεν έπρεπε να κλείσουν, διότι έτσι κόβεται η όποια επικοινωνία έχει μείνει μεταξύ των ανθρώπων και στις δύο πλευρές για λύση και ειρηνική συνύπαρξη. Υπήρξε και ένα μεμονωμένο περιστατικό, που πήρε αχρείαστες διαστάσεις. Η ένταση παραμένει ωστόσο.
Οι κυπριακές δυνάμεις ασφαλείας ελέγχουν την κατάσταση. Το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι μεγάλο και στις ελεύθερες περιοχές του Νότου οι πρόσφυγες και μετανάστες που έχουν έρθει από τρίτες χώρες και έχουν κάνει αίτηση για πολιτικό άσυλο φτάνουν τώρα το περίπου 4% του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στα κατεχόμενα είναι ίσως πολύ περισσότεροι. Εκεί, το καθεστώς δεν γίνεται να τους χορηγήσει πολιτικό άσυλο. Ολοι θέλουν να περάσουν στον Νότο. Φανταστείτε να γίνει. Και, κυρίως, φανταστείτε να έρθει τότε από την Ελλάδα ομάδα των ΜΑΤ για να βοηθήσουν τις κυπριακές δυνάμεις ασφαλείας να τους απωθήσει. Οι συνέπειες είναι αυτονόητες…
Η Κύπρος δεν έχει κανέναν λόγο λοιπόν να στείλει δυνάμεις καταστολής στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Να βοηθήσει στην κατάσβεση πυρκαγιών και στον απεγκλωβισμό σεισμόπληκτων, ναι. Να συμμετάσχει συμβολικά αν γίνει κάτι συντονισμένα και μαζικά από την ΕΕ, επίσης ναι. Να βρίσκεται όμως κυπριακή δύναμη στα ελληνοτουρκικά σύνορα, απέναντι όχι μόνο σε μετανάστες, αλλά και σε τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας, απορώ πώς δεν καταλαβαίνει κάποιος πόσο επικίνδυνο, από πολλές απόψεις, μπορεί να είναι αυτό.
Πρώτη η Αθήνα έπρεπε να δει αυτήν τη διάσταση, κυρίως την πολιτική, να ευχαριστήσει τη Λευκωσία για την προσφορά της και ευγενικά να της απαντήσει «ευχαριστούμε, αλλά όχι».