Είχα μόλις τελειώσει την ανάγνωση της συγκλονιστικής περιγραφής του λοιμού των Αθηνών από τον Θουκυδίδη, όταν έλαβα ένα e-mail, παραδόξως από το Aγιον Oρος. Προερχόταν από έναν παλιό και καλό φίλο, ιερομόναχο, διδάκτορα ενός φημισμένου πανεπιστημίου του εξωτερικού, πολύγλωσσο και αρχαιομαθή. «Ευχετικώς» μου έστελνε την αφήγηση του Προκοπίου για τον λοιμό του 541-542 μ.Χ., έτσι όπως αποτυπωνόταν στο βιβλίο του «Υπέρ των Πολέμων».
Συγκρίνοντας τις δύο αφηγήσεις, είναι φανερό πως ο Θουκυδίδης εισδύει αξεπέραστα στα άδυτα των ψυχικών αντιδράσεων των Αθηναίων απέναντι στη νόσο, καλύπτοντας ένα τόσο μεγάλο εύρος συναισθημάτων, που φτάνει από την απελπισία και την αγνόηση των κοινωνικών συμβάσεων και θείων κανόνων μπρος στον φόβο του θανάτου ως την παράλογη ελπίδα των θεραπευμένων ότι δεν θα πεθάνουν ποτέ, από κανένα άλλο νόσημα. Ομως υπάρχουν οπωσδήποτε κοινά σημεία μεταξύ των αφηγήσεων Θουκυδίδη και Προκοπίου από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Πρώτα πρώτα, η νόσος και στις δύο περιπτώσεις προήλθε από περίπου την ίδια περιοχή: η Αίγυπτος είτε υπήρξε η πηγή της είτε η κύρια οδός μετάδοσής της στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και μετά στο αστικό κέντρο, στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Και στις δύο λοιπόν περιπτώσεις, ακόμα και αιώνες πριν από την «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία, η νόσος είχε τη δυνατότητα να ταξιδεύει, δίνοντας μια αίσθηση της κοινής μοίρας των ανθρώπων απέναντι στις δυνάμεις της φύσης.
Αλλά δύο είναι κυρίως τα κοινά σημεία στα οποία πρέπει να σταθούμε: η αδυναμία της ιατρικής της εποχής να ερμηνεύσει και να αποπειραθεί, έστω, με αξιώσεις να θεραπεύσει το νόσημα και η απελπισία των ανθρώπων απέναντι σε κάτι που καίτοι μεταδοτικό, ήταν βαθιά προσωπικό και μοναχικό, σε βαθμό που μπορούσε να διαρρήξει τις κοινωνικές σχέσεις. Εδώ ακριβώς βρίσκονται νομίζω τα στοιχεία που πρέπει να μας κάνουν αισιόδοξους, συνειδητοποιώντας τις διαφορές από εκείνες τις μακρινές εποχές. Ακόμα και αν σήμερα, στους λίγους μήνες που έχουν περάσει από το ξέσπασμα της πανδημίας, δεν έχει ακόμη κατορθώσει η επιστήμη να βρει το φάρμακο ή πόσο μάλλον το εμβόλιο για τον νέο κορονοϊό, μας έχει εν τούτοις παράσχει μια εικόνα της αιτιολογίας και του τρόπου μετάδοσης της νόσου, δίνοντας την ευκαιρία της προφύλαξης σε πολίτες και κράτη.
Σε αυτή την τελευταία λέξη, τη λέξη «κράτος», έγκειται νομίζω και η μεγάλη διαφορά από τότε, μια διαφορά που θα ήμασταν απρόσεκτοι αν δεν την αναγνωρίζαμε. Η εκπορευόμενη από το κράτος δυνατότητα μιας συντονισμένης αυτοπειθαρχίας, έτσι όπως δίνεται μέσα από το «Μένουμε σπίτι», όχι μόνο μας βοηθά στην αποτελεσματική ανάσχεση της διάδοσης του νέου κορονοϊού, αλλά και μας θωρακίζει απέναντι στην απελπισία που ένιωθαν οι άνθρωποι των περασμένων αιώνων λόγω της μοναχικής και ασυντόνιστης αντιμετώπισης της πανδημίας. Επιπλέον, η εμπιστοσύνη του κράτους και της κοινωνίας στους ειδικούς, που για πρώτη φορά είδαμε στη χώρα μας, ίσως είναι ο σκαπανέας της πραγματικής μετεξέλιξής μας σε ένα «κράτος πρόληψης». Αντίθετα με τους προγόνους μας, μπορούμε λοιπόν να αισιοδοξούμε για το άμεσο μέλλον.