Ενα πυρηνικό φάντασμα στοιχειώνει και πάλι την Ευρώπη. Πρόσφατα ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε κινητοποίηση περίπου 300.000 εφέδρων και ανακοίνωσε ότι θα χρησιμοποιήσει «όλα τα διαθέσιμα μέσα» για να υπερασπιστεί τη Ρωσία, προσθέτοντας: «Αυτό δεν είναι μπλόφα». Οπως μου παρατήρησε ένας ανώτερος ευρωπαίος υπεύθυνος χάραξης πολιτικής, τέτοιου είδους πυρηνική αιχμή συνιστά πρόσκληση να ξεσκονίσουμε τους παλιούς τόμους του Ψυχρού Πολέμου, όπως το βιβλίο «On Thermonuclear War» του Herman Kahn.
Σίγουρα, εν μέσω ευφορίας από τις πρόσφατες ουκρανικές νίκες στο πεδίο της μάχης, ορισμένοι σχολιαστές αισιοδοξούν συγκρατημένα ότι η Ουκρανία μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο μέχρι την άνοιξη. Ομως οι τελευταίες κινήσεις του Πούτιν υποδηλώνουν ότι η Ρωσία βολεύεται με έναν μακρύ πόλεμο φθοράς. Εκτός από τις εντονότερες απειλές, μείωσε και δύο σημαντικές ασυμμετρίες που χαρακτήριζαν μέχρις εδώ τη σύγκρουση. Η πρώτη αφορά το χάσμα μεταξύ της «ειδικής επιχείρησης» της Ρωσίας και της απάντησης σε αυτήν από πλευράς ολόκληρης της κοινωνίας της Ουκρανίας. Η ανάπτυξη επιπλέον 300.000 στρατιωτών μπορεί να μην είναι αρκετή για να συντρίψει το Κίεβο ή για να καταλάβει την Ουκρανία, όμως κρατάει τη Ρωσία στο παιχνίδι.
Η άλλη ασυμμετρία αφορά το επίπεδο της διεθνούς υποστήριξης. Η Ουκρανία θα είχε εξαφανιστεί από τον χάρτη πριν από πολλούς μήνες αν δεν είχε λάβει δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτικές προμήθειες, υποστήριξη σε επίπεδο πληροφοριών, αλλά και χρήμα από την Ευρώπη και από τις ΗΠΑ. Αντιθέτως, η Ρωσία κοπίασε για να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική εξωτερική υποστήριξη. Ομως στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, στη Σαμαρκάνδη, ο Πούτιν βρήκε συνοδοιπόρους σαν τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον λευκορώσο πρόεδρο Αλεξάντρ Λουκασένκο και τον ιρανό πρόεδρο Εμπραχίμ Ραΐσι.
Ο πιο σημαντικός υποστηρικτής του Πούτιν είναι ο Σι, ο οποίος συνέχισε να στέκεται δίπλα του. Οπως έμαθα μιλώντας με κινέζους ακαδημαϊκούς αυτό το καλοκαίρι, η Κίνα φαίνεται να βλέπει την κατάσταση στην Ουκρανία ως «πόλεμο δι’ αντιπροσώπων» στον δικό της επικείμενο Ψυχρό Πόλεμο με τις ΗΠΑ. Ενα σημαντικό μάθημα από τον αυθεντικό Ψυχρό Πόλεμο είναι ότι όταν και οι δύο πλευρές σε έναν «πόλεμο δι’ αντιπροσώπων» λαμβάνουν αρκετή υποστήριξη για να κρατηθούν στη ζωή, καμία πλευρά δεν θα επικρατήσει. Το γεγονός ότι βάσει αυτού οι Ουκρανοί επιχειρηματολούν υπέρ των συνεχών αποστολών όπλων από τη Δύση, μπορεί να παρακινήσει την Κίνα να κλιμακώσει την πρακτική υποστήριξή της στη Ρωσία.
Εάν η σύγκρουση κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, ξέρουμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Οι κάτοικοι της Κορέας, του Βιετνάμ, της Γουατεμάλας, του Αφγανιστάν, της Αγκόλας και πολλών άλλων περιοχών μπορούν όλοι να επιβεβαιώσουν τη φρίκη των «πολέμων δι’ αντιπροσώπων» που διαρκούν χρόνια ή και δεκαετίες, αιματοκυλίζοντας τις χώρες τους, καταστρέφοντας τις οικονομίες τους και στερώντας από τις νεότερες γενιές το μέλλον.
Ωστόσο βραχυπρόθεσμα η Δύση πρέπει να δείξει ότι δεν παρασύρεται από τις απειλές του Πούτιν για κλιμάκωση. Οπως έδειξαν οι συνάδελφοί μου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ΕΣΕΣ), η Ευρώπη μπορεί να αντέξει έναν πόλεμο διαρκείας εφ’ όσον εγκρίνει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ώστε να παρέχει στην Ουκρανία τρία βασικά στοιχεία: στρατιωτικές προμήθειες, διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά της και οικονομική υποστήριξη.
Για το πρώτο ζήτημα, το ΕΣΕΣ έχει καταστρώσει ένα σχέδιο με σκοπό να εφοδιάσει την Ουκρανία με τα απολύτως απαραίτητα τεθωρακισμένα οχήματα και έχει περιγράψει συγκεκριμένες ιδέες για τον σταδιακό εφοδιασμό της με περισσότερες Δυτικές τεχνολογίες καθώς εξαντλείται το παλιό σοβιετικό στοκ που διαθέτει. Ομως, εκτός από προσεκτικό σχεδιασμό και εκτέλεση, αυτό θα απαιτήσει χρήματα. Δεδομένων δύο στοιχείων, ότι ο στρατός της Ουκρανίας είναι μεγαλύτερος από τον γερμανικό στρατό (που είναι η μεγαλύτερη χερσαία δύναμη της Ευρωπαϊκής Ενωσης) και ότι οι τεθωρακισμένες ταξιαρχίες του ξεπερνούν αριθμητικά αυτές της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας μαζί, υπολογίζουμε ότι οι ανάγκες στρατιωτικού εφοδιασμού της Ουκρανίας θα κοστίσουν 100 δισ. ευρώ (97 δισ. δολάρια).
Δεύτερον, για να συμφωνήσει σε μια διευθέτηση για τον τερματισμό του πολέμου, η Ουκρανία θα χρειαστεί αξιόπιστες μακροπρόθεσμες εγγυήσεις ασφαλείας. Για τον σκοπό αυτό οι συνάδελφοί μου ανέπτυξαν ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει επίσημες διαβεβαιώσεις υποστήριξης, μηχανισμούς διαβούλευσης, υποσχέσεις για προμήθειες και απειλές για κυρώσεις. Αυτά θα πρέπει να ισχύσουν μόνο για εδάφη που ελέγχονται πλήρως από την Ουκρανία, ούτως ώστε οι ουκρανοί ηγέτες να μη χρειαστεί να παραχωρήσουν οποιαδήποτε εδάφη που κατέχουν προκειμένου να συμφωνηθεί κάποια διευθέτηση.
Τέλος, η οικονομική στήριξη πρέπει να καλύπτει όχι μόνο το κόστος της ανοικοδόμησης της χώρας και την προετοιμασία της για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και τις συνεχείς καθημερινές ανάγκες του ουκρανικού κράτους. Αυτή τη στιγμή, τα φορολογικά έσοδα καλύπτουν μόνο το 40% των δημοσίων δαπανών, αφήνοντας ένα μηνιαίο κενό χρηματοδότησης 5 δισ. δολαρίων.
Η διατήρηση της ευρωπαϊκής πολιτικής υποστήριξης και αλληλεγγύης θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση, ειδικά καθώς το κόστος του μακροχρόνιου πολέμου συνεχίζει να αυξάνεται. Σύμφωνα με ορισμένες από τις εκτιμήσεις μας, η υποστήριξη της Ουκρανίας με τους τρόπους που περιγράφονται παραπάνω θα μπορούσε να κοστίσει περισσότερα από 700 δισ. ευρώ. Αυτό είναι μεγαλύτερο από το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ για την πανδημία, το οποίο ήδη εθεωρείτο πολύ προχωρημένο, παρ’ όλο που ίσχυε για όλα τα κράτη-μέλη. Η συγκέντρωση του ίδιου επιπέδου υποστήριξης για ένα μεμονωμένο κράτος, μη μέλος, θα απαιτήσει έναν άθλο από πλευράς πολιτικής ηγεσίας.
Επιπλέον, ο χειμώνας θα φέρει αυξανόμενους λογαριασμούς ενέργειας και υψηλότερο κόστος στέγασης για τους απελπισμένους ουκρανούς πρόσφυγες. Οι κυβερνήσεις έχουν ήδη ανατραπεί στην Ιταλία και στη Βουλγαρία, και η Ακροδεξιά φαίνεται να αποκομίζει κέρδη σε ένα νέο λαϊκιστικό κύμα. Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να προετοιμάσουν τους πληθυσμούς τους για έναν πόλεμο διαρκείας, ενώ συγχρόνως θα συνεχίσουν να αναζητούν λύσεις. Ακόμη και διατυμπανίζοντας τη μακροπρόθεσμη δέσμευσή τους στον ουκρανικό αγώνα, πρέπει να οικοδομήσουν την υποστήριξή τους με τρόπους που θα κρατούν ανοιχτή την πόρτα της πιθανής διευθέτησης. Ο ατελείωτος «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων» είναι από τα τελευταία σενάρια που πρέπει να επιθυμεί κάποιος.
* Ο Mark Leonard είναι διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, συγγραφέας του έργου «The Age of Uneace: How Connectivity Causes Conflict», Bantam Press, 2021. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται από το Project Syndicate.