Νομίζω ότι θα ήμουν πανευτυχής με έναν νιπτήρα ακριβώς στην είσοδο του σπιτιού μου σαν αυτόν που κοσμούσε τη Βίλα Σαβουά (1929) του Λε Κορμπυζιέ στο Πουασύ της Γαλλίας. Θα τον είχα εφοδιάσει με ένα σαπούνι και ένα μπουκάλι αντισηπτικό χεριών σε οικογενειακό μέγεθος και δεν θα χρειαζόταν να λέω σε κάθε επισκέπτη μου δήθεν ευγενικά αλλά σε έναν –υποβόσκοντα– αυταρχικό τόνο: «Θέλεις να έρθεις να πλύνεις λίγο τα χέρια σου;». Οπως μαθαίνω, ο γαλλοελβετός αρχιτέκτονας (αλλά και άλλοι μεγάλοι του μοντερνισμού) είχαν ασχοληθεί με τον εσωτερικό χώρο που έπρεπε πάση θυσία να προστατευτεί από την έξωθεν ρυπαρότητα, τους ιούς, την ασθένεια (τότε δεν είχαν τον κορονοϊό αλλά τη φυματίωση).
Η πανδημία του 2020 άλλαξε άρδην (και) τη σχέση μας με τον χώρο. Προσωπικό και δημόσιο. Αποκτήσαμε νέες συνήθειες. Μεγαλύτερη υπομονή στις ουρές έξω από τα φαρμακεία, αναγκαστικός αποχωρισμός από αγαπημένα (προ κορονοϊού) στέκια γιατί είναι προτιμότερα τα αραιά τραπέζια, ειδική σήμανση στο δάπεδο του σουπερμάρκετ, διαχωριστικά από πλεξιγκλάς (στο Χονγκ Κονγκ ακόμα και μέσα στα γυμναστήρια), τρόμος του air-condition, «σκηνοθετημένα» ράφια με βιβλία στο φόντο,όταν κάνουμε Skype (για να φαινόμαστε καλλιεργημένοι και εμβριθείς).
Επιπροσθέτως, ζευγάρια από παπούτσια στο χαλάκι της εισόδου των διαμερισμάτων (à la japonaise), εξαντλητική καθαριότητα (αν και τα πόμολα δεν μυρίζουν πια τόσο ντετόλ), το «σύνδρομο του πολυπληθούς κάδρου», όπως το έχω αυθαίρετα βαφτίσει (όταν βλέπεις μια ταινία με πολύ κόσμο να συνωστίζεται και θέλεις ασυναίσθητα να φωνάξεις στην οθόνη: «Ε, κάντε πιο πέρα!»). Και βεβαίως κάμποσα απόνερα του lockdown. Eκείνο πχ το χαρτί του διαχειριστή της πολυκατοικίας μας στη διάρκεια της σκληρής καραντίνας που μας προέτρεπε “να μη χρησιμοποιούμε το ασανσέρ” δεν έχει πάψει να με στοιχειώνει· χρησιμοποιώ αταβιστικά τη σκάλα, και ας μένω, ουφ, στον πέμπτο.
Ενας φίλος μου έλεγε για την κόρη του που ζει στη Νέα Υόρκη και βρίσκεται σε ένα διαρκή τρόμο, κυρίως όσον αφορά τα ασανσέρ (άντε να ανέβεις από τις σκάλες όταν μένεις στον 63ο όροφο) και το μετρό. Οι ειδικοί μιλούν για τις πόλεις, εάν, πόσο και πώς θα αλλάξουν μετά την έλευση της COVID-19. Κάποιοι προαναγγέλουν χαιρέκακα το τέλος τους ή την ολική μεταμόρφωσή τους. Θα αντέξουν οι μητροπόλεις της υπερπυκνότητας και της σαρδελοποίησης; Οπως είπε πρόσφατα ο δήμαρχός του «Μεγάλου Μήλου» Μπιλ ντε Μπλάζιο: «Αν υπήρχε ποτέ μια στιγμή, ένα σημείο καμπής στην ιστορία αυτής της πόλης, είναι αυτή. Ηρθε η ώρα να κοιτάξουμε με νέο τρόπο οτιδήποτε κάνουμε και να αποφασίσουμε τι δουλεύει και τι όχι».
Στην ελληνική πρωτεύουσα πάντως μπορούμε αισίως να μιλάμε για την όψιμη δικαίωση της απαξιωμένης αθηναϊκής (και όχι μόνο) πολυκατοικίας, όπως μου επιβεβαιώνει ο Γιάννης Αίσωπος, καθηγητής Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών. «Η μονάδα αυτή της πόλης που έχει αυτή τη μικρή-μεσαία κλίμακα και όχι την τεράστια κλίμακα που συναντάμε σε άλλες πόλεις, τελικά μπόρεσε μέσα από τα στοιχεία της (τα μπαλκόνια, τις πυλωτές, τις στοές, τα ρετιρέ κοκ) να δημιουργήσει ένα μαλακό όριο ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, στο οποίο μπορεί κανείς να διατηρεί αυτή την επαφή του μέσα και του έξω. Αν πας πχ στο Βερολίνο, τη Στοκχόλμη ή το Λονδίνο, οι όψεις των κατοικιών έχουν μόνο παράθυρα. Δεν υπάρχει αυτό το ενδιάμεσο. Είσαι ή μέσα ή έξω.».
Ναι, ειδικά το μπαλκόνι γνώρισε φέτος την αποθέωσή του. Από αποθηκευτικοί χώροι για σφουγγαρίστρες, τα μπαλκόνια (στην Αθήνα αλλά και σε άλλες ελληνικές πόλεις) μετατράπηκαν σε πολύβουα μελίσσια μέσα στην εκκωφαντική σιωπή των δρόμων τις εβδομάδες της καραντίνας. Με ένα τρόπο δηλαδή συνυπήρχαμε στο δημόσιο χώρο, εκτεθειμένοι στα βλέμματα των άλλων, παρότι τυπικά ο καθένας παρέμενε στον ιδιωτικό του χώρο. Διόλου τυχαίο ότι αυτό περίεργο, «κλινικό» καλοκαίρι η πιο δελεαστική πρόταση που μπορείς να ακούσεις στον κλεινόν άστυ είναι: «Θα έρθεις να κάτσουμε/ να φάμε/ να πιούμε ένα ποτό στο μπαλκόνι;».
Μόνο που το πιο βασικό σύμπτωμα της πανδημίας είναι βεβαίως βεβαίως η παντοκρατορία του σπιτιού. Το #Μένουμεσπίτι (που στους δρόμους του Γιοχάνεσμπουργκ επιβλήθηκε ακόμα και με το «sjambok», το μαστίγιο που είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στην εποχή του απαρντχάιντ) έγινε τρόπος ζωής. Ο δημόσιος χώρος είναι πια ο κίνδυνος, άρα αυτοπεριορίζεσαι, λουφάζεις, κουρνιάζεις στην φωλιά σου και την προσαρμόζεις, την ανακαινίζεις, ενίοτε τη βλαστημάς νυχθημερόν.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι το 2020 χάθηκε παντελώς η έννοια του «συγκεκριμένου χώρου για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα»: άλλος χώρος για τη δουλειά, άλλος για τη γυμναστική, άλλος για το μαγείρεμα, άλλος για το σιδέρωμα, άλλος για τη Ζοοm τηλεδιάσκεψη κοκ. Ολες αυτές οι δραστηριότητες και τα δωμάτια του σπιτιού συγκεράστηκαν, έγιναν κάτι εύπλαστο, ασταθές, ρέον. Θυμάμαι που στα τέλη Απριλίου έμπαινα στο σαλόνι μου και δεν ήξερα τι θα αντικρύσω: τον σύζυγό μου να κάνει ισπανικά στο Duolingo, την κόρη μου να παίζει κιθάρα, τον γιό μου να ετοιμάζει μια εργασία για το σχολείο ή εμένα να προσπαθώ να στριμώξω κάπου ένα στρώμα πιλάτες.
«Την περίοδο αυτή το σπίτι ενσωματώνει διαφορετικές λειτουργίες. Λειτουργίες που δεν είχαν προβλεφθεί» μου εξηγεί ο Γιάννης Αίσωπος. «Το σπίτι γίνεται αυτό που λέμε στην αρχιτεκτονική “πολυπρογραμματικό” (όπου πρόγραμμα=λειτουργία). Προφανώς, τίθεται το αρχιτεκτονικό ερώτημα: πώς γίνεται να συνυπάρξουν αυτές οι λειτουργίες; Αν πχ σχεδιάσεις σήμερα ένα σπίτι, μήπως είναι πλέον επιτακτικό να προβλέψεις έναν χώρο γραφείου με κάποια απομόνωση; Το βίωσα ο ίδιος στην καραντίνα, όταν δούλευα με τρεις εφήβους στα διπλανά δωμάτια! ‘Η έναν ειδικό χώρο για να γυμνάζεσαι, αντί να έχεις τον στατικό διάδρομο στο καθιστικό;».
Σαφώς, η αρχιτεκτονική στην μετά την COVID-19 εποχή θα αναγκαστεί να κάνει τις επιλογές της. Θα έρθει πχ το τέλος του open office; Διότι ποιος και πώς θα γυρίσει από Σεπτέμβριο να δουλέψει σε γραφεία εταιριών που είναι κανονικά επωαστήρια του SARS-CoV-2; Αναπόφευκτα, όποιος φέτος το καλοκαίρι κτίζει, ανακαινίζει, σχεδιάζει σπίτια ή μετακομίζει (και είναι κάμποσοι, αν κρίνω από τον βομβαρδισμό των κομπρεσέρ κάθε πρωί), θα έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του να ετοιμάσει ένα χώρο για ένα ενδεχόμενο δεύτερο κύμα. Ενα σπίτι καταφύγιο/φρούριο/ panic room/ χώρο ψυχαγωγίας. Που δεν θα το βαριέται. Που θα μπορεί να μεταμορφώνεται εύκολα, ανάλογα με τις ανάγκες που θα προκύπτουν. Κάπου τέλος πάντων που να μπορεί να περάσει χωρίς να «λαλήσει» μια ενδεχόμενη καταναγκαστική «χειμερία νάρκη»
Δεν ήταν και τόσο έκπληξη ότι το ένθετό τους «How to spend it» (της 2ης Μαϊου 2020), οι Financial Times το αφιέρωσαν στην κατοικία.Ενα ένθετο εμμονικά προσκολλημένο στη λατρεία της ύλης προσαρμόστηκε στην εποχή της πανδημίας, άφησε τις φανφάρες και μίλησε για σπίτια γεμάτα… αγάπη. Ξεχωρίζω, μέσα στις σελίδες του, τη φωτογραφία του ιταλού καλλιτέχνη Φεντερίκο Σαμέι για το τι σημαίνει γι΄αυτόν σπίτι το 2020: κομμένες φλούδες καρπουζιού μέσα σε έναν διπλό νίκελ νεροχύτη.