| Nikos Libertas / SOOC.
Απόψεις

Ας σκεφτούμε τα «πρωτάκια» μας

Ακόμα και αν έχουμε επιλέξει να προσπερνάμε τα προβλήματα που προκαλεί η τηλεκπαίδευση στους μεγάλους μαθητές, δεν έχουμε κανένα απολύτως δικαίωμα να στερούμε από τα παιδιά της Α' και Β' Δημοτικού τη σχολική αίθουσα. Η έλλειψή της θα επιδράσει αρνητικά στο πώς θα αναπτυχθούν ως μελλοντικοί αναγνώστες, δηλαδή ως καλλιεργημένοι και ενεργοί πολίτες
Νίκος Σαλτερής

Νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία έκλεισαν Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Εσπευσμένα και χωρίς η Πολιτεία να επιτρέψει στους δασκάλους να «αποχαιρετήσουν» τους μαθητές και να εξηγήσουν, ιδιαίτερα στους μικρότερους, πώς «θα γίνεται το μάθημα» το επόμενο χρονικό διάστημα. Σε αντίθεση με τα κομμωτήρια, για τα οποία υπήρξε ρύθμιση να μην κλείσουν αιφνιδιαστικά (και βεβαίως να ξανανοίξουν πρώτα).

Ετσι, οι μαθητές στερήθηκαν τη ζωντανή διδασκαλία και παράλληλα τις ευκαιρίες κοινωνικοποίησης που προσφέρει το σχολείο, ενώ οι γονείς τους φορτώθηκαν ένα επιπλέον βάρος, που συχνά τους οδηγεί σε απόγνωση. Κι όλα αυτά, γιατί ως Πολιτεία και στο μέτρο που αναλογεί στον καθένα μας, σταθήκαμε ανίκανοι να προστατεύσουμε τη λειτουργία των σχολείων.    

Εκτοτε, η εξ αποστάσεως διδασκαλία λειτουργεί σχετικά ικανοποιητικά παρά τις όποιες δυσκολίες, κενά και αδυναμίες της, που αναδεικνύουν καθημερινά εκπαιδευτικοί και γονείς, οι οποίοι και τη στηρίζουν. Αντιθέτως, το υπουργείο Παιδείας, η Πολιτεία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν εξάντλησαν τις δυνατότητές τους να πράξουν κάτι παρόμοιο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να συνεχίζονται πολλά από τα τεχνικά προβλήματα που παρουσιάστηκαν στο πρώτο κλείσιμο των σχολείων και ακόμα μεγάλος αριθμός μαθητών να μη διαθέτει κατάλληλα ψηφιακά εργαλεία και γρήγορες συνδέσεις στο διαδίκτυο.    

Εν τω μεταξύ, οι διακοπές των Χριστουγέννων έφτασαν, η εξ αποστάσεως διδασκαλία σταμάτησε και η υπόθεση κανονικής επαναλειτουργίας Νηπιαγωγείων και Δημοτικών στις 8 Ιανουαρίου φαίνεται πως δύσκολα θα επιβεβαιωθεί, παρά την επιθυμία όλων. Είναι πλέον ορατό ενδεχόμενο ο χρόνος λειτουργίας των σχολείων ως τα τέλη του Ιανουαρίου να ταυτίζεται με την εξ αποστάσεως διδασκαλία.

Κι αν προς το παρόν αγνοήσουμε όσες δυσκολίες προέκυψαν λόγω της εξ αποστάσεως διδασκαλίας και σχετίζονται με την ολοκλήρωση της διδακτέας ύλης, την αξιολόγηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την ατομική επίδοση των μαθητών σε Γυμνάσιο, Λύκειο και των μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού, είναι αδύνατο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η απουσία της ζωντανής διδασκαλίας έχει σημαντικές και βαθιές επιπτώσεις, συγκεκριμένα στους μαθητές της Α’, Β’ Δημοτικού και του Νηπιαγωγείου. Κυρίως επειδή διαταράσσει σημαντικά την επαφή τους με τον γραπτό λόγο και την πρώτη ανάγνωση και κατά προέκταση θα έχει αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη των σχετικών δεξιοτήτων τους. 

Και αυτό διότι η επαφή των μαθητών με τον γραπτό λόγο έχει οργανωθεί ώστε να πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας ομάδας-τάξης, τα μέλη της οποίας αλληλεπιδρούν μέσα στη σχολική αίθουσα. Αυτό προβλέπεται από τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών και είναι σχεδιασμένο να υλοποιείται με τη βοήθεια των σχολικών εγχειριδίων και την καθοδήγηση των δασκάλων, που γνωρίζουν τρόπους και μεθόδους προσαρμογής των απαιτήσεων μάθησης στις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε μαθητή και τάξης.  

Πρόκειται για μια μακρόσυρτη και πολύ απαιτητική διαδικασία για παιδιά ηλικίας πέντε έως και επτά ετών, που καθορίζεται από τη δομή της γλώσσας μας, αλλά και από τις μεγάλες απαιτήσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος (π.χ. οι μαθητές της Α’ τάξης πρέπει να διαβάζουν τέλος Φεβρουαρίου). Αρχίζει προπαρασκευαστικά στο Νηπιαγωγείο, ολοκληρώνεται στην Α’ Δημοτικού μεταξύ Οκτωβρίου και Φεβρουαρίου και εμπεδώνεται στη Β’ Τάξη. 

Βέβαια, κανένα παιδί δεν μαθαίνει να διαβάζει και πολύ περισσότερο δεν εξελίσσεται ως αναγνώστης με τον ίδιο τρόπο με τους συνομήλικούς του. Ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτή την πορεία. Πρωταρχικά το μορφωτικό επίπεδο και η στάση των γονιών, καθώς και οι επαγγελματικές ικανότητες των δασκάλων. Πολύ περισσότερο, το ταλέντο των εκπαιδευτικών στο να κινητοποιούν το ενδιαφέρον των μαθητών τους για τα κείμενα, με απώτερο στόχο τη μετατροπή του σε αγάπη γι’ αυτά. Ικανότητες και ταλέντο που έχουν ιδιαίτερα ανάγκη όσοι μαθητές δεν προέρχονται από ευνοημένα μορφωτικά περιβάλλοντα και σήμερα στερούνται τη ζωντανή διδασκαλία, δηλαδή το μοναδικό εργαλείο αποκατάστασης των εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Ιδιαίτερα για αυτούς, η ποιότητα της σχέσης που αναπτύσσουν με τους δασκάλους και νηπιαγωγούς τους καθορίζει και τα μορφωτικά και παιδαγωγικά αποτελέσματα που επιτυγχάνουν. Και ποιοτική σχέση δασκάλου-μαθητή δεν επιτυγχάνεται διαδικτυακά. 

Με δυο λόγια, δεν έχουμε το δικαίωμα να στερούμε από τους μαθητές της Α’, Β’ Δημοτικού και του Νηπιαγωγείου την επαφή με τη σχολική αίθουσα. Η έλλειψή της θα επιδράσει αρνητικά στο πώς θα αναπτυχθούν ως μελλοντικοί αναγνώστες, δηλαδή ως καλλιεργημένοι και ενεργοί πολίτες. Μάλιστα, για τους λιγότερο ευνοημένους από αυτούς, αυτή η έλλειψη αναμένεται να είναι καθοριστική και εφ’ όρου ζωής. 

Ας σκεφτούμε, λοιπόν, τα «πρωτάκια» μας και ας εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα επανόδου σε κανονική λειτουργία της Α’ και Β’ Δημοτικού και των Νηπιαγωγείων με την έναρξη του νέου έτους. Ας μη σταθεί η αδυναμία τήρησης της τάξης έξω από τα σχολεία μας αιτία να στερηθούν οι μικροί μαθητές τόσο τους συμμαθητές τους, σημαντικό παράγοντα για την ομαλή τους κοινωνικοποίηση, όσο και τις απαραίτητες για την ομαλή συνέχεια της μαθητικής διαδρομής τους δεξιότητες  γραφής και ανάγνωσης. Τους το οφείλουμε. 

Τρόποι να γίνει κάτι τέτοιο με ασφάλεια και αποτελεσματικά υπάρχουν. Ιδιαίτερα για όσο χρονικό διάστημα δεν λειτουργεί το υπόλοιπο σχολείο, θα έχουν στη διάθεσή τους αίθουσες ώστε να μοιραστούν σε μικρότερες ομάδες, καθώς και τους εκπαιδευτικούς του Ολοήμερου για να τους διδάξουν.