Γράφοντας για τον τρόπο που ανέβηκε το καλοκαίρι η όπερα του Βέμπερ «Ελεύθερος Σκοπευτής» στο φεστιβάλ της Μπρέγκεντς, («σκηνοθετώντας το τρομακτικό στην εποχή μας») είχα δώσει έμφαση στο ότι ένα από τα κυριότερα σύγχρονα ζητήματα στο χώρο του θεάτρου και της όπερας είναι το πώς έχει νόημα να παρουσιάζονται τα διάσημα έργα του παρελθόντος σήμερα: όχι μόνο επειδή μια τυπική σκηνοθεσία εμφανίζεται ως χιλιοπαιγμένη επανάληψη, αλλά και γιατί το σύγχρονο κοινό έχει αλλάξει. Η επιλογή που φαίνεται να προκρίνεται ως απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα είναι η πρωτοκαθεδρία του σκηνοθέτη.
Πράγματι, πολλοί σύγχρονοι σκηνοθέτες αφήνουν έντονο το αποτύπωμα της δημιουργικότητάς τους σε νέες παραγωγές θεάτρου και όπερας. Συνήθως αυτοί αποκόβουν με χειρουργική αγριότητα την δράση των έργων από το ιστορικό συγκείμενό τους, για να τα εμφυτέψουν στις σύγχρονες συνθήκες. Ενδεικτικό αυτής της τάσης αποτελούν οι νέες παραγωγές: Οιδίποδας στο Λονδίνο, Αντιγόνη στο Άμστερνταμ, όπως και η Ορέστεια και οι Βάκχες στην Πράγα και η Μήδεια στην Γάνδη.
Αυτή η πρακτική όμως, παρά τις μεταβολές στις επιλογές και τα γούστα του κοινού, κάποιες φορές παράγει περισσότερα προβλήματα, από όσα λύνει. Στην λίστα τέτοιων περιπτώσεων προστέθηκε πρόσφατα και η παράσταση της ιστορικής όπερας του Βέρντι «Ντον Κάρλος» στην Κρατική Όπερα της Βιέννης.
Αυτό λοιπόν που συνέβη στην πρεμιέρα (τέλος Σεπτεμβρίου) στο ιστορικό θέατρο, έδειξε πως μπορεί το κοινό να αντιδράσει αρνητικά και έντονα, όχι μόνο σε παραστάσεις με σεξ και βία, όπως στο Sancta της Φιορεντίνα Χόλτσινγκερ στην όπερα της Στουτγάρδης.
Πράγματι, η σκηνοθεσία του Ρώσου αντιφρονούντα Κιρίλ Σερεμπρένικοφ (Kirill Serebrenikow) φαίνεται να ξεπέρασε κάποια κόκκινη γραμμή στην ανοχή του κοινού, το οποίο ξέσπασε από νωρίς σε γιουχαΐσματα. Την αναστάτωση προσπάθησε να κατευνάσει ειρηνευτικά ο μαέστρος, Φίλιπ Τζόρνταν, ανεμίζοντας μια λευκή σημαία προς υπεράσπιση του σκηνοθέτη!
Η αριστουργηματική όπερα του Βέρντι παρουσιάστηκε στην Βιέννη ως έναρξη της σεζόν, στην συντομότερη Ιταλική εκδοχή, σε τέσσερις πράξεις. Ο Σερεμπρένικοφ εμπνεύστηκε για την σκηνοθεσία του από ένα Μουσείο Ενδυμασίας στο Κυότο, το οποίο εκτός από εκθέσεις ιστορικών ενδυμάτων, κάνει και έρευνες για την συντήρησή τους. Το «Ντον Κάρλος» του έδωσε την ευκαιρία να μεταφέρει την δράση της όπερας σε ένα σκηνικό Ινστιτούτο για ιστορικά κοστούμια από όπερες του Βέρντι. Η αναλογία αυτή, ενώ σε κάποια σημεία λειτούργησε, αλλού προκάλεσε διαμαρτυρίες ισοδύναμες με εκείνες των ακτιβιστών που εμφανίστηκαν στο έργο.
Η όπερα θεωρείται ένα από τα πολυπλοκότερα έργα του Βέρντι, με λιμπρέτο, βασισμένο σ’ ένα έργο του Σίλερ. Μέσα από την δράση των χαρακτήρων η δημόσια ζωή και ιδιωτική ζωή συνυφαίνονται αναπόφευκτα με την πολιτική.
Ο Οίκος των Αψβούργων σείεται στον Βέρντι για λόγους προσωπικούς αλλά και πολιτικούς. Από τη μια ο Φίλιππος, πατέρας του Κάρλος, παντρεύεται την πριγκίπισσα Ελισάβετ, λογοδοσμένη κι ερωτευμένη με τον γιο του, πυροδοτώντας με την πράξη τους μια βραδυφλεγή βόμβα καχυποψίας, ζήλειας, έχθρας και θανάτου. Από την άλλη, το καθεστώς, με την συνέργεια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, έρχεται αντιμέτωπο με ένα απελευθερωτικό κίνημα στην Φλάνδρα, υποστηριγμένο από διεκδικητές του θρόνου .
Ο Σερεμπρένικοφ μετατοπίζει αυτό το οικογενειακοπολιτικό δράμα στο πολυεπίπεδο προσωπικό του Μουσείου των ιστορικών οπερετικών κοστουμιών. Όσοι συμμετέχουν στο Ινστιτούτο αυτό από τη μια ασχολούνται με το εύθραυστο -λόγω χρόνου – υλικό των συντηρημένων κοστουμιών. Από την άλλη, τέσσερις από αυτούς γλιστρούν σιγά – σιγά μέσα στους ρόλους της ιστορικής όπερας του Βερντι. Οι σύγχρονοι λοιπόν χαρακτήρες αλληλεπιδρούν με τα δίδυμά τους ομοιώματα, τα ντυμένα με τα ιστορικά κοστούμια, ώστε να συνδέουν με την ανεπαίσθητη αυτήν σχέση τους το παρελθόν με το παρόν.
Ο διευθύνων σύμβουλος, Φίλιπ, υποπτεύεται την Ελιζαμπέτα για σχέση με τον νέο υπάλληλο, τον Κάρλο. Σε μεγάλες βιντεοθόνες εμφανίζονται κατατοπιστικές πληροφορίες, τόσο για τα ιστορικά πρόσωπα της όπερας, όσο και για τους σύγχρονους χαρακτήρες του Μουσείου. Ο μόνος που αποστασιοποιείται, ο μαρκήσιος Ροντρίγκο ντε Πόζα – παθιασμένος υπέρμαχος δημοκρατίας και ελευθερίας στο έργο του Σίλερ – μεταλλάσσεται σε ακτιβιστή. Αυτός παρεμβαίνει διαλυτικά μαζί με άλλους διαδηλωτές στην θεαματική τελετουργία της καύσης των αιρετικών ( με εντολή του Μεγάλου Ιεροεξεταστή ) μέσα από έντονες διαμαρτυρίες κατά της υπερκατανάλωσης υφασμάτων για την ξέφρενα μεταβαλλόμενη μόδα. ¨Όταν ο Φίλιππος απειλεί να μετατρέψει την εξεγερμένη Φλάνδρα σε νεκροταφείο, στην σκηνή δεσπόζουν οι φωτογραφίες από σκουπιδοσωρούς ρούχων, κάτι σαν ενδυματοχωματερές, ενώ οι εξεγερμένοι εκσφενδονίζουν με μανία ρούχα κατά της βασιλικής και θρησκευτικής εξουσίας.
Παρά τις εξαιρετικές ερμηνείες των τραγουδιστών – με την Ασμίκ Γκριγκόριαν να διαπρέπει στον ρόλο της Ελιζαμπέτα – και την έντονα δυναμικές απόδοση της ορχήστρας με διευθυντή τον Φίλιπ Τζόρνταν, ένα μέρος του κοινού ξεσηκώθηκε κατά της σκηνοθετικής επινοητικότητας, μην δείχνοντας την παραμικρή διάθεση να αναζητήσει στα πολυάριθμα σύμβολα που έντυσαν την όπερα στην νέα μορφή της ένα σύγχρονο νόημα, που να κάνει μια τέτοια σκηνοθεσία αν όχι απολαυστική, τουλάχιστον ανεκτή. Κάποια έργα συνεχίζουν να αγγίζουν παρά το πέρασμα του χρόνου, αρκεί να μην τα υπερφορτώνει κανείς με νέα μυθοπλασίες.