Απόψεις

Ας φτιάξουμε ένα λαϊκό είδωλο

Μην απορείτε που ο Κασσελάκης πάει και φωτογραφίζεται με την Τατιάνα Στεφανίδου. Αυτό το παιχνίδι το ξέρει καλά. Αν ρωτάτε εμένα, θα μπορούσε να κάνει σπουδαία καριέρα ως οτιδήποτε. Και ως τραγουδιστής της όπερας, ασχέτως αν μπορεί να πει δυο νότες. Είναι φωτογενής, λαμπερός και, κυρίως, είναι εξαιρετικά πρόθυμος να παίξει το παιχνίδι
Μαρία Δεδούση

Σε μια προηγούμενη ζωή ήμουν in chief σε ένα μεγάλο περιοδικό lifestyle που τότε έσπαγε ταμεία (και το περιοδικό και το lifestyle). Μια δισκογραφική μάς ζητάει να φωτογραφίσουμε ανερχόμενη νεαρά του λαϊκού πενταγράμμου, η οποία έχει αρχίσει ήδη να κάνει ονοματάκι.

Την είχα δει σε φωτογραφίες, αλλά προς μεγάλη μου υπερηφάνεια μπορώ να πω ότι δεν είχα (και δεν έχω) ακούσει ποτέ κανένα της τραγούδι. Τη θυμόμουν πολύ όμορφη και εντυπωσιακή από τις φωτογραφίες και σκεφτόμουν, ωραία, δεν θα δυσκολευτούμε με τη φωτογράφιση.

Ενα απόγευμα, λοιπόν, έρχεται η νεαρά, συνοδευόμενη από τον τότε σύντροφό της, πασίγνωστο «επιχειρηματία της νύχτας», και τρεις-τέσσερις άνδρες της προσωπικής τους ασφαλείας με κάτι περίεργο να φουσκώνει στο πλάι του σακακιού τους. Και βλέπω ένα κοριτσάκι κοντούλι, μαζεμένο, εντελώς άχρωμο, από αυτά που τα βλέπεις στον δρόμο και δεν γυρίζεις δεύτερη φορά. Δεν σημαίνει «άσχημη» αυτό, μην μπερδευτούμε. Σημαίνει καθόλου εντυπωσιακή και, πάντως, πάρα πολύ μακριά από τις φωτογραφίες της.

Με τα πολλά, δεν ακούσαμε ποτέ τη φωνή της. Δεν είπε ούτε «καλησπέρα». Τις κανονισιές τις έκανε ο σύντροφος-επιχειρηματίας, ο οποίος αφού μας είπε επακριβώς τι να κάνουμε (κι αν τολμάς, πες του όχι), γύρισε την ώρα που ήταν στην πόρτα, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Και όμορφη, ε, και χωρίς πολύ βυζί και τέτοια». «Μάλιστα», είπα εγώ, τελικά η φωτογράφιση δεν ήταν πολύ εύκολη, αλλά η κοπέλα βγήκε θεάρα, για να μην πω την πιο σωστή λέξη.

Αρκετά χρόνια αργότερα, μια μαφιόζικη δολοφονία (του συντρόφου-επιχειρηματία), μια πολύκροτη και πολύ σκανδαλώδη σχέση με ίνδαλμα των γηπέδων, πολλά δημόσια ξεκατινιάσματα και μια συμμετοχή σε ριάλιτι, η άχρωμη (πολλοί επιμένουν και άφωνη) νεαρά ήταν χρυσοπληρωμένη σταρ της πίστας. Γελούσα κάθε φορά που την έβλεπα στα πρωτοσέλιδα. Και έλεγα μέσα μου «Εγώ (εντάξει, ΚΑΙ εγώ) σε έκανα σταρ».

Δεν ήταν πολύ δύσκολο να το κάνεις αυτό. Το αντίθετο, θα έλεγα. Τη χρυσή εποχή του, ο gossip ή lifestyle ή, όπως θέλετε πείτε τον, Τύπος πούλαγε σαν τρελός. Τα περιοδικά του είδους πουλούσαν περί τα 100.000 τεύχη. Την εβδομάδα. Εκαστο. Εξω τα μηνιαία, που κρατούσαν και λίγο τα προσχήματα. Αρκούσε να χτυπήσεις πέντε πρωτοσέλιδα στη σειρά για ένα πρόσωπο και το ήξερε όλη η Ελλάδα.

Δεν είχε μεγάλη σημασία τι θα έγραφες· «Χέρι-χέρι στη θάλασσα η τάδε με το νέο της αμόρε». Ποια ήταν η τάδε; Ε, για να την παίζουν τα περιοδικά είναι κάποια σημαντική. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα όλοι κουβέντιαζαν για την τάδε και το νέο της αμόρε, που είχαν –φυσικά– «στήσει» τον παπαράτσο, σιγά μην κάθεται ο παπαράτσο να ξεροσταλιάζει στις θάλασσες μπας και δει την τάδε. Στ’ αλήθεια πιστεύετε ότι οι παπαράτσι τούς συναντούν τυχαία όλους αυτούς στο «διακριτικό ταβερνάκι της Κάτω Ραχούλας»;

Η βιομηχανία των ειδώλων είναι αδηφάδα. Διότι ζει πάρα πολύς κόσμος από αυτήν και παράγεται τρομερά πολύ χρήμα. Συνεπώς, χρειάζεται διαρκώς είδωλα. Πάσης φύσεως: ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές, ηθοποιούς, και βέβαια, πολιτικούς. Και όποιος δεν παίζει το παιχνίδι, τον τρώει η μαρμάγκα. «Μα, εγώ θέλω να γίνω γνωστός/ή ΜΟΝΟ από τη δουλειά μου». Ε, καλά, κάτσε εκεί και πάλευε. Και όταν ένα είδωλο παλιώνει, ή ξαφνικά θέλει να κάνει «σοβαρή» καριέρα, το μοναστήρι να είναι καλά, θα φτιάξουμε εν μία νυκτί καινούργιο.

Το ίντερνετ τα άλλαξε όλα αυτά, αλλά όχι τόσο όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Τον τρόπο άλλαξε, όχι τους κανόνες. Και έφτιαξε μια νέα γενιά «αυτοδημιούργητων ειδώλων», τους ξέρετε και ως influencers. Οι influencers των social media, εν αντιθέσει με την παλιά καλή εποχή που τα είδωλα έπρεπε τουλάχιστον να προσποιούνται ότι είχαν και κάποια άλλη ιδιότητα, δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτε άλλο από το να είναι φωτογενείς, λαμπεροί, προκλητικοί, ή τέλος πάντων κάτι που δημιουργεί διαρκώς περιεχόμενο για κατανάλωση. Κατά τα λοιπά, επαγγέλλονται ακριβώς και μόνο αυτό: Είναι «influencers».

Δεν είναι όλοι έτσι, βέβαια. Υπάρχουν πολύ επιδραστικοί άνθρωποι στα social που έχουν ΚΑΙ κάτι να πουν, αλλά φευ, είναι λίγοι.

Σήμερα, ο παραδοσιακός Τύπος κυνηγάει τα social: Είναι ελάχιστα τα sites στα οποία δεν βρίσκεις –κάτω από την είδηση για τον πληθωρισμό– το ειδικό section με ειδήσεις τύπου «ο Σάκης και η Μαριαλένα τα έσπασαν στον Αργυρό – Δείτε τι ανέβασαν στο Instagram», ή «η νέα προκλητική ανάρτηση της Δανάης Μπάρκα με μαγιό». Δεν θα σας κάνω μετάφραση ποιοι είναι όλοι αυτοί, δεν έχει και σημασία. Σημασία έχει ότι υπάρχει ολόκληρος κλάδος στο επάγγελμά μου που πλέον έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο να παρακολουθεί τα social του Σάκη, της Μαριαλένας και της Δανάης. Αν υπάρχει δημοσιογραφική κόλαση, λογικά είναι αυτό.

Δεν γίνεται αλλιώς. Ο παραδοσιακός Τύπος αναγκαστικά παίζει το παιχνίδι που ο ίδιος ξεκίνησε και κάποια στιγμή του ξέφυγε από τα χέρια. Ξέρει να το παίζει, όμως, εξαιρετικά, γι’ αυτό και προσαρμόστηκε και σχετικά γρήγορα. Πολλοί λοιδορούν, λοιπόν, και απαξιώνουν τα κενά περιεχομένου δημοσιεύματα για την Τούνη, αλλά την ίδια στιγμή όλοι τα ανοίγουν και, κυρίως, όλοι ξέρουν ποια είναι χωρίς να υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος. Αν έβαζε υποψηφιότητα κάπου, για οτιδήποτε, η Τούνη θα έβγαινε ή όχι; Μake an educated guess, που λένε οι Αγγλοσάξονες· κάντε μια εμπεριστατωμένη εικασία. Εδώ στείλαμε ανερυθρίαστα τον Γεωργούλη και τον Ζαγοράκη στην Ευρωβουλή, η Τούνη δεν θα έβγαινε;

Δεν θα σας ζαλίσω τώρα με αναλύσεις περί της ανάγκης του κόσμου για λαϊκά είδωλα και ινδάλματα, έχουν γραφτεί τόμοι γι’ αυτό και μου έχουν πει να γράφω μικρά κείμενα. Σημασία έχει ότι πλέον δεν χρειάζεται καν επίφαση ή δικαιολογία για να γίνει κάποιος διάσημος και δημοφιλής. Αρκεί να «έχει γκελ» στα social και συνεπακολούθως στον Τύπο.

Η Εφη Αχτσιόγλου, εντελώς τυχαίο παράδειγμα, δεν είχε γκελ. Ηταν σαν εκείνες τις έντεχνες τραγουδίστριες που επιμένουν ότι θα κάνουν καριέρα τραγουδώντας μια ζωή στον «Σταυρό του Νότου». Θα κάνουν, αλλά πολύ περιορισμένη. Και θα σκάσει μύτη κάποια στιγμή ένα άχρωμο (και πιθανώς άφωνο) κοριτσάκι και θα κάνει τρεις φωτογραφίσεις και δύο σκανδαλάκια και θα φάνε τη σκόνη του. Ο Στέφανος Κασσελάκης, άλλο εντελώς τυχαίο παράδειγμα, έχει γκελ.

Μην απορείτε που πάει και φωτογραφίζεται με την Τατιάνα Στεφανίδου. Το ξέρει το παιχνίδι. Αυτό το παιχνίδι το ξέρει καλά. Αν ρωτάτε εμένα, θα μπορούσε να κάνει σπουδαία καριέρα ως οτιδήποτε. Και ως τραγουδιστής της όπερας, ασχέτως αν μπορεί να πει δυο νότες. Είναι φωτογενής, λαμπερός, «πουλάει» και ξέρει καλά το παιχνίδι. Και, κυρίως, είναι εξαιρετικά πρόθυμος να το παίξει.

Τώρα, αν ξέρει να τραγουδάει ή έστω αν μπορεί να μάθει, θα φανεί. Μπορεί να μην έχει και σημασία. Η δουλίτσα να γίνεται.