Τι δουλειά είχα εγώ μ’ εκείνες τις «σφιχτές» δασκάλες που στραγγάλιζαν το φύλο τους μ΄εκείνα τα άφυλα ρούχα; Αχάιδευτες παρθένες, μ’ εκείνη την αγιοσύνη του άβρεχτου —άρα, σιγά την αγιοσύνη!— ή τη στρυφνή στριμμάδα του στερημένου σώματος.
Η μάνα μου είχε αρχικά επιλέξει λάθος σχολείο. Αλλά όταν την επέπληξαν ότι κακώς, στην ηλικία της Α’ Δημοτικού, συμμετείχα σε μασκέ πάρτι γιατί το θεωρούσαν αντιχριστιανικό έθιμο, με άλλαξε αμέσως.
Με συγκινεί ο γονιός που αντιλαμβάνεται και διορθώνει το λάθος του. Κι έτσι, στην Β’ Δημοτικού βρέθηκα στο «Λύκειον η Αθηνά», ήτοι στου Ζηρίδη. Και θυμάμαι τη μέρα της εγγραφής μου σαν να είναι τώρα. Ξέρεις γιατί; Γιατί κατέγραψα στη μνήμη το πρόσωπο του πατέρα μου να λάμπει και να γελάει όμορφα με το που συνάντησε τον «παππού» Ζηρίδη, τον ιδρυτή, που ήταν και δικός του δάσκαλος. Και του είπε: «Από τότε το ήξερα Κώστα μου ότι θα πετύχεις κάτι σπουδαίο στη ζωή σου» και ‘γω καμάρωσα αφού εκείνος καμάρωσε. Αντιλαμβάνεστε λατρεία!
Εν ολίγοις, από του Ζηρίδη είχε περάσει και ο πατέρας μου, όταν το σχολείο ήταν στην Πλατεία Βικτωρίας. Αλλά όταν έγραψαν εμάς, το σχολείο ήταν πλέον στον Παράδεισο Αμαρουσίου, επί της Λεωφόρου Κηφισίας. Ενα κτίριο τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής, σε μια περιοχή που έβοσκαν πρόβατα και τριγυριζόταν από μαρμαράδικα. Με γείτονες τη Γερμανική Σχολή και την Αηδονοπούλου.
Ηταν χρόνια με περίεργες μαθησιακές «μεθόδους». Επεφτε ξύλο. Οι ίδιοι οι γονείς παρότρυναν: «Αν είναι να μάθει, ρίξτε και καμία σφαλιάρα…». Ηταν μαζικός ο ξυλοδαρμός, η φαβορίτα τον αγοριών που την τραβούσαν… Απαράδεκτα στα σύγχρονα μάτια. Και συγχρόνως, τελείως κουφά, έχω μια αίσθηση ελευθερίας γόνιμης, όμορφης. Ελευθερία στο πνεύμα.
Αλήθεια βουρκώνω στο γεγονός ότι μαθητές είχαν ανεβάσει τη θεατρική παράσταση «Η φαλακρή τραγουδίστρια» του Ιονέσκο. Πόσο με σημάδεψε!
Θυμάμαι ότι στα «Νέα Ελληνικά» μελετούσαμε συγγραφείς και ρούφαγα συνομιλίες.
Θυμάμαι με ευγνωμοσύνη μια φράση ενός καθηγητή: «Δεν είναι καλή στα μαθηματικά αλλά ο βαθμός που της βάζω είναι από σεβασμό στη γραφή της, στις εκθέσεις».
Θυμάμαι ότι κατάργησαν το Σάββατο, από τους πρώτους που το κατάργησαν ενώ τα σχολεία λειτουργούσαν και Σάββατο, και καθιέρωσαν τους «Ομίλους». Όμιλος θεατρικός, μουσικός, ιατρικός, ψυχολογίας.
Όταν μας πρωτοσυστήθηκε ψυχολόγος και μας εξήγησε τι είναι η ψυχολογία -μιλάμε για δεκαετία του 70- μας θυμάμαι να τρέχουμε διψασμένοι σε συναντήσεις… Μια εφηβεία που έκαιγε, ζητούσε, ασφυκτιούσε…
Θυμάμαι, ότι ενώ ήταν χρόνια κοινωνικών διαχωρισμών, εμείς εκεί δεν αντιλαμβανόμασταν κάτι τέτοιο. Υπήρχε μια ισότητα που ποτέ ξανά δεν χάρηκα. Δεν υπήρχε «γιος» ή «κόρη» του τάδε, δεν υπήρχαν τέτοια.
Θυμάμαι μορφές «εμβληματικών» μαθητών, «στους μεγάλους» όπως λέγαμε… Γιατί καταγράφηκαν αφού δεν ήταν συμμαθητές μου; Έχει το δικό του casting το μυαλό. Τα μάτια του Μαυρίκου που σπεύδαμε να τον χαζεύουμε όταν έπαιζε μπάσκετ. Τι μάτια! Ο Μάκης Αντζουλάτος. Κάπως ως Μπίλι Μπο. Κατηγορία «γοητευτικά όντα». Πώς να τα στριμώξεις σε φύλα. Ερωτεύσιμος για όλο το σύμπαν! Πώς έφυγε τόσο νέος! Πώς έφυγαν τόσο νέοι! Ρούλα Κακλαμάνου. Με μια ψυχρή ομορφιά και ένα αργόσυρτο, γοητευτικό βήμα πασαρέλας… Τι να γίνεται;
Θυμάμαι συμμαθητές μου… Ο Πάνος ο Κούτρας, ο καλύτερός μου φίλος, που στολιζόμασταν με τα καπέλα της μαμάς μου και σηκώναμε παραστάσεις κατ΄οίκον και τον καμαρώνω πια ως έναν από τους σπουδαιότερους σύγχρονους σκηνοθέτες- κινηματογραφιστές.
Μπορεί ο χρόνος πολλά να απαλύνει αλλά είναι πάντα ζόρι να είσαι διαφορετικός. Το ξέρει το πετσί μας. Το πετσί μου. Την Αλέκα… Μια ζωή, η Αλέκα… Την Ιωάννα, τη Μαρία, τον Κίμωνα, την Πέννυ, τον Κώστα, την Τιτίκα, τηνΜίνα…
Αστεράκια σκάνε κι όλο κάτι θυμάμαι. «Μπουκάλα», «Πυθία» (παιχνίδια, κωδικοί γενιάς). Κι όσους ξέχασα, αρκεί μια συνάντηση και διαβάζεις, χαϊδεύεις το βλέμμα και ωπ! Ωπ! Ναι! Ναι! Θυμάμαι! Θυμάμαι και εκείνον. Τον έρωτα. Τον πρώτο μεγάλο, τον Γιάννη Τ. Που συχνά λέω στην εγγόνα μου: «Σου εύχομαι να χαρείς έναν πρώτο έρωτα, βαθύ, ωραίο σαν αυτόν». Το είχα με το όνομα «Γιάννης». Να είναι καλά!
Θυμάμαι και εκείνες τις ιστορίες που ταξίδευαν ως μύθοι από γενιά σε γενιά… Οπως τη φράση ενός δασκάλου προς τον μαθητή Ντέμη Ρούσσο (σπουδαίος, εμβληματικός μετέπειτα τραγουδιστής) κουνώντας το κεφάλι: «Ντέμη μου, με τραγουδάκια δεν βγαίνουν χρήματα. Συγκεντρώσου στα μαθήματα!». Βαθύπλουτος ο Ντέμης, με το ίδιο παλτό πάντα ο δάσκαλος.
Θυμάμαι και τους δασκάλους. Με τρυφερότητα. Πολλούς θυμάμαι. Θυμάμαι. Θυμάμαι. Το «Λύκειον η Αθηνά», το σχολείο Ζηρίδη έκλεισε, διαβάσαμε στον Τύπο. Πόνεσα πολύ. Έντιμοι επιχειρηματίες. Σωστοί, μετρημένοι, σεμνοί, με ήθος. Ποτέ φανφάρες. Πώς χάθηκε η μπάλα; Πόνεσα. Θυμήθηκα πολλά…
Θυμήθηκα κι εμένα. Ενα κορίτσι ιδιαίτερο. Επαναστάτρια, τολμηρή να εκφράζει τη γνώμη της, κεφάτη, αστεία, πειραχτήρι, λαχανιασμένη να ρουφήξει ζωή… Στα 14 της χρόνια έχασε τον πατέρα της. Ήταν 39 χρονών. Έπεσε σαν βόμβα στην μικροκοινότητα. Άλλαξα σχολείο. Μα… Κι έμεινα εκεί.
Το «Έκλεισε το σχολείο μας» που διάβασα στο FB με βρήκε συγχρόνως με μια ερώτηση που απηύθυναν σε μένα και άλλους συγγραφείς από ένα περιοδικό της Θεσσαλονίκης και που δέχτηκα να απαντήσω: «Τι εύχομαι να γνώριζα στα 20 μου χρόνια;» ήταν το ερώτημα. Στην περιγραφή της Ρέας «των μαθητικών χρόνων» ξέχασα να τονίσω κι ένα άλλο μου στοιχείο. Το πόσο ανεπτυγμένη ήμουν, κι έτσι έζησα. Μπάχαλο με τις ηλικίες! Ως παιδί ήμουν καραμπινάτα έφηβη και ως έφηβη «έφερνα» 20άρα και βάλε. Σκέφτηκα το ερώτημα, με σκέφτηκα και κατέληξα. «Τίποτα δεν με νοιάζει να γνώριζα. Και τίποτα δεν θα έλεγα σ’ εκείνο το κορίτσι. Μόνο θα το αγκάλιαζα τρυφερά. Και θα του ψιθύριζα, ότι η ζωή κολυμπιέται. Κολύμπα, θα της έλεγα, όλες τις θάλασσες ηλικιών».
Αυτό απάντησα. Και αυτό κάπως, δεν ξέρω πώς, δένει με τις αναμνήσεις ενός «τότε» στο «Λύκειον Αθηνά», στου Ζηρίδη. Ενός σχολείου που δεν υπάρχει πια… Και μιας Ρέας ενός «κάποτε» που κάπου τη βρίσκω, κάπου τη χάνω. Ακόμα κολυμπάει, ελεύθερο. (Και ο σύντροφός μου από του Ζηρίδη πέρασε)
Υ.Γ 1 Μόνο για Ζηριδάκια. «Σηκωθείτε όλοι για τον ύμνο του σχολείου μας» λέει αυστηρά ο κος Ματιάτος. Συ/Που το αρχαίο πνεύμα/συμβολίιιζεις ΑααθηνάΑ/του Λυκείου μας εμπήκες/σύμβολόοο στ΄αληθινά/Κι όλο φέρνεις μες΄στο νουουου μας/ χρόνια ένδοξα παλιάΑα/κι ΌΛΟ λες μες΄στην ψυχΗηήηη μας/ με μια βροΟΟντερΗη μιλιάΑ/ πως η Ελλάδα μας και πάλι-πως η Ελλάδα μας και πάλι- θάναι σ΄όοοολα της μεγΑλη/θα΄ναι σ΄όλα της μεγάλη/θάναι σ΄όοοολα ξα-κουστή-ΗΗ.
«Καθίστε» λέει ο κος Ματιάτος. Στο βήμα η κυρία Κατερίνα Ζηρίδη. Στο τέλος των ομιλιών θα φωνάξουμε και βροντερά ΖΗΤΩ…Ήταν τα χρόνια των ΖΗΤΩ!
Υ.Γ 2 Κυρία Κατερίνα Ζηρίδη οι μόνοι που δεν καταγράφουν επιχειρηματικές αποτυχίες είναι όσοι δεν έκαναν ποτέ τίποτα. Τόσα χρόνια…Άλλαξε ο κόσμος όλος! Γκρεμίστηκαν και κουτσοκτίστηκαν αυτοκρατορίες που ξαναγκρεμίστηκαν…Πάλι καλά! Καλή συνέχεια στη ζωή σας. Τιμούμε πάντα την ιστορία ενός σπουδαίου σχολείου.