Οταν ο Ρήγας Βελεστινλής, στα τέλη του 18ου αιώνα, καλούσε σε εξέγερση όλους τους λαούς που υπέφεραν από την οθωμανική τυραννία και διατύπωνε το όραμα για μια κρατική οντότητα που θα περιλαμβάνει όλες τις καταπιεσμένες ομάδες και όλους τους πολίτες, ασχέτως θρησκείας, γλώσσας ή φυλής, είχε υπόψη του το πολυεθνικό, γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό των Βαλκανίων και συνολικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Εναν περίπου αιώνα μετά, με την εμφάνιση και την άνοδο των βαλκανικών εθνικισμών, έγινε σαφές πόσο δύσκολο θα ήταν το μοίρασμα των εδαφών της κλυδωνιζόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο σκληρός ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή επέτεινε το πρόβλημα.
Ο Εμμ. Ροΐδης, σχολιάζοντας αντιφατικές εθνολογικές μελέτες της εποχής, έγραψε χαρακτηριστικά το 1875: «Αλλ’ αι επωφελέστερον εσχάτως επιδιωχθείσαι εθνογραφικαί μελέται, αποδεικνύουσι καθ’ εκάστην δυσχερεστέραν πάσαν απόπειραν δικαίας διανομής της τουρκικής κληρονομίας. Τας δε δυσχερείας του έργου επαυξάνει, αδύνατον καθιστώσα οιονδήποτε συμβιβασμόν, οι παρά τοις λαοίς τούτοις επιφοίτησις της αρχής των εθνοτήτων. Καθ’ ην ώραν οι πλείστοι των κατοίκων της χερσονήσου κηρύσσονται έτοιμοι να υποστώσι πάσαν καταστροφήν και εξόντωσιν μάλλον ή να υπομείνωσι τη στέρησιν του αλβανισμού, βουλγαρισμού ή ρουμανισμού αυτών, τα δε παρέχοντα το πολύτιμον τούτο προνόμιον γεωγραφικά όρια ουδαμού είνε ευχάρακτα και πολλαχού ουδέ καν ορατά, ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί αδελφικής συμβιώσεως εθνών βλεπόντων καθ’ ύπνους μεγάλην Βουλγαρίαν, αρχαίαν Σερβίαν, αλβανικόν κράτος, Ρουμανίαν μέχρι Πίνδου και Ελλάδα μέχρι του Αίμου, ήτοι την ανέφικτον ανάγκην ν’ αλληλοσφαγώσιν, αφού δεν υπάρχει επί του χάρτου τόπος ικανός να συνυπάρξωσι τα όνειρα ταύτα…».
Η Μακεδονία, η οποία, ούτως ή άλλως, αποτελούσε ιδιαίτερη περίπτωση λόγω της πολυεθνικής φύσης της, υπήρξε το κατεξοχήν πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, και δευτερευόντως της Σερβίας και της Ρουμανίας.
Η τύχη της Μακεδονίας καθορίστηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους, με την Ελλάδα να είναι τελικά η κυρίως ωφελημένη. Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 προέκυψαν η Ελληνική, η Βουλγαρική και η Σερβική Μακεδονία ως τμήματα των αντιστοίχων κρατών, με το 51% της μείζονος Μακεδονίας, η οποία αποτελούσε γεωγραφικό και όχι εθνοτικό προσδιορισμό, να περιέρχεται στην Ελλάδα. «Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι υπήρξαν (και παραμένουν) το μεγαλύτερο πολεμικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους από τη σύστασή του», επισημαίνει ο Γ.Θ. Μαυρογορδάτος («1915, Ο εθνικός διχασμός», εκδόσεις Πατάκη, Δ΄ έκδοση, σελ.33).
Από τον Τίτο στο ανεξάρτητο κράτος
Το «Μακεδονικό ζήτημα» πέρασε σε νέα φάση από τη στιγμή που ο Τίτο αποφάσισε, μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, να διαχωρίσει τη σημερινή πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από τη Σερβία, ώστε να αποτελέσει ομόσπονδη συνιστώσα της νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, ως «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, έκανε τα πρώτα βήματά της, ιδιαίτερα στον Καναδά, και η αλυτρωτική προπαγάνδα των γειτόνων. Είναι περιττό να τονίσουμε ότι οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις της χώρας μας έκαναν, επί δεκαετίες, τα «στραβά μάτια» στον ανερχόμενο «μακεδονικό εθνικισμό». Από το 1949, ειδικότερα, οπότε η Σοβιετική Ενωση ήλθε σε ρήξη με τη Γιουγκοσλαβία, αυτό που προείχε για τις ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής ήταν οι καλές σχέσεις με τον Τίτο.
Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η πρώην ομόσπονδη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» ανακηρύχθηκε, το 1991, ως ανεξάρτητο κράτος, με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Στο προοίμιο του Συντάγματος εμφανιζόταν σαν «η κοιτίδα όλων των Μακεδόνων που έχει υποχρέωση να φροντίζει όλους τους Μακεδόνες που ζουν στις άλλες χώρες και στα εξωτερικά τμήματα της Ενιαίας Μακεδονίας». Λίγους μήνες μετά, το 1992, το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική», δονούσε την Ελλάδα απ’ άκρου εις άκρον…
Την περίοδο 1991-1993 χάθηκε, δυστυχώς, η μεγάλη ευκαιρία να λυθεί το «Μακεδονικό». Ήταν η εποχή που το νέο κράτος προσπαθούσε να αποκτήσει διεθνή υπόσταση. Επιδεικνύοντας ασυγχώρητη αφροσύνη απορρίψαμε το «πακέτο Πινέιρο», αρνούμενοι να δεχθούμε την αναγνώριση κράτους που να περιέχει το όνομα «Μακεδονία» ή παράγωγά του. Και αυτό, παρότι το «πακέτο Πινέιρο» περιείχε όρους που κατά βάση κάλυπταν τις εθνικές μας ευαισθησίες.
Αυτό που «καταφέραμε», τελικά, είναι περισσότερες από 140 χώρες να έχουν αναγνωρίσει το γειτονικό κράτος με το συνταγματικό του όνομα, ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ανάμεσά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Κίνα και η Ιαπωνία. Εμείς το αναγνωρίσαμε με το προσωρινό όνομα με το οποίο, το 1993, έγινε δεκτό στον ΟΗΕ, δηλαδή ως «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Εν ολίγοις, όχι μόνο δεχθήκαμε να υπάρχει το όνομα «Μακεδονία», αλλά και να βρίσκεται ο επιθετικός προσδιορισμός («Γιουγκοσλαβική») όχι πριν από το «Μακεδονία», αλλά πριν από το «Δημοκρατία».
Η ευκαιρία και οι κίνδυνοι
Μετά από 25 χρόνια και αφού εν τω μεταξύ δεν καρποφόρησε καμία προσπάθεια επίλυσης της ιστορικής εκκρεμότητας, δημιουργήθηκαν συνθήκες για έναν αμοιβαία αποδεκτό και αμοιβαία συμφέροντα διπλωματικό συμβιβασμό. Το εθνικό μας συμφέρον συνέπεσε να συμβαδίζει με το αυξημένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ και της ΕΕ, ιδιαίτερα της Γερμανίας, για την περιοχή, λόγω του νέου γεωπολιτικού περιβάλλοντος, και, ταυτόχρονα, να υπάρχει στη γειτονική χώρα η μετριοπαθής κυβέρνηση Ζάεφ. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να αξιοποιήσει την ευνοϊκή αυτή συγκυρία.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως ενώ οι πάντες αναγνωρίζουν ότι λύση του Μακεδονικού χωρίς συμβιβασμό δεν μπορεί να υπάρξει, μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΠΓΔΜ, δεν είναι διατεθειμένο να συγκρουστεί με στερεότυπα και εθνικούς μύθους που υπάρχουν και καλλιεργούνται στις δύο χώρες και στους δύο λαούς. Όσο, λοιπόν, μεγάλο μέρος των δύο λαών είναι πεπεισμένο ότι η Μακεδονία είναι μία – η δική του – και όσο μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος συνθηκολογεί, όταν δεν υποκινεί αυτό το στερεότυπο, καμία συμφωνία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς αντιδράσεις.
Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το ερώτημα τι θα συμβεί σε περίπτωση που καταρρεύσει η Συμφωνία, λαμβανομένου υπόψη και του ασταθούς ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος. Αν καταρρεύσει η Συμφωνία, δεν θα επιστρέψουμε στην προ της Συμφωνίας κατάσταση
Αναφερόμενος στη «Συμφωνία των Πρεσπών», ο ομότιμος καθηγητής Ν. Κ. Αλιβιζάτος επισημαίνει ότι «ενσωματώνει πάνω από το 80% των πάγιων ελληνικών θέσεων. Και το κυριότερο, η σύναψη της συμφωνίας αυτής τερματίζει μια σοβαρή γεωπολιτική εκκρεμότητα στην περιοχή» («Καθημερινή», 18.6.2018). Ενώ ο επίκουρος καθηγητής Γ. Αρμακόλας υπογραμμίζει ότι δεν έχουν αναφερθεί «άλλα παραδείγματα διεθνών συμφωνιών όπου η μια πλευρά δύναται να συνδιαμορφώνει τον πολιτειακό, ταυτοτικό και ιστορικό χαρακτήρα γειτονικού ανεξάρτητου κράτους εν καιρώ ειρήνης» («Τα Νέα», 29-30.12.2018).
Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το ερώτημα τι θα συμβεί σε περίπτωση που καταρρεύσει η Συμφωνία, λαμβανομένου υπόψη και του ασταθούς ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος. Αν καταρρεύσει η Συμφωνία, δεν θα επιστρέψουμε στην προ της Συμφωνίας κατάσταση. Η κατάρρευσή της είναι εξαιρετικά πιθανό να ανοίξει την όρεξη στον αλβανικό εθνικισμό, να ενισχύσει αποσχιστικές τάσεις στη γειτονική χώρα και να ευνοήσει σχέδια αποσταθεροποίησης των Βαλκανίων και αλλαγής συνόρων, όταν μάλιστα υπάρχει και η εκκρεμότητα του Κοσσυφοπεδίου. Και βεβαίως, με δεδομένο το μεγάλο ενδιαφέρον της Δύσης και το σκληρό γεωπολιτικό πόκερ που εξελίσσεται στην περιοχή, υπάρχει και η ειδικότερη εθνική διάσταση, σε περίπτωση που η συμφωνία καταρρεύσει με ευθύνη της ελληνικής πλευράς.
Το όραμα
«Η ιστορία των Βαλκανίων είναι πιο δραματική και ενδιαφέρουσα από το σενάριο του «Game of Thrones», αν και δεν περιλαμβάνει δράκους. Επιθυμούμε το παρόν και το μέλλον των Βαλκανίων να μοιάζει λιγότερο με δραματική ταινία: σταθερότητα, ευημερία, αυτά αξίζουν οι άνθρωποι όλης αυτής της περιοχής», τόνισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, στη διάρκεια της τελετής για την ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ από τη Βουλγαρία. Σε μια τέτοια προοπτική, η Ελλάδα, αντί να είναι μέρος του βαλκανικού προβλήματος, μπορεί να παίξει ηγετικό ρόλο στην ευρωπαϊκή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων.
Μετά από αιώνες αιματηρών αναμετρήσεων, αξίζει να ξανα-ανακαλύψουμε τον Ρήγα Βελεστινλή. Το όραμα για Ευρωπαϊκά Βαλκάνια σε μια Ενωμένη Ευρώπη, με την Ελλάδα σε ρόλο ευρωπαϊκής ατμομηχανής στην περιοχή, μπορεί να αποτελέσει μείζονα εθνικό στόχο.
Συμβολικά, το Βελεστίνο, η γενέτειρα του Ρήγα, θα μπορούσε να αποτελέσει την ιστορική έδρα μιας περιφερειακής βαλκανικής δομής στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, με αναβάθμιση του ρόλου της Διαβαλκανικής Συνεργασίας. Ενα πρώτο βήμα θα ήταν να πραγματοποιηθεί στο Βελεστίνο (επίσης συμβολικά) η πρώτη, μετά την επικύρωση της «Συμφωνίας των Πρεσπών», Τετραμερής Σύνοδος Ελλάδας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Σερβίας.
* Ο Πάνος Σκοτινιώτης είναι νομικός, με θητεία στο Κοινοβούλιο και τη Δημοτική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση